«O µεγαλύτερος Τσέχος συγγραφέας Jaroslav Hašek»
και άλλα σατιρικά διηγήματα
Διηγήματα, ISBΝ: 978-960-9441-37-7, διάστ. 17Χ12, σελ. 80, τιμή 10. €
Μετάφραση-εισαγωγή-χρονολόγιο: Μάριος Δαρβίρας
Το Χιούμορ, σύμφωνα με έναν μύθο, ήταν ένα γελαστό και έξυπνο αγόρι, που κάποτε θέλησε να επισκεφτεί τους ανθρώπους. Περπάτησε στην εξοχή, πέρασε από χωριά, συνάντησε εργάτες στα χωράφια, πλανόδιους μουσικούς στους δρόμους, παιδιά, γυναίκες, γέρους, με όλους πέρασε ωραία, γλέντησαν και ευχαριστήθηκαν.
Μα, όταν έφτασε στην πολιτεία, κανείς δεν του έδινε σημασία. «Μπα» αναρωτήθηκε το Χιούμορ, «εγώ άλλαξα ή ο κόσμος;». Ρωτούσε τους ανθρώπους που συναντούσε, αλλά όλοι τον φώναζαν ενοχλητικό, τεμπέλη και παρωχημένο. Οι έμποροι είπαν πως δεν είχαν καιρό να χάνουν μαζί του, οι καλλιτέχνες πως είναι άχρηστος για την τέχνη και, όταν μπήκε σε μια συνέλευση σοφών, αυτοί τον πέταξαν έξω με τις κλοτσιές για-τί δεν ταίριαζε με τη σοβαρότητά τους.
Το Χιούμορ στην αρχή πικράθηκε και δάκρυσε. Ύστερα, όμως, θύμωσε και ορκίστηκε να εκδικηθεί τους ανθρώπους. Από την ημέρα εκείνη, μεταμορφώθηκε κι έγινε η «Καυτή Σάτιρα»!
Η καυτή σάτιρα του Γιάροσλαβ Χάσεκ ξεκινάει απ’ τον ίδιο –όπως φανερώνει και ο τίτλος της συλλογής– και στο πέρασμά της ξεχαρβαλώνει τα πάντα!
***
O Γιάροσλαβ Χάσεκ (Πράγα 1883-1923) έζησε μια θεοπάλαβη, μποέμικη και περιπετειώδη ζωή. Άλλαξε πλήθος επαγγέλματα και έγραψε αμέτρητα κείμενα σε διάφορα έντυπα της εποχής του (τα διηγήματά του ξεπερνούν τα 1.200). Αναμίχθηκε αρχικά στο αναρχικό και κατόπιν στο κομμουνιστικό κίνημα, πάντα με τον δικό του, ιδιόρρυθμο τρόπο. Οι εμπειρίες του ως στρατιώτη στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο του ενέπνευσαν το αριστούργημά του Ο καλός στρατιώτης Σβέικ.
Αν και στην εποχή του θεωρήθηκε ένας απλοϊκός συγγραφέας και συνάντησε μεγάλες δυσκολίες στην έκδοση των έργων του (τον Σβέικ τον εξέδιδε μόνος του), σήμερα συγκαταλέγεται στους κορυφαίους σατιρικούς συγγραφείς όλων των εποχών. Τα διηγήματα του παρόντος τόμου μεταφράζονται για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα.
Ένα διήγημα από την συλλογή:
Είμαι ο Σέρινεκ, ένας Γερμανός!
Στο Χέρενσντορφ, πίσω από την Τσέσκα Λίπα, έφτασε ο τσιγγάνικος θίασος του Σέρινεκ. Επίτροπος απογραφών ήταν ο κύριος Λέρχε, ένας ειλικρινής Γερμανός με μια πολύ όμορφη κοιλιά.
Ο κύριος Λέρχε αμέσως επισκέφτηκε τον δήμαρχο Κέλερ και τον παρακάλεσε να μη διώξει τους τσιγγάνους από το χωριό, επειδή θα τραβούσαν τον δρόμο για το Μύλερσντορφ και αυτός, δηλαδή, ο κύριος Λέρχε, θα έχανε τη δόξα να ομορφύνει και να εμπλουτίσει το γερμανικό έθνος κατά 18 άτομα, αφού τόσα αριθμούσε η μπάντα του Σέρινεκ.
Αυτή, λοιπόν, τη δόξα θα την καρπωνόταν ο κύριος επίτροπος απογραφών του Μύλερσντορφ, ο κύριος Κάνερτ, ο οποίος περήφανα διέδιδε παντού ότι μέσα σε χρονικό διάστημα μίας ώρας δημιουργεί περισσότερους Γερμανούς απ’ ό,τι ο Λέρχε σε μια μέρα. Ο κύριος Λέρχε έτσι ανέλαβε δράση. Τους χοίρους, τα βόδια, τις αγελάδες, όλα τα ανακήρυξε σε Γερμανούς, τα κοτόπουλα, τις χήνες, τις κότες σε Γερμανούς, τις άμαξες, τα αγροτικά εργαλεία επίσης, με συνοπτικές διαδικασίες, σε Γερμανούς.
Για να μη γίνει αυτή του η πράξη αντιληπτή, τους βάφτιζε και μ’ ένα ωραίο όνομα. Έτσι, στις λίστες του ληξιαρχείου αναγράφηκαν οι Γερμανοί: Χάινριχ, Φραντς, Άντον Σβάιν, Γιόζεφ, Καρλ, Γιούλιους Κου, Φραντς, Άντον, Χάινριχ Οκς, Καταρίνα Βάγκεν, Γιόχαν Πφλουγκ κ.λπ.1
Ο Θεός ο ίδιος, λοιπόν, έστειλε στον δρόμο του κυρίου Λέρχε τη δεκαοχταμελή μπάντα του Σέρινεκ. Ο τσιμπάλο, ή διαφορετικά ο αρχηγός του τσιγγάνικου θιάσου, ο Σέρινεκ, ήταν ένας πελώριος άνδρας και ένας σοφός άνθρωπος. Και όταν o δήμαρχος Κέλερ μέσω ενός αστυνομικού τού διαμήνυσε ότι μπορεί να μείνει στο χωριό, αυτός ξεκίνησε να πάει να ευχαριστήσει τον κύριο δήμαρχο, αλλά και να διερευνήσει τι θα μπορούσε να κλέψει εκεί.
Ο κύριος Λέρχε βρισκόταν ήδη στο γραφείο του δημάρχου και, όταν έφτασε ο κύριος Σέρινεκ, άρχισε μαζί του τη συζήτηση.
Αρχικά του πρόσφερε μια κορόνα για κάθε άνδρα και δύο δεκάρες για κάθε γυναίκα προκειμένου να απογραφούν ως Γερμανοί.
«Χρυσοί και αξιότιμοι κύριοι» είπε ο σοφός Σέρινεκ. «Είμαι ο πατέρας όλου του θιάσου και πάντα φροντίζω στο ακέραιο ώστε ο θίασος να μη δυστυχεί, αξιότιμοι, αλλά να, η προσφορά σας, μία κορόνα για κάθε άνδρα και 20 λεπτά για κάθε γυναίκα, είναι μικρή. Οι καιροί που ζούμε είναι σκληροί και κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να περαστούν για Γερμανοί μόνο με 70 λεπτά το ζευγάρι. Θα ρωτήσω τα παιδιά μου και ξέρω ήδη, αξιότιμε κύριε, ότι θα πουν: “Τσιμπάλο, γκρίζε γάιδαρε, σου έστριψε εντελώς; Έπρεπε να ζητήσεις από τους κυρίους δύο κορόνες για κάθε άνδρα και κάθε γυναίκα –αυτό μας κάνει 18 χρυσά– και ο αξιότιμος κύριος μπορεί να μας κάνει Γερμανούς με μεγάλη μας ευχαρίστηση”».
Ο κύριος Λέρχε άρχισε να διαπραγματεύεται. Το πήγε έως τα 80 λεπτά το άτομο.
Ο πανούργος Σέρινεκ δεν υποχώρησε. «Αξιότιμοι κύριοι, πώς είναι δυνατόν να προκύψει από μένα ένας Γερμανός για οχτώ δεκάρες; Αυτό δεν μπορεί να γίνει ούτε με τις καλύτερες προθέσεις. Με δύο κορόνες θα γινόταν. Με πολύ μεγάλη μας χαρά σ’ αυτή την περίπτωση θα γυρίζαμε και θα φωνάζαμε ανοιχτά σε όλο τον κόσμο ότι είμαστε Γερμανοί, ναι, Γερμανοί εμείς οι φτωχοί, δύσμοιροι τσιγγάνοι. Αλλά οχτώ δεκάρες είναι πολύ μικρό ποσό για μια τέτοια δόξα. Θυμηθείτε, αξιότιμε κύριε, ότι πριν από μερικά χρόνια, στα Ούχρι, όπου υπήρχε και πλήθος κόσμου, πήρε καθένας μας από τρία χρυσά νομίσματα όταν απογραφήκαμε ως Μαγυάροι – και γνωρίζετε ότι αυτή η περιοχή ήταν πολύ φτωχή. Αλλά εδώ ο καλός Θεός σάς έχει ευλογήσει. Παντού ολόγυρα βλέπει ο καθένας την αφθονία και σεις θέλετε τους κακόμοιρους και φτωχούς τσιγγάνους να τους ξελογιάσετε με 80 λεπτά το κεφάλι; Αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνει όσο υπάρχει Θεός πάνω από το κεφάλι μας και όσο μας βλέπει η Αγία Μητέρα».
Ο γερο-Σέρινεκ σκούπισε ένα δάκρυ. «Με χαρά μας θα γινόμασταν Γερμανοί, το ξέρει κι ο Θεός, και θα φώναζα με τη μεγαλύτερη χαρά παντού: “Ich bin Serinek, ein Deutscher!”.2 Αλλά προσθέστε, σας παρακαλώ, αγαπητέ κύριε, 20 λεπτά κι εγώ θα τρέξω στα παιδιά μου και θα τους πω: “Προσευχηθείτε, ο κύριος εδέησε και ήδη από σήμερα είστε Γερμανοί και θα πάρουμε και δύο κορόνες για κάθε κεφάλι”».
Του υποσχέθηκαν, λοιπόν, δύο κορόνες και ο γερο-Σέρινεκ έτρεξε με ενθουσιασμό πίσω στον θίασό του.
Εκεί το θέμα συζητήθηκε πολύ έντονα. Τελικά, υπερίσχυσε η άποψη ότι δεν έπρεπε να προχωρήσει αυτή η συμφωνία και ότι δεν μπορούσε να γίνει μετατροπή τους σε Γερμανούς δίχως μπίρα και λουκάνικα.
Επέστρεψε, λοιπόν, ο γερο-Σέρινεκ στο κοινοτικό γραφείο για να μεταφέρει αυτή την απόφαση. «Χρυσέ και αξιότιμε κύριε» είπε κλαίγοντας, «οι γιοι μου και οι κόρες μου είπαν: “Τσιμπάλο, χωρίς μπίρες και λουκάνικα δεν γίνεται να κάνουμε τους Γερμανούς. Δώστε, λοιπόν, σας παρακαλώ, για καθέναν από εμάς δύο κορόνες, λίγη μπίρα και μερικά λουκάνικα και οι γιοι μου και οι κόρες μου θα βροντοφωνάζουν παντού με πολύ μεγάλη χαρά: “Ich binSerinek, ein Deutscher!”».
Πρόσθεσαν, λοιπόν, για τον καθένα από τρία λουκάνικα και ένα λίτρο μπίρα.
Αλλά οι γιοι και οι κόρες του έστειλαν τον Σέρινεκ πάλι πίσω. H επιθυμία τους ήταν τέσσερα λουκάνικα και δύο λίτρα μπίρα.
Ο κύριος Λέρχε εκπλήρωσε και αυτή την επιθυμία του Σέρινεκ, διότι ο τελευταίος τον απείλησε ότι διαφορετικά θα έφευγαν για το Μύλερσντορφ και εκεί θα πήγαιναν να απογραφούν ως Γερμανοί κατευθείαν μέσα σε μπιραρία. Δηλαδή, στην ίδια την πηγή.
Κι έτσι εκείνη η βραδιά πέρασε στον καταυλισμό του Σέρινεκ πάρα πολύ εύθυμα. Αγόρασαν ρακί, έκλεψαν τέσσερις χήνες του δημάρχου και τα μεσάνυχτα ο κύριος Σέρινεκ ξάπλωσε ανάσκελα στο κάρο, τύφλα στο μεθύσι, κι έλεγε τραυλίζοντας: «Είμαι ο Σέρινεκ, ένας Γερμανός!».
Το πρωί τράβηξαν για το Μύλερσντορφ, όταν στο Χέρενσντορφ κάποια πράγματα ήδη είχαν κάνει φτερά. Στο Μύλερσντορφ πήγαν μόνοι τους να απογραφούν ως Γερμανοί. Εκεί, εκτός από τις δύο κορόνες, τους έλαχε επιπλέον αμοιβή πέντε λίτρα μπίρα το άτομο.
Από το Μύλερσντορφ τράβηξαν για το Μπίργκσταϊν. Εκεί τους αναλογούσαν τρεις κορόνες, διότι με 18 Γερμανούς παραπάνω το Μπίργκσταϊν είχε πια τον μεγαλύτερο γερμανικό πληθυσμό της περιοχής.
Από το Μπίργκσταϊν στο Ντομπρν. Τι φτωχό χωριό, Θεέ μου! Εκεί, από τον τσιγκούνη επίτροπο δεν μπόρεσαν να αποσπάσουν περισσότερο από μια κορόνα το κεφάλι.
Στην Τσέσκα Λίπα βγήκαν να τους προϋπαντήσουν τροβαδούροι και Γερμανίδες κοπελιές τους έστρωναν τον δρόμο με φύλλα βελανιδιάς, καθώς τραβούσαν για το δημαρχείο.
Εκεί πήραν τρεις κορόνες, όπως και στο Μπίργκσταϊν, και κατ’ αυτόν τον τρόπο και η Τσέσκα Λίπα θα έδειχνε τώρα και αυτή μεγαλύτερη κατά 18 Γερμανούς.
Ο γερο-Σέρινεκ ήταν πολύ ικανοποιημένος και μόνο μια σκέψη χαλούσε την ευτυχία του. Ότι αυτές τις όμορφες στιγμές δεν μπορούσε να τις ζήσει ο μεγαλύτερος γιος του, ο οποίος βρισκόταν φυλακισμένος στις φυλακές του Πάνκρατς για ληστεία.
Με πόση ευτυχία θα άρπαζε και αυτός τις κορόνες και με λιπαρό –από την κατανάλωση βουτύρου– στόμα θα δήλωνε πανηγυρικά: «Ich bin Serinek, einDeutscher!».
Karikatury, 3-5, 30/1/1911
1. Σβάιν [γερμ. Schwein = γουρούνι], Κου [γερμ. Kuh = αγελάδα], Οκς [γερμ. Ochse = βόδι], Βάγκεν [γερμ. Wagen = κάρο, άμαξα], Πφλουγκ [γερμ. Pflug = άροτρο].
2. «Είμαι ο Σέρινεκ, ένας Γερμανός!».
0 comments:
Post a Comment