Η επιστήμη αυτοκτονεί όποτε υιοθετεί ένα δόγμα.

Thomas Huxley, 1825-1895, Βρετανός βιολόγος.

Το ανθρώπινο πόδι… ένα θαύμα της Μηχανικής.

Λεονάρντο Ντα Βίντσι, 1452-1519, Ιταλός σοφός.

Ο σκοπός της τέχνης είναι να δώσει στη ζωή σχήμα.

Γουίλιαμ Σαίξπηρ, 1564-1616, Άγγλος δραματουργός.

Pages

Wednesday 29 April 2020

Γιάροσλαβ Χάσεκ- Ο Σωσμένος


Σίγουρα δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που ο Πάταλ έπρεπε να κρεμαστεί. Όποιο κι αν ήταν όμως το έγκλημά του, δεν μπόρεσε να κρύψει το χαμόγελό του όταν ο δεσμοφύλακας εκείνη τη νύχτα, πριν από το πρωί που είχε προγραμματιστεί να τον κρεμάσουν, του έφερε στο κελί ένα μπουκάλι κρασί και ένα κομμάτι καλοψημένου μοσχαρίσιου συκωτιού.
«Αυτά είναι για μένα;» ρώτησε.
«Ναι» αποκρίθηκε ο δεσμοφύλακας θλιμμένα, «απολαύστε τώρα στο τέλος ό,τι μπορείτε περισσότερο. Θα σας φέρω ακόμη καμιά αγγουροσαλάτα, διότι δεν μπορούσα να τα πάρω όλα μαζί μου μεμιάς. Έρχομαι αμέσως. Θα σας φέρω επίσης και κουλουράκια. Επιστρέφω αμέσως».
Ο Πάταλ κάθισε αναπαυτικά στο τραπέζι και, χαμογελώντας, δάγκωσε ευτυχισμένος το καλοψημένο κρέας. Όπως φαίνεται, ήταν λίγο κυνικός, κατά τ’ άλλα όμως ήταν ένας τελείως λογικός άνθρωπος, που προσπαθούσε να απολαύσει μέσα στον κόσμο οτιδήποτε θα μπορούσε να απολαύσει κανείς αυτές τις ελάχιστες εναπομείνασες ώρες ζωής που είχαν καθοριστεί από το δικαστήριο.
Μια σκέψη μόνο στριφογύριζε συνεχώς στο μυαλό του και τον βασάνιζε λίγο: ότι όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που το ίδιο πρωί του είχαν ανακοινώσει πως το αίτημα για απονομή χάριτος που υπέβαλε είχε απορριφθεί και επομένως η εκτέλεση της ποινής θα πραγματοποιούνταν κανονικά μέσα σε 24 ώρες –ώστε ο κατάδικος να είναι σε θέση να προετοιμαστεί κατάλληλα για την επιτυχή εφαρμογή της και την τακτοποίηση αυτής της εκκρεμότητας–, όλοι εκείνοι που θα τον μετέφεραν στον τόπο εκτέλεσης, θα τον εκτελούσαν και θα αντίκριζαν τον θάνατό του, όλοι εκείνοι λοιπόν, την επόμενη μέρα, τη μεθεπόμενη, και ούτω καθεξής, θα παρέμεναν ζωντανοί και ήσυχοι, θα επέστρεφαν κανονικά στις οικογένειές τους, ενώ αυτός δεν θα υπήρχε πια.
Φιλοσοφούσε έτσι, τρώγοντας παράλληλα το συκώτι, και όταν του έφεραν τη σαλάτα και τα κουλουράκια, σηκώθηκε όρθιος και εξέφρασε την επιθυμία να του φέρουν μια πίπα και λίγο καπνό.
Του αγόρασαν, λοιπόν, ό,τι ήθελε για να μπορέσει άνετα να καπνίσει. Ο ίδιος ο φρουρός τού άναψε τη φωτιά και του επέσεισε την προσοχή στην πίστη που έπρεπε να έχει στην απεριόριστη χάρη του Θεού. Αν εδώ στη Γη όλα είχαν ήδη χαθεί, τίποτα δεν είχε ακόμα χαθεί στον Ουρανό.
Ο κατάδικος Πάταλ παρακάλεσε για μια μερίδα ζαμπόν ακόμη και ένα λίτρο κρασί.
«Θα πάρετε όλα όσα επιθυμείτε» του είπε ο φρουρός, «άνθρωποι του είδους σας θα πρέπει να εξυπηρετούνται».
«Φέρτε μου επίσης δύο λουκάνικα και λίγη κρέμα. Ακόμα, θα ήθελα ένα λίτρο μαύρο κρασί».
«Όλα θα σας τα φέρουμε, πηγαίνω αμέσως να σας εξυπηρετήσω» είπε ευγενικά ο φρουρός. «Γιατί, άλλωστε, να μη σας ευχαριστήσουμε; Η ζωή είναι τόσο μικρή και ο άνθρωπος θα πρέπει να απολαμβάνει όλα όσα μπορεί και προλαβαίνει». 
Όταν έφερε τα πράγματα που του είχαν ζητηθεί, ο φρουρός συνέχισε να φιλοσοφεί μαζί με τον Πάταλ, ο οποίος του ανακοίνωσε ότι ήταν πλέον απολύτως ικανοποιημένος.
«Ω, Θε μου» φώναξε ο Πάταλ, όταν τα είχε πια όλα καταβροχθίσει, «έχω ακόμα τρομερή όρεξη για ένα συκωτάκι από το Ντέμπρετσεν, λαδερές σαρδέλες, τυρί γκοργκοντζόλα και άλλα καλούδια».

«Θα έχετε ό,τι επιθυμείτε» αποκρίθηκε ο φρουρός «και, μα την ψυχή μου, είμαι πολύ χαρούμενος που όλα σας αρέσουν τόσο πολύ. Ελπίζω, βέβαια, μέχρι αύριο το πρωί να μην κάνετε καμιά ανοησία και μου κρεμαστείτε μόνος σας. Βλέπω, όμως, ότι είστε τίμιος άνθρωπος. Άλλωστε, τι θα κερδίζατε με κάτι τέτοιο, κύριε Πάταλ, τι νόημα θα είχε αν αυτό δεν πραγματοποιηθεί φυσιολογικά, από μόνο του και μέσω της επίσημης οδού; Σαν τίμιος άνθρωπος, είμαι, μα την ψυχή μου, σίγουρος πως ούτε κατά διάνοια δεν θα κάνατε τέτοιο κακό στον εαυτό σας. Αλήθεια, δεν θα θέλατε ακόμη ένα ποτηράκι μπίρα; Ή μήπως καλύτερα δύο; Η μπύρα σήμερα είναι εξαιρετική. Πίνεται άριστα με το τυρί γκοργκοντζόλα. Θα σας φέρω, λοιπόν, δύο ποτηράκια, αγαπητέ φίλε, για να πιείτε κρασί και με τις σαρδέλες και με το συκωτάκι. Αυτά ταιριάζουν μαζί καλύτερα».
Σύντομα, το κελί γέμισε από τη μυρωδιά όλων εκείνων των πραγμάτων και, ανάμεσα σε αυτό το μίγμα, καθόταν ευχαριστημένος ο Πάταλ, τρώγοντας ανυπόμονα το τυρί, τις σαρδέλες, πίνοντας κρασί, μπίρα ή οτιδήποτε έπιανε στα χέρια του.
Είχε βυθιστεί σε μια ευχάριστη σκέψη, πως τάχα βρισκόταν σε μια βεράντα εστιατορίου, μέσα σε ένα δάσος με κλαδιά και φύλλα που λαμπύριζαν στο φως του ήλιου, και περνούσε ελεύθερος μια βραδιά μέσα σε όλη αυτή τη χλιδή. Και στη θέση του χοντρού φρουρού, που στην πραγματικότητα στεκόταν απέναντί του, βρισκόταν στη φαντασία του ο ξενοδόχος, ο οποίος του μιλούσε συνεχώς, εξαναγκάζοντάς τον για ποτό, όπως και ο πρώτος.
«Πείτε μου ανέκδοτα» παρακάλεσε ο Πάταλ τον δεσμοφύλακα και εκείνος με θέρμη του διηγήθηκε κάποια από τα τελευταία ανέκδοτα με περιεχόμενο από το περιβάλλον της Πράγας, όπως είπε ο ίδιος.
Ο Πάταλ εξεδήλωσε την επιθυμία του για μερικά φρούτα, γλυκά ή μαλακά κουλουράκια και ένα φλιτζάνι μαύρο καφέ. Η επιθυμία του εκπληρώθηκε. 
Όταν τελείωσε, ήρθε ο πνευματικός της φυλακής να τον εξομολογήσει. Ήταν ευχάριστος άνθρωπος, καθόλου απόμακρος, φιλικός, όπως άλλωστε όλοι εκείνοι γύρω του που τον φρόντιζαν τόσο πολύ, τον είχαν καταδικάσει σε θάνατο και την επομένη θα τον κρεμούσαν. Είχαν όλοι τους χαρωπά πρόσωπα και κοινωνικά ήταν πολύ ευχάριστοι.
«Ο Θεός να σας ευλογεί, τέκνον μου» είπε ο ιερωμένος, χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο. «Αύριο, νωρίς το πρωί, τα βάσανά σας θα τελειώσουν. Μην απογοητεύεστε. Εξομολογηθείτε και κοιτάξτε τον κόσμο με αισιοδοξία, με πίστη στον Θεό, διότι ο Θεός χαίρεται με τον αμαρτωλό που μετανοεί. Υπήρξαν άνθρωποι που δεν εξομολογήθηκαν, που όλη τη νύχτα βάδιζαν από τη μια πλευρά του κελιού στην άλλη ουρλιάζοντας. Ξέρω ότι δεν είναι ευχάριστο συναίσθημα, ότι μπορεί και να σου στρίψει, αλλά αυτός που εξομολογείται, ακόμη και εδώ στο κελί, αυτή την τελευταία νύχτα, παίρνει τον ύπνο του δικαίου. Και βυθίζεται στη χαρά. Σας διαβεβαιώ, τέκνον μου, και σεις θα αισθανθείτε έτσι αν καθαρίσετε την ψυχή σας από την αμαρτία».
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Πάταλ χλώμιασε. Κάτι του γύρισε το στομάχι, ένιωσε πολύ άσχημα και άρχισε να κάνει εμετό. Το πρόβλημα δεν τελείωσε εκεί όμως, διότι άρχισε αμέσως να έχει τρομερούς στομαχικούς σπασμούς και στο μέτωπό του να τρέχει κρύος ιδρώτας.
Ο πνευματικός της φυλακής τρόμαξε. Νέοι σπασμοί, συνοδευμένοι από ρίγη, έκαναν συνεχώς την εμφάνισή τους. Ο Πάταλ, από τους αβάσταχτους πόνους, τυλίχθηκε σε μια γωνιά σαν κουβάρι.
Γρήγορα ήρθαν οι φρουροί και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο της φυλακής. Οι ιατροδικαστές στριφογύριζαν αμήχανοι τα κεφάλια τους. Μέχρι το βράδυ, είχε κάνει πολύ υψηλό πυρετό με ρίγη και στις δώδεκα τα μεσάνυχτα οι γιατροί ανακοίνωσαν ότι η κατάστασή του ήταν πλέον πολύ κρίσιμη, ενώ ομόφωνα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για δηλητηρίαση.
Τους βαριά αρρώστους που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο δια απαγχονισμού δεν τους κρεμάνε, γι’ αυτό και εκείνη τη νύχτα δεν στήθηκε κρεμάλα.
Αντί γι’ αυτό, έκαναν στον Πάταλ πλύση στομάχου και, μετά την ανάλυση των υπολειμμάτων φαγητού που πήραν από το στομάχι του, εξακριβώθηκε η ύπαρξη πτωματικού δηλητηρίου σε μερικά τμήματα των λουκάνικων, που τώρα πια βρίσκονταν όλα μαζί σε ένα πιάτο, ανάμεσα στα άλλα μη δηλητηριασμένα μέρη που είχαν αντληθεί από το στομάχι του.
Αμέσως διατάχθηκε και έγινε επιθεώρηση στον χασάπη από τον οποίο είχε γίνει η προμήθεια των λουκάνικων και βρέθηκε ότι ο τελευταίος δεν τηρούσε τους υγειονομικούς κανόνες, διότι δεν έβαζε τα λουκάνικα στον πάγο. Το θέμα παραπέμφθηκε στην προϊστάμενη αρμόδια αρχή, η οποία τιμώρησε δεόντως τον χασάπη για το αδίκημα της θέσης προσώπου σε μεγάλο σωματικό κίνδυνο.
Ανάμενα στους γιατρούς οι οποίοι εξέτασαν τον Πάταλ βρέθηκε ένας νέος και καλός γιατρός, ο οποίος, από δικό του ενδιαφέρον, μελέτησε όλο το ιστορικό της ασθένειας του Πάταλ και προσπάθησε με πάθος να τον κρατήσει στη ζωή, αφού η περίπτωση ήταν βαριά.
Ολημερίς και ολονυχτίς περιέθαλπε με ιδιαίτερο ζήλο τον ασθενή, κι έτσι, μετά από δεκατέσσερις ημέρες, ήταν σε θέση να του ανακοινώσει με ένα φιλικό χτυπηματάκι στην πλάτη: «Σωθήκατε!».
Την άλλη μέρα, ο Πάταλ απαγχονίστηκε κανονικά, διότι η σωματική του κατασκευή άντεχε ήδη τη θηλιά.
Ο χασάπης, ο οποίος με τα χαλασμένα λουκάνικα παρέτεινε τη ζωή του Πάταλ για δεκατέσσερις ολόκληρες ημέρες, καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών εβδομάδων σε φυλακή βαρυποινιτών, για το αδίκημα της θέσης προσώπου σε μεγάλο σωματικό κίνδυνο.
Ο γιατρός που έσωσε τη ζωή του Πάταλ έλαβε έπαινο από το δικαστικό σώμα.

Γιάροσλαβ ΧάσεκKarikatury, 213, 5/1/1910 

Μετάφραση από τα τσεχικά: Μάριος Δαρβίρας. Περιλαμβάνεται στη συλλογή δοκιμίων:

Friday 17 April 2020

Λουίς Σεπούλβεδα (1949-2020)

Αυτοί που μυθιστορηματικά μεγάλωσαν και ανδρώθηκαν, κάπως μυθιστορηματικά πεθαίνουν: όχι όμως σε κάποια απέραντη θάλασσα ή καβάλα σε ένα άλογο, όπως οι γκάουτσο, αλλά σε ένα κρεβάτι νικημένοι από μια ασθένεια που γράφει αντίστοιχα ιστορία, όπως τον κορωνοιό. Ίσως να μην μπορούσε να συμβεί αλλιώς καθώς η μοίρα δεν ήθελε τον Χιλιανό Λουίς Σεπούλβεδα να πέφτει νεκρός από χέρι ή από όπλο 1/6 ανθρώπου αλλά από έναν αόρατο εχθρό με παράξενο όνομα. «Δεν με νίκησε ο Πινοσέτ, θα με νικήσει ο ιός;» έλεγε ο ίδιος με το γνωστό ελεύθερο σθένος που τού έμαθε να μην τα βάζει ποτέ κάτω αλλά αυτή τη φορά γελάστηκε.
Στην Ελλάδα οι αναγνώστες τον αγάπησαν γιατί ήταν ένα μείγμα ιδανικού αφηγητή, αψίκορου Ζορμπά- τον οποίο, εξάλλου λάτρευε- και ελεύθερου στοχαστή, από αυτούς που πρόλαβαν να βιώσουν όλα τα μεγάλα γεγονότα από πρώτο χέρι: στα δεκαέξι του πεπεισμένος ότι μπορεί να γίνει δεύτερος Τσε σκέφτηκε προς στιγμήν να ταχθεί στο πλευρό της Επανάστασης αλλά τελικά μπάρκαρε σε φαλαινοθηρικό νομίζοντας πως ο δικός του Μόμπι Ντικ είναι το εσωτερικό, ιερό τέρας που τον κάνει να μην σταματάει ποτέ. 
Είναι προφανές ότι φανταζόταν τον εαυτό του καπετάνιο σε ένα φανταστικό Πίκουοντ ή σε μια εγγλεζική πειρατική γαλέρα, μια μεσημβρινή εκδοχή του «Ιπτάμενου Ολλανδού» σαν αυτή που ισχυρίζεται να πιλοτάρει ο Γέρο-Εσναόλα στο Patagonia Express (εκδόσεις Opera). Ίσως να θυμόταν τις ιστορίες που του αφηγούταν ο αναρχικός παππούς του ο οποίος λάτρευε ταυτόχρονα τον Στίβενσον και τον Ιούλιο Βερν, τον Σαλιγκάρι και την ωραία μουσική.
Ο παππούς, τού έμαθε επίσης να αγαπάει τους ανθρώπους και να μπορεί να έχει υπομονή αρκεί αυτό που προσδοκά να αξίζει πραγματικά τον κόπο: «Δυο άκρες έχει κάθε δρόμος και στην καθεμία έχουν κάποιον να με περιμένει» είναι το γνωμικό που αναφέρεται κατά κόρον στο αυτοβιογραφικό, όπως τα περισσότερα βιβλία του Λουίς Σεπούλβεδα, Patagonia Express -εκεί όπου πρωταγωνιστούν οι αναμνήσεις από τη φυλακή αλλά και την απέραντη έκταση της Παταγονίας, μια διαρκής αντίστιξη που έκρυβε συγκινήσεις απόλυτες και πάντα σε υπερθετικό βαθμό. Στην Ελλάδα οι αναγνώστες τον αγάπησαν γιατί ήταν ένα μείγμα ιδανικού αφηγητή, αψίκορου Ζορμπά- τον οποίο, εξάλλου λάτρευε- και ελεύθερου στοχαστή, από αυτούς που πρόλαβαν να βιώσουν όλα τα μεγάλα γεγονότα από πρώτο χέρι.