Η επιστήμη αυτοκτονεί όποτε υιοθετεί ένα δόγμα.

Thomas Huxley, 1825-1895, Βρετανός βιολόγος.

Το ανθρώπινο πόδι… ένα θαύμα της Μηχανικής.

Λεονάρντο Ντα Βίντσι, 1452-1519, Ιταλός σοφός.

Ο σκοπός της τέχνης είναι να δώσει στη ζωή σχήμα.

Γουίλιαμ Σαίξπηρ, 1564-1616, Άγγλος δραματουργός.

Pages

Friday 30 November 2018

Βέρνερ Ίλμερ- Ο γερμανός αντιφασίστας κομμουνιστής της Αμαλιάδας

Γερμανοί αντιφασίστες στον ΕΛΑΣ
Από τα τάγματα 999 στο πλευρό της Αντίστασης


Η Βέρμαχτ είχε διακριθεί για τις θηριωδίες της κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα. Ωστόσο, μια αποσιωπημένη πλευρά της ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη χώρα μας είναι οι Γερμανοί αντιφασίστες που έδρασαν εντός της Βέρμαχτ, συγκροτώντας αντιφασιστικούς πυρήνες, πραγματοποιώντας προπαγανδιστικές δράσεις εναντίον της χιτλερικής Γερμανίας, αυτομολώντας στον ΕΛΑΣ και διοργανώνοντας εξεγέρσεις – ενέργειες που προώθησαν σε συνεργασία με τις αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τους Βρετανούς. 

Friday 2 November 2018

Byung – Chul Han: «Λυπάμαι, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα»


Θεωρείται σταρ μεταξύ των ομοίων του και μπορεί με ελάχιστες προτάσεις να γκρεμίσει ολόκληρα θεωρητικά οικοδομήματα που υποβαστάζουν την καθημερινότητά μας. Γι΄αυτό και είναι αποδέκτης θαυμασμού, αλλά και εχθρότητας. Μια συνομιλία με τον φιλόσοφο Μπιούνγκ – Τσουλ Χαν.
΄
Ο ίδιος είχε προτείνει ως τόπο συνάντησης το καφέ Liebling. Ο συνεσταλμένος φιλόσοφος διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Τεχνών του Βερολίνου και έχει προξενήσει αίσθηση με τα βιβλία του «Η κοινωνία της κόπωσης» και «Η κοινωνία της διαφάνειας». Αποφεύγει τις συνεντεύξεις.
Έχουν περάσει κιόλας δέκα λεπτά από την κανονισμένη ώρα συνάντησης. Επρόκειτο άραγε να μας στήσει; Τότε όμως εμφανίζεται να κατηφορίζει το δρόμο με το ποδήλατο. Μπαίνει, κάθεται και παραγγέλνει μια Κόκα Κόλα.

Friday 7 September 2018

Ονειρεύομαι σε μια άλλη γλώσσα

Ο Martín (Fernando Álvarez Rebeil), είναι ένας νεαρός  γλωσσολόγος, που ταξιδεύει από το Μεξικό σε ένα μικρό χωριό στην καρδιά των ζούγκλας του Μεξικού για να ερευνήσει μια ιθαγενή γλώσσα που ονομάζεται Zikril, σε μια προσπάθεια του να διασώσει νεκρές γλώσσες στις παρυφές του πολιτισμού . Τα μόνα δύο άτομα που βρίσκονται εν ζωή και  μπορούν να μιλήσουν με την υπό εξαφάνιση γλώσσα είναι ο Isauro (José Manuel Poncelis) και ο Evaristo (Eligio Meléndez) και αυτός χρειάζεται μόνο μερικές συζητήσεις μεταξύ τους για να αποκρυπτογραφήσει τη γλώσσα.    Ωστόσο, ο Isauro ούτε ο Evaristo έχουν να συνομιλήσουν εδώ και 50 χρόνια εξαιτίας μιας διαμάχης για μια γυναίκα, την María (Nicolasa Ortíz Monasterio),  την οποία ερωτεύτηκαν και οι δύο. Ο Martín είναι αναγκασμένος να  φέρει κοντά αυτό το ζευγάρι των πρώην φίλων, όπου το ένα μέρος αισθάνεται έντονη δυσαρέσκεια και το άλλο απέραντη θλίψη.  Ωστόσο σε αυτή του την προσπάθεια ανακαλύπτει, ότι υπάρχουν περισσότερα για το παρελθόν τους από αυτά που  συναντά το μάτι. Ποιοι είναι οι πραγματικοί λόγοι που οδήγησαν μία μεγάλη φιλία στην απόλυτη αποξένωση;
Πολύ σημαντικά και συγκλονιστικά μυστικά της κουλτούρας που φεύγει με τους δύο τελευταίους ανθρώπους που μιλούν την γλώσσα τη και μαζί με αυτά και μια συνταρακτική ανθρώπινη ιστορία συνυφασμένη με αυτό το ψυχομαχητό.
Το χωριό της ταινίας, βγαλμένο από μια άλλη εποχή, με χρώματα και ήχους σχεδόν υπερβατικά,  γίνεται ο τόπος, το ανυπέρβλητο φόντο πάνω στο οποίο χορεύουν πιασμένα σε ένα τρομερό σφιχταγγάλιασμα με χαρακτήρα πεπρωμένου,  μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα: τι είναι μια γλώσσα και τι πραγματικά χάνει η ανθρωπότητα χάνοντας ένα πολιτισμό, τη γλώσσα του, τους ανθρώπους τους, τα πιστεύω τους, τις ζωές τους, τις χαρές και τις ελπίδες τους;
Τι μπορεί να σημαίνει φιλία αγάπη και έρωτας σε έναν κόσμο σε έναν κόσμο που βασιλεύει η ασημαντότητα και πόσο μακρυά μπορεί να φτάσει η προσπάθεια και ο αγώνας για να παραμείνουν ανέγγιχτα και θεμελιώδη;
Είναι ποτέ δυνατόν να αναμετρηθούν οι άνθρωποι με τη ζωή και τον θάνατο χωρίς τη λυτρωτική δύναμη του μύθου και μακρυά ό ένας από τον άλλο;  
Μια ταινία συναρπαστική, γεμάτη ποίηση με έναν ιδιαίτερο ρυθμό, ενδόμυχο, με ζώνες στα βαθιά και ανεβάσματα στην επιφάνεια για κάποιες ανάσες, με σύμβολα, με τόλμη, με φαντασία, με μία φύση πολλές μουσκεμένη, όμως απίστευτα ζωντανή, πλημμυρισμένη με ήχους μυριάδων πουλιών αγγελιοφόρων της «Μητέρας Πουλί».
Και στην κατακλείδα ένας συγκλονιστικός γρίφος και ένα μεγάλο μήνυμα.

Ο τίτλος «Ονειρεύομαι σε άλλη γλώσσα» αποκτά μια εντελώς νέα έννοια μετά από αυτή την ταινία. Μια μεγάλη ταινία για τη δυσαρέσκεια, την αγάπη και το πέρασμα του χρόνου, αλλά και με την ανοχή και την αποδοχή του εαυτού μας στις δυνάμεις και τις αδυναμίες τους. Μια ταινία που αντικατοπτρίζει το πώς οι προκαταλήψεις καταστρέφουν τα πάντα: την αγάπη, τη φιλία και τον χρόνο.


Thursday 9 August 2018

AMA-"Γυναίκες της Θάλασσας"


Μέσα στην πιο βαθιά πισίνα καταδύσεων του κόσμου η Γαλλίδα Julie Gautier θα σκηνοθετήσει και θα εκτελέσει έναν μαγευτικό και αιθέριο υδάτινο χορό για αρκετά λεπτά πριν αναδυθεί στην επιφάνεια για να πάρει ανάσα. Η ταινία-βίντεο τιτλοφορείται Ama, που είναι ο όρος για τις γυναίκες που ασκούν την παλιά παράδοση της ελεύθερης κατάδυσης στην Ιαπωνία («γυναίκα της θάλασσας»). Οι γυναίκες της Αμα-Σαν της Ιαπωνίας υποστηρίζουν μια παράδοση ελεύθερης κατάδυσης 2.000 ετών. Ο  όρος Άμα σημαίνει  «γυναίκα στη θάλασσα» και η σχέση που έχουν αυτές οι γυναίκες με τον ωκεανό είναι μια σχέση απόλυτης προσοχής και σεβασμού, δυσεύρετα στοιχεία της εποχής μας. Αυτό που καθιστά τις Ama μοναδικές είναι ότι απέρριψαν την τεχνολογία που θα έκανε πολύ πιο εύκολη την επαγγελματική τους ζωή, επειδή ήθελαν να προστατεύσουν το άβατο που καταδύουν και να αποτρέψουν την υπεραλίευση. Η απαγόρευση παραμένει μέχρι σήμερα.
Η ταινία ακολουθεί τις χαριτωμένες υποβρύχιες κινήσεις της καλλιτέχνιδος,  και δημιουργεί την εντύπωση ότι ο χορός πραγματοποιείται με μία μόνο ανάσα. Το βίντεο γυρίστηκε στη βαθύτερη πισίνα καταδύσεων στον κόσμο, στην Πάδοβα της Ιταλίας.  Η ταινία μικρού μήκους πραγματοποιήθηκε σε περισσότερες από 40 δημόσιες προβολές σε όλο τον κόσμο την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας (8 Μαρτίου 2018 ) και είναι αφιερωμένη σε όλες τις γυναίκες του κόσμου. Η καλλιτέχνης εξηγεί: «Η ιστορία που διηγούμαι μέσα από αυτό τον χορό μπορεί να ερμηνευθεί από τον καθένα με τον δικό του τρόπο, με βάση τη δική του εμπειρία. Δεν ήθελα να επιβάλω κάτι, μόνο να προτείνω. Ήθελα να μοιραστώ τον πόνο μου σε αυτή τη ζωή με αυτή την ταινία και το έκανα καλύπτοντάς τον με χάρη. Για να μη φανεί πολύ βαρύ, βυθίστηκα στο νερό. Την αφιερώνω σε όλες τις γυναίκες του κόσμου».. H Γαλλίδα Julie Gautier είναι μια απίθανη χορεύτρια, ελεύθερη δύτρια και υποβρύχια σκηνοθέτιδα. «Για μένα, αυτή η ταινία είναι ένας τρόπος να πούμε: δεν είστε μόνοι» είχε αναφέρει κάποια στιγμή με αφορμή την εν λόγω δουλειά της.

Οι γυναίκες ΑΜΑ βυθίζονται σε βάθη μέχρι και 80 πόδια κρατώντας την αναπνοή τους για δύο λεπτά τη φορά χωρίς τη βοήθεια δεξαμενών οξυγόνου ή συσκευών αναπνοής. Συγκομίζουν τα φύκια, τα στρείδια και την αφθονία της παράκτιας Ιαπωνίας στο Νομό Mie, 185 μίλια νοτιοδυτικά του Τόκιο. Μπορεί να βρεί κάποιος αναφορές στις Ama στη συλλογή Ιαπωνικής Ποίησης  του 8ου αιώνα Man’yoshu ς και στο βιβλίο για τα προσκέφαλα Sonagnon του 10ου αιώνα. Ετσι λοιπόν δεν είναι καθόλου αδικαιολόγητο ότι ΑΜΑ συνεχίζουν να εξάπτουν  τη φαντασία πολλών φωτογράφων και κινηματογραφιστών μέχρι σήμερα. 

Tuesday 3 July 2018

Με αφορμή τη γέννηση του Franz Kafka (3 Ιουλίου 1883)




"Γυρεύω πάντα να μεταδόσω το αμετάδοτο, να εξηγήσω το ανεξήγητο. Αυτή η επιδίωξη ανοίγει ένα δρόμο που βγάζει από το ανθρώπινο. Όλη η λογοτεχνία είναι μια έφοδος ενάντια στα όρια".


Μαγεμένος αλλά και ταυτόχρονα παθιασμένος από την Πράγα, αναζητώντας μια Γη της Επαγγελίας και εξόριστος στο Βερολίνο, δειλός αρραβωνιαστικός και αμετανόητος γόης, ολοκληρωμένος αθλητής, υποχόνδριος και χορτοφάγος, άθρησκος εβραίος, σοσιαλιστής και παθιασμένος με την κουλτούρα Γίντις (Yidish), πιστός σε στέρεες φιλίες και μοναχικός, ερωτευμένος με τη ζωή και στοιχειωμένος από τον θάνατο ο Φρανς Κάφκα (1883-1924) αποτέλεσε ένα μυστήριο για τον εαυτό του και τους άλλους.

O Φρανς Κάφκα (Franz Kafka, 3 Ιουλίου 1883 – 3 Ιουνίου 1924), ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες του 20ού αιώνα. Γερμανόφωνος και εβραϊκής καταγωγής, έζησε στη σημερινή Τσεχία και έγραψε όλα τα βιβλία του στη γερμανική γλώσσα. Τα χρόνια που ακολούθησαν το θάνατό του, εδραιώθηκε η θέση του στην παγκόσμια λογοτεχνία, χαρακτηρίστηκε ως ο σπουδαιότερος μοντερνιστής γερμανόφωνος πεζογράφος και το έργο του έχει αναλυθεί εκτενώς. Ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα του περιλαμβάνονται η νουβέλα Η Μεταμόρφωση (1915) και τα μυθιστορήματα Η Δίκη (1925), Ο Πύργος (1926) και Αμερική (1927).


Ο Κάφκα γεννήθηκε το 1883 στην Πράγα, που τότε αποτελούσε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και πρωτεύουσα της Βοημίας. Οι πρόγονοί του, υπήρξαν Εβραίοι της υπαίθρου (Dorfjuden), από την αγροτική ενδοχώρα της Βοημίας. Ο παππούς του, Γιάκομπ Κάφκα (1814-1889), ήταν κρεοπώλης και ο πατέρας του, Χέρμαν Κάφκα (1852-1931), τέταρτο παιδί του Γιάκομπ, εξελίχθηκε σε έναν αυτοδημιούργητο, εύπορο έμπορο υφασμάτων. Το οικογενειακό όνομα Κάφκα θα πρέπει να επιλέχθηκε από τους μακρινούς προγόνους τους, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν αναγκάστηκαν από τη νομοθεσία να εγκαταλείψουν τα εβραϊκά πατρώνυμά τους. Στα τσέχικα, το όνομα Κάφκα (kavka) σημαίνει την κάργια, που αποτέλεσε και το έμβλημα που χρησιμοποιούσε ο Χέρμαν Κάφκα στις επαγγελματικές του επιστολές. Ο ίδιος ο Φραντς Κάφκα, συνέταξε σε ηλικία τριάντα έξι ετών, μία επιστολή προς τον πατέρα του, όπου τον περιγράφει ως «ένα πραγματικό Κάφκα σε δυναμικότητα, υγεία, όρεξη, ένταση της φωνής, ομιλητικότητα, αυτοϊκανοποίηση, υπεροχή έναντι του κόσμου, επιμονή, ευστροφία, ανθρωπογνωσία, σε μια κάποια συγκεκριμένη γενναιοδωρία, με όλα επίσης φυσικά τα συνοδευτικά τούτων των προτερημάτων σφάλματα και αδυναμίες». Στην ίδια επιστολή, αναφέρεται επίσης στην αδιαφορία του πατέρα του και την ευθύνη του για την διαμόρφωση του χαρακτήρα.



Η μητέρα του, Γιούλιε Λαίβυ (Julie Löwy), προερχόταν από αστική οικογένεια, η οποία σύμφωνα με τον στενό φίλο και πρώτο βιογράφο του Κάφκα, Μαξ Μπροντ, χαρακτηριζόταν από «ονειροπόλα διάθεση και ροπή στην εκκεντρικότητα», στοιχεία που έρχονταν σε αντίθεση με την τραχύτητα και την αυστηρότητα του πατέρα του. Είχε επίσης τρεις αδελφές, Γκαμπριέλε, Βαλερί και Όττλα, οι οποίες δολοφονήθηκαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, καθώς και δύο νεότερους αδελφούς, Γκέοργκ και Χάινριχ, οι οποίοι όμως πέθαναν σε ηλικία δεκαπέντε και έξι μηνών αντίστοιχα. Οι σχέσεις του Κάφκα με το οικογενειακό του περιβάλλον δεν υπήρξαν απόλυτα αρμονικές, εν μέρει λόγω και της ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας του ίδιου: «Εγώ δεν μπορώ να ζω με ανθρώπους. Μισώ απεριόριστα όλους τους συγγενείς μου, όχι επειδή είναι συγγενείς μου, [..] αλλά απλώς επειδή είναι οι άνθρωποι που ζουν πλάι μου»

Μητρική γλώσσα του Κάφκα ήταν τα Γερμανικά, επίσημη γλώσσα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, τα οποία μιλούσαν και οι δύο γονείς του. Διέθετε παράλληλα ευχέρεια και στην τσεχική γλώσσα, αλλά προτιμούσε να γράφει στα Γερμανικά λόγω του ενδιαφέροντος που έδειχνε στη γερμανική κουλτούρα. Από το 1889 έως το 1893, φοίτησε στο γερμανικό δημοτικό σχολείο αρρένων (Deutsche Knabenschule), όπου υπήρξε επιμελής και υποδειγματικός μαθητής. Αργότερα, συνέχισε τις γυμνασιακές του σπουδές, στο Γερμανικό Γυμνάσιο (Altstädter Deutsches Gymnasium), το οποίο είχε παράδοση στην εκπαίδευση μελλοντικών κρατικών λειτουργών ή δικηγόρων και όπου ο Κάφκα διακρίθηκε και πάλι για την επιμέλειά του, πραγματοποιώντας παράλληλα λιγοστές φιλίες, όπως με τον φιλόσοφο Ούγκο Μπέργκμαν και τον ιστορικό της τέχνης Όσκαρ Πόλλακ. Τα προσωπικά ενδιαφέροντά του, ήταν κυρίως λογοτεχνικά, ενώ αντιμετώπιζε σημαντικές δυσκολίες στα μαθηματικά. Μετά το τρίτο έτος του γυμνασίου, το πρόγραμμα σπουδών του, ήταν αφιερωμένο στα αρχαία ελληνικά και στα λατινικά, αλλά παράλληλα, ήρθε σε επαφή και με το έργο Γερμανών κλασικών της λογοτεχνίας, όπως του Γκαίτε. 

Το Νοέμβριο του 1901, ξεκίνησε τις σπουδές του στο γερμανικό Πανεπιστήμιο του Καρόλου της Πράγας, ένα από τα αρχαιότερα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Αρχικά παρακολούθησε τις διαλέξεις στο Ινστιτούτο Χημείας, μαζί με τον Ούγκο Μπέργκμαν, ωστόσο μέσα σε διάστημα δύο εβδομάδων, συνειδητοποίησε πως δεν είχε τις ικανότητες για να ακολουθήσει τον κλάδο της χημείας και μετεγγράφηκε στη Νομική. Παράλληλα, παρακολουθούσε τις παραδόσεις γερμανικής λογοτεχνίας ενώ προσχώρησε και στην Αίθουσα Αναγνώσεων και Ομιλιών Γερμανών Φοιτητών (Lese und Redehalle der Deutschen Studenten), μία λέσχη φοιτητών που διοργάνωνε λογοτεχνικές εκδηλώσεις, αναγνώσεις και άλλες δραστηριότητες. Στο τέλος του πρώτου έτους σπουδών του, γνώρισε τον Μαξ Μπροντ, φοιτητή στο πανεπιστήμιο, ο οποίος έμελλε να γίνει ένας από τους στενότερους φίλους του Κάφκα μέχρι το τέλος της ζωής του. Την ίδια περίπου περίοδο, άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, εγκαταλείποντας την Πράγα, σκέψη που ωστόσο δεν υλοποίησε. Στο χρονικό διάστημα 1902-1904, τοποθετείται και το πρώτο πεζογράφημα του Κάφκα, το οποίο έχει διασωθεί, η Περιγραφή ενός Αγώνα. Τον Ιούλιο του 1904 διέμεινε στο σανατόριο που διηύθυνε ο Δρ. Σβάινμπουργκ, στην πόλη Τσουκμάντελ (Zuckmantel). Η υγεία του Κάφκα υπήρξε από τα παιδικά του χρόνια εύθραυστη και σε ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής του πραγματοποιούσε κατά διαστήματα θεραπείες σε σανατόρια. 

Αμέσως μετά την επιστροφή του στην Πράγα, διαγωνίστηκε σε τρεις τελικές προφορικές εξετάσεις, στη Νομική, με αντικείμενα το αυστριακό αστικό και ποινικό δίκαιο, το συνταγματικό, το ρωμαϊκό, το γερμανικό, το κανονικό καθώς και το διεθνές Δίκαιο. Κατάφερε να επιτύχει στις εξετάσεις, με την επίδοσή του να κρίνεται επαρκής από τους τρεις εκ των πέντε εξεταστών του, γεγονός που του επέτρεψε να αναγορευτεί διδάκτωρ της Νομικής. Τον Αύγουστο του 1906, επισκέφτηκε για δεύτερη φορά το σανατόριο και στη συνέχεια εργάστηκε ως ασκούμενος δικηγόρος στην Πράγα, για ένα χρόνο.






Την 1η Οκτωβρίου του 1907, ο Κάφκα ξεκίνησε να εργάζεται στην ιταλική ασφαλιστική εταιρεία Assicurazioni Generali. Η αλληλογραφία του, την επoχή εκείνη, μαρτυρά πως δεν ήταν ικανοποιημένος από το εργασιακό του περιβάλλον, καθώς το ωράριό του – από τις 8 π.μ έως τις 6 μ.μ – έκανε δύσκολη την αφοσίωσή του στο συγγραφικό έργο, περιορίζοντας παράλληλα την προσωπική του ζωή. Σύντομα ξεκίνησε προσπάθειες εύρεσης άλλης εργασίας και στις 15 Ιουλίου του 1908 εγκατέλειψε την εταιρεία, ενώ δύο εβδομάδες αργότερα προσελήφθη στην ημικρατική ασφαλιστική Arbeiter Unfall Versicherungs Anstalt (Ασφαλιστική Εταιρεία Εργατικών Ατυχημάτων), όπου θα παρέμενε μέχρι το 1922. Η εργασία του αφορούσε την πρόληψη βιομηχανικών ατυχημάτων και μεταξύ άλλων συνέτασσε έγγραφα σχετικά με την πολιτική της εταιρείας ή τη δημόσια εκπροσώπησή της, επιθεωρούσε εργοστάσια και αντιπροσώπευε την εταιρεία σε δικαστήρια. Αν και ο ίδιος ο Κάφκα ισχυριζόταν συχνά πως δεν ήταν καλός στη δουλειά του, οι αρκετές προαγωγές του αποδεικνύουν πως υπήρξε μάλλον ευσυνείδητος και εργατικός υπάλληλος στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του. Οι λιγότερες ώρες εργασίας – από τις 8 π.μ έως τις 2 μ.μ – του επέτρεπαν να ασχολείται περισσότερο με το λογοτεχνικό του έργο, ενώ στα τέλη του 1909 άρχισε να διατηρεί και προσωπικό ημερολόγιο, όπου κατέγραφε αποσπάσματα έργων του, αφορισμούς, σκέψεις του ή γεγονότα της ζωής του. 



Το 1911, ο γαμπρός του, Καρλ Χέρμαν, σύζυγος της αδελφής του Έλλι, πρότεινε στον Κάφκα να γίνει συνέταιρός του, στη λειτουργία ενός εργοστασίου αμιάντου, γνωστό με την επωνυμία Prager Asbestwerke Hermann & Co.. Ο Κάφκα έδειξε αρχικά θετική στάση, έχοντας πιθανόν την επιθυμία να αποδείξει στον πατέρα του πως θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις ενός τόσο σημαντικού εγχειρήματος και αφιερώνοντας πολύτιμο χρόνο σε αυτό, παράλληλα με την εργασία του στην ασφαλιστική εταιρεία. Την περίοδο αυτή, σημαντική αναψυχή στη ζωή του υπήρξε η ενασχόλησή του με το θέατρο. Η παρακολούθηση παραστάσεων ενός θιάσου από το Λέμπεργκ της Γαλικίας στα Γίντις (Jargontheater) στάθηκε η αφορμή για την ευαισθητοποίηση του Κάφκα γύρω από την εβραϊκή του καταγωγή και τον ιουδαϊσμό. 



Στις 14 Αυγούστου του 1912, καλεσμένος στο σπίτι του Μαξ Μπροντ, ο Κάφκα γνώρισε τη Φελίτσε Μπάουερ (Felice Bauer), η οποία εκείνη την εποχή εργαζόταν ως ιδιωτική υπάλληλος στο Βερολίνο. Σύμφωνα με τον Μπροντ, η Μπάουερ αποτελούσε μία ιδανική μορφή [Idealgestalt] για εκείνον, γεγονός που αναδεικνύεται και μέσα από την ογκώδη αλληλογραφία του μαζί της. Μετά από επτά μήνες επικοινωνίας μέσω επιστολών, ο Κάφκα συνάντησε για δεύτερη φορά την Μπάουερ στο Βερολίνο, ενώ στις 16 Ιουνίου του 1913, μέ ένα μακροσκελές γράμμα, της έκανε πρόταση γάμου, αν και η μέχρι τότε αλληλογραφία τους φανερώνει την μεγάλη διστακτικότητά του για ένα μελλοντικό γάμο. Ο Κάφκα ανακοίνωσε τον ανεπίσημο αρραβώνα του με τη Φελίτσε στη μητέρα του, στις 3 Ιουλίου, την ημέρα των τριακοστών γενεθλίων του. Το επόμενο διάστημα, η σχέση τους χαρακτηρίστηκε από διακυμάνσεις και αμοιβαία δυσπιστία απέναντι στο ενδεχόμενο του γάμου τους. Στις αρχές του 1914, η δυσπιστία αυτή υπήρξε εντονότερη από την πλευρά της Μπάουερ. Τελικά, τον Απρίλιο του 1914 έγινε η επίσημη αναγγελία των αρραβώνων τους, που ορίστηκαν για την 1η Ιουνίου, στο Βερολίνο.
Νωρίτερα, ο Κάφκα είχε αρχίσει να αλληλογραφεί με τη φίλη της Φελίτσε, Γκρέτε Μπλοκ, στην οποία εκμυστηρευόταν αρκετές από τις σκέψεις του γύρω από τη σχέση του με τη Φελίτσε και τον επικείμενο γάμο. Η αλληλογραφία αυτή, αποτέλεσε λίγο αργότερα την αιτία μίας σύγκρουσής του με τη Φελίτσε και της προσωρινής διάλυσης του αρραβώνα τους. Η περίοδος που ακολούθησε, υπήρξε αρκετά παραγωγική για τον Κάφκα. Το καλοκαίρι του 1914, σημείωσε σημαντική πρόοδο στη συγγραφή της Δίκης ενώ μέσα στους επόμενους μήνες ολοκλήρωσε και τα διηγήματα Σωφρονιστική Αποικία (In der Strafkolonie) και Προ του Νόμου (Vor dem Gesetz). Εκτιμάται πως οι τελευταίοι πέντε μήνες του έτους υπήρξαν η δεύτερη σημαντικότερη συγγραφική του περίοδος. Ο επόμενος χρόνος και οι αρχές του 1916, συνοδεύτηκαν από αρκετά προβλήματα στην υγεία του, με ισχυρούς πονοκεφάλους και αϋπνίες, που τον οδήγησαν και στην αίτηση παρατεταμένης άδειας από την ασφαλιστική εταιρεία για λόγους υγείας. Ειδικός νευρολόγος που επισκέφτηκε, έκανε διάγνωση για καρδιακή νεύρωση και του πρότεινε να ακολουθήσει ηλεκτροθεραπεία. Ο ίδιος ο Κάφκα μάλλον αγνόησε την ιατρική γνωμάτευση, έχοντας μία γενική αποστροφή στη συμβατική ιατρική και προτίμηση σε ολιστικές θεραπείες. 

Περίπου από τις αρχές του 1916, η σχέση του με τη Φελίτσε Μπάουερ είχε αρχίσει να αναθερμαίνεται, ενώ το χειμώνα ξεκίνησε να επεξεργάζεται μία σειρά από σημειωματάρια, τα οποία σήμερα είναι γνωστά ως Τα μπλε τετράδια. Μέρος των έργων που ολοκλήρωσε δημοσιεύτηκαν από τον Κουρτ Βολφ, ο οποίος εγκωμίασε το καινούριο λογοτεχνικό του έργο, στο σύνολό του. Τον Ιούλιο του 1917 επισημοποιήθηκε για δεύτερη φορά ο αρραβώνας του με τη Φελίτσε, ωστόσο τη νύχτα της 9ης Αυγούστου, ο Κάφκα παρουσίασε νέες επιπλοκές στην υγεία του, που οδήγησαν τελικά στην οριστική διάλυση της σχέσης τους. Τόσο ο γιατρός Δρ. Μύλστάιν, όσο και ο καθηγητής του Λαρυγγολογικού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου της Πράγας, Φρίντελ Πικ, διέγνωσαν κατάρρουν στις κορυφές των πνευμόνων του και συνέστησαν την παραμονή του στην εξοχή. Ο ίδιος ο Κάφκα ήταν – ορθώς – πεπεισμένος πως έπασχε από φυματίωση. Η απογοήτευση του Κάφκα για την κατάσταση της υγείας του – έκδηλη ήδη από τα νεανικά του χρόνια – αποτυπώνεται στα ημερολόγια του και την αλληλογραφία του με τη Φελίτσε. Έκανε προσπάθειες να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα αλλά η ασφαλιστική εταιρεία δεν το δέχτηκε. 

Την 1η Ιανουαρίου του 1920, ο Κάφκα προήχθη σε γραμματέα της ασφαλιστικής εταιρείας (επισήμως Anstaltsekretär), ωστόσο η κακή πορεία της υγείας του, τον οδήγησε στην απόφαση να πάρει μία αναρρωτική άδεια στα τέλη του επόμενου μήνα. Η άδειά του διήρκεσε περίπου δύο μήνες, διάστημα κατά το οποίο επισκέφτηκε το Μεράνο της Ιταλίας, όπου γνώρισε την Μίλενα Γέσενκα. Η αλληλογραφία του μαζί της, προσφέρεται για συγκρίσεις με εκείνη που είχε αναπτύξει με τη Φελίτσε, αν και είναι σημαντικά συντομότερη. Το γεγονός πως η Μίλενα ήταν παντρεμένη και δίσταζε να εγκαταλείψει το σύζυγό της για ένα νέο γάμο με τον Κάφκα, συντέλεσαν στη διάλυση της σχέσης τους, η οποία συντηρούνταν κυρίως μέ την αλληλογραφία.

Το Δεκέμβριο του 1920, εξασφάλισε εκ νέου τρίμηνη άδεια για λόγους υγείας, την οποία αξιοποίησε επισκεπτόμενος ένα σανατόριο στη Σλοβακία. Εκεί γνωρίστηκε και με τον Γκούσταβ Γιάνους, γιο ενός συναδέλφου του στην ασφαλιστική εταιρεία, ο οποίος είχε ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία και κατέγραψε τις συζητήσεις του με τον Κάφκα, εκδίδοντας πολύ αργότερα ένα βιβλίο με αυτές τις σημειώσεις. Κατόπιν παροτρύνσεων των γιατρών του, ο Κάφκα ζήτησε παράταση της άδειάς του, την οποία και εξασφάλισε παραμένοντας στο σανατόριο, συνολικά για οκτώ μήνες. Επέστρεψε στην Πράγα στα τέλη Αυγούστου του 1921, φιλοδοξώντας να συνεχίσει το συγγραφικό του έργο, το οποίο είχε εγκαταλείψει το προηγούμενο διάστημα. Τον Οκτώβριο, εγκρίθηκε μία νέα άδεια, τρίμηνης διάρκειας, ενώ την ίδια περίοδο είναι πιθανό πως ολοκλήρωσε το διήγημα Πρώτος πόνος, που θα δημοσιευόταν στην τελευταία του συλλογή Ένας καλλιτέχνης της Πείνας (Ein Hungerkünstler). Μέρος της άδειάς του, το πέρασε στο Σπίντελμύλε, στις αρχές του 1922, διάστημα στο οποίο τοποθετείται χρονικά και η έναρξη της συγγραφής του τελευταίου μυθιστορήματός του Ο Πύργος, έργο που τελικά εγκατέλειψε στα τέλη Αυγούστου του ίδιου έτους. 

Ο Κάφκα παρέτεινε εκ νέου την άδεια του, ωστόσο εξαιτίας της σταθερά κακής κατάστασης της υγείας του, αποφάσισε να υποβάλει τελικά αίτηση συνταξιοδότησης και να εγκατασταθεί στο σπίτι της αδελφής του Όττλα, στο χωριό Πλανά, 11 χιλιόμετρα νότια της Πράγας. Εκεί, έγραψε τους επόμενους τέσσερις μήνες, τα τελευταία κεφάλαια του ανολοκλήρωτου Πύργου. Στο μεγαλύτερο διάστημα του χειμώνα του 1922 και μέχρι την Άνοιξη του επόμενου έτους, ήταν άρρωστος και κλινήρης, χωρίς να είναι σε θέση να γράψει. Το καλοκαίρι του 1923, επισκέφτηκε το παραθαλάσσιο θέρετρο της Βαλτικής, Μύριτς (Mϋritz), όπου γνώρισε την Ντόρα Ντιάμαντ, σύντροφό του μέχρι το τέλος της ζωής του. Από το φθινόπωρο του 1923, έζησαν μαζί στο Βερολίνο, και τότε ολοκλήρωσε το διήγημα Το Κτίσμα. 

Η επιδείνωση της υγείας του, κατά την Άνοιξη του 1924, καθώς και οικονομικές δυσχέρειες, κατέστησαν αναγκαία την επιστροφή του στην Πράγα. Κατά τη διάρκεια του Πάσχα, ολοκλήρωσε το διήγημα Ζοζεφίνα η τραγουδίστρια ή Ο λαός των ποντικιών, που δημοσιεύτηκε στην Prager Presse, και εξασφάλισε έτσι ένα χρηματικό ποσό για την νοσηλεία του σε σανατόριο. Στις 10 Απριλίου, μεταφέρθηκε στην Πανεπιστημιακή Κλινική της Βιέννης και μία εβδομάδα αργότερα, σε σανατόριο του Κήρλινγκ (πόλη κοντά στη Βιέννη), όπου πέθανε στις 3 Ιουνίου. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Πράγα, όπου ενταφιάστηκε στις 11 Ιουνίου, στο Νέο Εβραϊκό Νεκροταφείο, με παρουσία περίπου εκατό ατόμων. 

Πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Κάφκα παρέστη σε αρκετές συνεδριάσεις του Κλουμπ Μλαντύτς, μιας τσεχικής αναρχικής, αντιμιλιταριστικής και αντι-κληρικής οργάνωσης. Ο Χούγκο Μπέργκμαν, ο οποίος πήγε στα ίδια δημοτικά και τα γυμνάσια με τον Κάφκα, αποβλήθηκε με τον Κάφκα κατά το τελευταίο ακαδημαϊκό έτος (1900-1901), διότι «ο Σοσιαλισμός [του Κάφκα] και ο Σιωνισμός μου ήταν πάρα πολύ έντονοι». «Ο Φραντς έγινε σοσιαλιστής, εγώ έγινα σιωνιστής το 1898. Η σύνθεση σιωνισμού και σοσιαλισμού δεν υπήρχε ακόμη». Ο Μπέργκαμ ισχυρίζεται ότι ο Κάφκα φορούσε ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο σχολείο για να δείξει την υποστήριξή του στο σοσιαλισμό. Σε μια καταχώριση ημερολογίου, ο Κάφκα ανέφερε τον επιδραστικό αναρχικό φιλόσοφο πρίγκιπα Πιοτρ Κροπότκιν: «μην ξεχνάτε τον Κροπότκιν!»

Ο παραμορφωτικός καθρέφτης μέσα από τον οποίο ο Κάφκα έβλεπε τον εαυτό του και το σύμπαν θα παραμείνει για πολλά χρόνια αόρατος στους πιο πολλούς. Απέραντες οι ερμηνείες και τα είδωλα, ελάχιστα ωστόσο τα βέβαια συμπεράσματα για τον συγγραφέα που πάντα ήξερε να κρύβεται και να ξεφεύγει. Για τους περισσότερους παραμένει μια σκιά κρυμμένη πίσω από το ρόπτρο, για τους πραγματικούς αναγνώστες όμως είναι ο τολμηρός συγγραφέας που σήκωσε το λογοτεχνικό του τσεκούρι για να συντρίψει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας. Είναι ο δηκτικός σατιρολόγος που αγάπησε ο Κούντερα και ο ευαίσθητος προφήτης που επικαλέστηκε ο Στάινερ για να περιγράψει τις μεγάλες «πηγές διανοητικής και αισθητικής ενέργειας», της εντοπισμένης στην καρδιά της Κεντρικής Ευρώπης. Μονίμως ανέστιος και ανίκανος να χωρέσει την ανεξάντλητη και οργιώδη φαντασία του στις πνευματικές μόδες της εποχής, ο Κάφκα έμεινε από νωρίς μακριά από την παρέα του περίφημου café «Continental» στην Πράγα, παρασυρμένος από πιο συμβολικά και παράφορα μονοπάτια: η εικονοπλαστική του δύναμη τον έκανε, για παράδειγμα, ό όχι μόνο να ανυψώσει τα ζώα σε σχέση με τους ανθρώπους για να απαντήσει στον ηθικό τους ξεπεσμό αλλά και να περιγράψει τις δικές του ψυχικές αντοχές μέσα από αντίστοιχες ζωικές αντιδράσεις – άλλοτε ως ένας επιβλητικός μαύρος πάνθηρας (Καλλιτέχνης της πείνας) και άλλοτε ως απεχθές ζωύφιο (Μεταμόρφωση). Προσφεύγοντας στο ζωικό βασίλειο πολύ πριν τον Τζορτζ Όργουελ ή τους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας, μας πρόσφερε μια σειρά από ονειρικά, δυστοπικά αφηγήματα, ακολουθώντας κατά γράμμα όσα ο Νίτσε υπαγόρευε στην ψυχή του: κατάφερε έτσι να συσχετίσει την κατάπτωση στις κοινωνικές σχέσεις με τη σήψη του δυτικού πολιτισμού. Αυτό είναι παραπάνω από εμφανές στη Σωφρονιστική Αποικία, όπου οι ανθρωπιστικές θεωρίες γρήγορα εξαντλούνται στον άδικο τρόπο απόδοσης και εκτέλεσης των ποινών. (Φραντς Κάφκα, Έρευνες ενός σκύλου, Μτφρ.: Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, Εκδόσεις Πατάκη, Σελ.: 304). Το σύστημα που «σύμφωνα με τις βαθύτερες αντιλήψεις σας το θεωρείτε ανθρώπινο, και μάλιστα ανταποκρινόμενο απόλυτα στην ανθρώπινη κατάσταση» υπάρχει, όπως και το περίφημο μηχάνημα που πρωταγωνιστεί στο διήγημα, αποκλειστικά για να τιμωρεί. Στην ιστορία αυτή ο απείθαρχος στρατιώτης που καταδικάζεται σε θάνατο βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα τεράστιο μηχάνημα για το οποίο υπεύθυνος είναι ένας αξιωματικός, έχοντας ως παρατηρητή σε όσα συμβαίνουν έναν ταξιδιώτη. Παρά τη διαφαινόμενη έκφραση δυσαρέσκειας του τελευταίου απέναντι στην άδικη ποινή και στα βασανιστήρια του άμοιρου στρατιώτη, τελικά προτιμά να παραμείνει ουδέτερος και να αναζητήσει καταφύγιο στη φυγή. Όλες αυτές οι παράμετροι των διαφορετικών αντιδράσεων και της ανάδειξης ενός υποτιθέμενου ανθρωπισμού που είτε υπάρχει για να εξοντώνει είτε παραμένει στα χαρτιά εξετάζονται αναλυτικά στα κατατοπιστικότατα κείμενα που συνοδεύουν τη φροντισμένη έκδοση Στη σωφρονιστική αποικία από την Κίχλη, σε μετάφραση Βασίλη Τσαλή και επιμέλεια επιμέτρου Γιώτας Κριτσέλη. Σύμφωνα με το επίμετρο που γράφει ο Ζimmermann εν προκειμένω: «Τίθεται σε δοκιμασία ο ανθρωπισμός του Ευρωπαίου ως συμβατική συμπεριφορά, η οποία λειτουργεί μεν ανάμεσα σε καλλιεργημένους ανθρώπους γύρω από ένα τραπέζι τσαγιού, όμως έξω από αυτούς τους πολιτισμένους κύκλους ακυρώνεται. Στη σωφρονιστική αποικία προσκρούει πάνω στα όρια του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος στα όρια αυτά μάλλον παρά στον πυρήνα του αποδεικνύεται εξαιρετικά εύθραυστος». Χαραγμένη επομένως με ακίδες πάνω στο σώμα του κατάδικου της Σωφρονιστικής Αποικίας, η άδικη ετυμηγορία ενός αδυσώπητου συστήματος φέρνει εύλογα στον νου τα ανεξίτηλα σημάδια που χαράζονται πάνω στο κοινωνικό σώμα της Ευρώπης του τότε αλλά και του σήμερα. Αδιανόητα μοντέρνος και αέναα επίκαιρος, ο Κάφκα κληροδότησε στους σημερινούς αναγνώστες τη χαμηλή του φωνή που σύντομα μετατράπηκε σε κραυγή απελπισίας για τον αδύναμο και τον καταφρονεμένο. Ίσως γι' αυτό να φάνηκε ότι δεν συμπορεύεται πάντα και απόλυτα με τους συγκαιρινούς του. Λαμβάνοντας για πάντα τον ρόλο του άγρυπνου παρατηρητή, δεν αφέθηκε ούτε στιγμή να «τον παρασύρουν τα άλογα εκεί κάτω, με τις άμαξές τους και τον θόρυβό τους» που θα τον οδηγούσαν «επιτέλους προς την ανθρώπινη συνύπαρξη», όπως γράφει με ειρωνική πικρία στο άκρως αυτοαναφορικό και πανέμορφο διήγημά του . Το παράθυρο στο σοκάκι που περιλαμβάνεται στη συλλογή με τον τίτλο Έρευνες ενός σκύλου και άλλα διηγήματα (από τις εκδόσεις Πατάκη). Εκτός από την εξαιρετικά ακριβή απόδοση, η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη έχει φροντίσει να συμπληρώσει την έκδοση με ένα κατατοπιστικότατο επίμετρο και έναν πρόλογο, όπου μας πληροφορεί ότι η μετάφρασή της βασίστηκε –επιτέλους!– στην πλήρη και μη λογοκριμένη από τον Μαξ Μπροντ έκδοση της Φρανκφούρτης. Εξού και η προφανέστατη ειρωνική διάθεση που διαφαίνεται σε φράσεις που εσκεμμένα παρέλειπε ο Μπροντ και διέπει τα περισσότερα από τα διηγήματα της συλλογής. Αυτή μάλλον έχει να κάνει με τη μετατροπή των ζώων σε υπόγειους κριτές των ανθρώπινων πράξεων, είτε πρόκειται για τη στρεβλή άποψη που έχουν για την τέχνη είτε για την παράλογη και εντελώς ανελεύθερη αντίληψή τους περί κοινωνικών σχέσεων. Τα ζώα υποκαθιστούν τους ανθρώπους, αποδίδοντας γλαφυρά το πλήρες μέγεθος της αποξένωσης του ανθρώπινου είδους από τη φύση του. Όπως ομολογεί ο πίθηκος στη σχετική του Αναφορά προς μια Ακαδημία: «Οι άνθρωποι εκείνοι δεν είχαν πάνω τους τίποτα που να με θέλγει ιδιαίτερα. Αν ήμουν οπαδός της προαναφερθείσας ελευθερίας, θα είχα προτιμήσει σίγουρα τη μεγάλη θάλασσα από τη διέξοδο που αντίκριζα στο θολό βλέμμα αυτών των ανθρώπων». Για παράδειγμα, οι εναέριοι σκύλοι από το διήγημα Έρευνες ενός σκύλου έχουν πολλές αναλογίες, αλλά και πάλι δεν μπορούν να φτάσουν, όσον αφορά τον παραλογισμό, τους «ανώτερους» ανθρώπους του πνεύματος, οι οποίοι: «Ασταμάτητα διηγούνται είτε τους φιλοσοφικούς στοχασμούς στους οποίους μπορούν να επιδίδονται διαρκώς, καθώς έχουν αποφύγει κάθε σωματική κόπωση, είτε τις παρατηρήσεις που κάνουν από την υπερυψωμένη τους θέση. Και παρά το γεγονός ότι, όπως είναι άλλωστε αναμενόμενο, δεν διακρίνονται ιδιαίτερα για την οξυδέρκειά τους και η φιλοσοφία τους είναι τόσο άχρηστη όσο και οι παρατηρήσεις τους και η επιστήμη δεν μπορεί να αξιοποιήσει τίποτε από αυτά, και ούτως ή άλλως δεν βασίζεται σε τόσο πενιχρές συνδρομές, παρ' όλα αυτά, αν ρωτήσει κανείς ποιο το όφελος των εναέριων σκύλων, θα πάρει επανειλημμένα την απάντηση ότι συνεισφέρουν πολλά στην επιστήμη». (Φραντς Κάφκα, Στη σωφρονιστική αποικία, Μτφρ.: Βασίλης Τσαλής, Εκδόσεις Κίχλη, Σελ.: 192). Ως γνωστόν, ο Κάφκα είδε με καχυποψία τα επιστημονικά επιτεύγματα της εποχής του, γνωρίζοντας, όπως ο αγαπημένος του μέντορας Καρλ Κράους, πως η επιστήμη και η τεχνολογία «φτιάχνουν πορτοφόλια από ανθρώπινο δέρμα». Ίσως νωρίτερα από κάθε λογοτέχνη, και επηρεασμένος σε μεγάλο βαθμό από τον Ντοστογιέφσκι, εντόπισε και κατέγραψε την παθογένεια που προκαλεί στον εσωτερικό κόσμο η φαινομενική πρόοδος. Σάμπως να έβλεπε το αυγό του φιδιού που είχε αρχίσει να επωάζεται από τότε, μετατρέποντας τον εαυτό του σε έναν παράδοξο προφήτη στο λυκόφως του δυτικού πολιτισμού. Γιατί μπορεί η αυτοσυνείδηση του σοφού να συνοδευόταν από γενναίες δόσεις ανασφάλειας και φόβου, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι ο ίδιος δεν τολμούσε να σηκώσει ψηλά, σαν παντιέρα, την πένα του, έχοντας ενδυθεί ψυχικά με μια απαράμιλλη συναίσθηση ευθύνης. Όπως γράφει στη μικρή και υπέροχη Νύχτα του: «Κι εσύ ξαγρυπνάς, είσαι ένας από τους φύλακες, βρίσκεις τον διπλανό σου κουνώντας ένα αναμμένο ξύλο από τον σωρό τα προσανάμματα κοντά σου. Γιατί ξαγρυπνάς; Ένας πρέπει να παραφυλά, έτσι λένε. Ένας πρέπει να είναι εκεί». Κι αυτός ήταν σίγουρα εκεί, περισσότερο από όλους. 

Ένα κλουβί βγήκε να ψάξει ένα πουλί…

Δεν είμαι τίποτε άλλο παρά λογοτεχνία…












Συγγραφικό έργο: Η πρώτη χρονολογία είναι του έτους συγγραφής των έργων, η δεύτερη του έτους έκδοσης.

1902: Der Unredliche in seinem Herzen, διήγημα (1958)
1904 – 1912: Betrachtung, συλλογή διηγημάτων (1912)
1904: Beschreibung eines Kampfes (Περιγραφή ενός αγώνα) (1909), διήγημα που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Hyperion” το ίδιο έτος
μτφ. Μαρία Μέντζου (εκδ. “Νεφέλη”, 1990)
1907: Hochzeitsvorbereitungen auf dem Lande, διήγημα (1958)
1909: Die Aeroplane in Brescia, από τις πρώτες περιγραφές αεροπλάνων, πρωτοδημοσιεύτηκε το ίδιο έτος στο περιοδικό “Bohemia”
1912: Amerika oder Der Verschollene (Αμερική ή Ο αγνοούμενος) (1927)
μτφ. Τέα Ανεμογιάννη (“Νέα Εστία” 1963 Β’ και εκδ. “Θεμέλιο”, 1987)
μτφ. Νίκος Ματσούκας (εκδ.”Γράμματα”, 1983)
μτφ. Βασίλης Τομανάς (εκδ. “Νησίδες”, 2016)
Ο νεαρός ήρωας του μυθιστορήματος στέλνεται στην Αμερική από τους γονείς του για να διακοπεί η ερωτική του σχέση με την υπηρέτρια του σπιτιού. Ο Καρλ Ρόσμαν, στη «χώρα των ευκαιριών», θα προσπαθήσει να δημιουργήσει τη ζωή του. Το πρώτο και το πιο αισιόδοξο βιβλίο του, ημιτελές πάντως.
1912: Die Verwandlung (Η Μεταμόρφωση) (1915)
μτφ. Βασίλης Τομανάς (εκδ. “Πασχάλη”, 1986)
μτφ. Χρυσάνθη Μιχαλοπούλου (εκδ. “Οξύ”, 2010)
Ο Γκρέγκορ Σάμσα, περιοδεύων πωλητής υφασμάτων, ανακαλύπτει έντρομος ένα πρωινό ότι είχε μεταμορφωθεί σε ένα γιγαντιαίο αποκρουστικό έντομο. Ένα σωρό προβλήματα ανακύπτουν από την καινούρια εμφάνισή του που τον οδηγούν σιγά – σιγά στην απάθεια και στην εκμηδένιση. [15]
1912: Das Urteil (Η κρίση), νουβέλα (1913)
μτφ. Κώστας Κουτσουρέλης, με τον τίτλο «Η ετυμηγορία» (εκδ. “Μελάνι”, 2014)
1913: Der Heizer (Ο θερμαστής), διήγημα που αποτελεί και το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος «Αμερική», (1927)
1914: Der Prozeß (Η Δίκη) (1925)
μτφ. Αλέξανδρος Κοτζιάς (εκδ. “Γαλαξίας”, 1961)
μτφ. Νίκος Βαμβαλής (εκδ. “Μπουκουμάνης”, 1971)
μτφ. Βασίλης Τομανάς (εκδ. “Νησίδες”, 2017)
Το μυθιστόρημα – από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας – παρακολουθεί την πορεία της ζωής του Γιόζεφ Κ. από το πρωινό που συλλαμβάνεται από δυο άντρες χωρίς λόγο και αιτία, μέχρι τη μέρα της εκτέλεσής του από άλλους δυο άγνωστους άντρες.
1914: In der Strafkolonie (Στη σωφρονιστική αποικία), νουβέλα (1919)
μτφ. Βασίλης Τσαλής (εκδ. “Κίχλη”, 2017)
1915: Blumfeld, ein älterer Junggeselle (Ο Μπλουμφελντ, ένας μεσήλικας εργένης) 1958, διήγημα
μτφ. Αλεξάνδρα Ρασιδάκη. Το διήγημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Διηγήματα και μικρά πεζά» (εκδ. “Ροές”, 2007)
1916 – 1917: Der Gruftwächter, θεατρικό έργο (1958)
1916: Auf der Galerie (Στο υπερώο) (1919), διήγημα
μτφ. Δημήτρης Δήμου (εκδ. “Νεφέλη”, 1987) [16]
1917: Der Schlag ans Hoftor (Το χτύπημα στην πύλη της έπαυλης) 1931, διήγημα
μτφ. Κυριάκος Χαλκόπουλος. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Ο νηστευτής και άλλα διηγήματα» (εκδ. “Αρχέτυπο”, 2017)
1917: Das Schweigen der Sirenen (Η σιωπή των σειρήνων) (1931), διήγημα
μτφ. Γιώργος Κώνστας (εκδ. “Ζαχαρόπουλος Σ.Ι.”, 1989)
1917-1918: Die Zürauer Aphorismen (Αφορισμοί) (1931), συλλογή μικρών κειμένων με σκέψεις του συγγραφέα
μτφ. Σπύρος Δοντάς (εκδ. “Στιγμή”, 2012)
1917: Die Brücke (Η γέφυρα), διήγημα (1931) (μτφ. Ιωάννης Κωνσταντάκης (εκδ. “Υψιλον”, 1992)
1917: Beim Bau der Chinesischen Mauer (Το Σινικό τείχος) (1931), διήγημα
μτφ. Μαρία Νεοφωτίστου (“Νέα Εστία”, 1975 Β’)
μτφ. Γιώργος Βάμβαλης (εκδ. “Επίκουρος”, 1981)
1917: Ein Landarzt (Ένας αγροτικός γιατρός), διήγημα που έδωσε και τον τίτλο στην ομώνυμη συλλογή (1919)
μτφ. Αλεξάνδρα Ρασιδάκη. Το διήγημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Έρευνες ενός σκύλου και άλλα διηγήματα» (εκδ. “Πατάκης”, 2016)
1917: Der Jäger Gracchus (Ο κυνηγός Γράκχος), διήγημα
μτφ. Σ.Ε.Χατζηδάκη (“Νέα Εστία”, 1975 Β’)
1920: Die Abweisung (Η απόρριψη) (1970), διήγημα
μτφ. Γιώργος Βάμβαλης (εκδ. “Επίκουρος”, 1971)
1922: Forschungen eines Hundes (Έρευνες ενός σκύλου), διήγημα (1931)
μτφ. Αλεξάνδρα Ρασιδάκη (εκδ. “Πατάκης”, 2016)
1922: Ein Hungerkünstler (Ένας πεινασμένος καλλιτέχνης), συλλογή διηγημάτων (1924)
μτφ. Κώστας Προκοπίου. Το διήγημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Ο καλλιτέχνης της πείνας και άλλα διηγήματα» (εκδ. “Γράμματα”, χ.χ.)
1922: Das Schloß (Ο πύργος), μυθιστόρημα (1926)
μτφ. Αλέξανδρος Κοτζιάς (εκδ. “Γαλαξίας”, 1964)
μτφ. Αγγελική Δέσπου (εκδ. “De Agostini”, 2000)
μτφ. Δημήτρης Δήμου (εκδ. “Ροές”, 2002)
μτφ. Βασίλης Τομανάς (εκδ. “Νησίδες”, 2016)
Η ζωή σε μια κοινωνία που βασιλεύει η γραφειοκρατία. Η ιστορία της άφιξης του Κ. στο χωριό που βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία του Πύργου, θεωρείται το αριστούργημα του Κάφκα. Η απομόνωση του Κ. και η αμηχανία του, η έντονη επιθυμία του να έχει την αποδοχή απατηλών και ανώνυμων δυνάμεων, συνοψίζουν την άποψη του Κάφκα για την αποξένωση και το άγχος που κυριαρχούν στον εικοστό αιώνα.
1923: Josefine, die Sängerin, oder Das Volk der Mäuse (Ζοζεφίνα, η τραγουδίστρια, ή Ο λαός των ποντικιών) 1924, διήγημα
μτφ. Δημήτρης Κωστελένος. Το διήγημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Η σωφρονιστική αποικία και άλλα διηγήματα» (εκδ. “Ελεύθερος Τύπος”, 1995)
1924: Eine kleine Frau (Μια κοντούλα γυναίκα) 1924, διήγημα
μτφ. Δημήτρης Κωστελένος. Το διήγημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Η σωφρονιστική αποικία και άλλα διηγήματα» (εκδ. “Ελεύθερος Τύπος”, 1995)
1924: Der Bau (Το κτίσμα), διήγημα
μτφ. Αλεξάνδρα Ρασιδάκη (εκδ. “Άγρα, Εργαστήριο Σχεδίων και Εικόνων σε Κρίση”, 2001)
ημερολόγια, επιστολές και άλλα έργα
1912-1917: Briefe an Felice (Γράμματα στη Φελίτσε) (1967), 717 επιστολές
μτφ. Στέλλα Κουνδουράκη (εκδ. “Γαβριηλίδης”, 2007)
1909 – 1924: Briefe an Ottla und die Familie (Γράμματα στην Ότλα και στην οικογένεια) (1974)
μτφ. Τέα Ανεμογιάννη (εκδ. “Κέδρος”, 1988)
1919: Brief an den Vater (Γράμμα στον Πατέρα) (1966)
μτφ. Αλέξανδρος Κυπριώτης- πρώτη ελληνική μετάφραση από το πρωτότυπο χειρόγραφο-(εκδ. “Ίνδικτος”, 2003)
1920 – 1923: Briefe an Milena (Γράμματα στη Μίλενα), (1952)
μτφ. Τέα Ανεμογιάννη (εκδ. “Κέδρος”, 1987)
1910 – 1923: Tagebücher 1910–1923 (Ημερολόγια 1910–1923) (1948)
Die acht Oktavhefte (Τα οκτώ μπλε τετράδια). Περιλαμβάνει αφορισμούς του Κάφκα καθώς και σκέψεις, σημειώσεις, ημερολογιακές καταχωρήσεις και συλλογισμούς, πρώτη έκδοση 1948
μτφ. Ερατώ Τριανταφυλλίδη, εκδ. “Αρχέτυπο”, 2013)
Parabeln und Paradoxe (Παραβολές και παράδοξα), συλλογή μικρών αφηγημάτων, μύθων και παραβολών, από τα έργα του, τα ημερολόγιά του και τις επιστολές του, που πρωτοεκδόθηκε το 1961
μτφ. Άλκηστις Κελεσίδη (εκδ. “Αρχέτυπο”, 2016)
Franz Kafka: The Office Writings, οι αναφορές και οι μελέτες που έγραψε ο Κάφκα στην εργασία του
Η πληγή και η λέξη, ποιήματα
ανθολόγηση, μετάφραση και επιμέλεια Νίκος Βουτυρόπουλος (εκδ. “Σαιξπηρικόν”, 2012)

πηγή: wikipedia, περιοδικό Ζενίθ, ιστότοπος lifo.gr (Τίνα Μανδηλαρά) 

Ο τάφος του Κάφκα στο Εβραϊκό νεκροταφείο της Πράγας


Thursday 7 June 2018

H Γοργόνα

Η Γοργόνα 

Με λένε Μινά. Ξεκινήσαμε 2 μήνες πριν από τη Συρία, τη Χάμα. Η μαμά μου με αγκάλιασε σφιχτά. Σε όλη τη διάρκεια του δρόμου δεν με άφησε. Κάποιες φορές περπατήσαμε, κάποιες φορές πήραμε πολύ γεμάτα λεωφορεία ή σκονισμένα φορτηγά. Όλοι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με λακκούβες. Προχωρούσαμε χοροπηδώντας. Αλλά η μητέρα μου δεν με άφησε ούτε ένα λεπτό. Στο δρόμο, οι άνθρωποι έλεγαν κάτι. Μερικοί στο λεωφορείο έκλαιγαν πολύ. Στην ουσία και εγώ έκλαιγα. Σκότωσαν τον μπαμπά μου στη Χάμα Δεν ξέρω γιατί τον σκότωσαν, τότε και η μαμά μου έκλαψε πολύ, και εγώ έκλαιγα. 

Το ταξίδι μας κράτησε πολύ. Κάποια στιγμή πέθαναν δύο παιδιά και ένας ηλικιωμένος μπάρμπας στο δρόμο. Τους έσκαψαν τάφους δίπλα στο δρόμο οι άντρες. Οι τάφοι των παιδιών ήταν μικροί. Οι μητέρες τους αγκάλιασαν σφιχτά τους τάφους τους, έκλαψαν πολύ, δεν ήθελαν να συνεχίσουν. Αλλά οι άντρες τους τις τράβηξαν πίσω, είπαν ότι πρέπει να φύγουμε. 

Όταν φτάσαμε κάπου όλοι χάρηκαν λίγο παραπάνω. Μερικοί άνδρες είπαν ότι μόλις βραδιάσει θα πάμε στην ακτή και θα πάρουμε το πλοίο. Στη μαμά μου είπαν ότι δεν μπορεί να έρθει. Η μητέρα μου με αγκάλιασε, δεν με άφησε ποτέ ξανά. Ύστερα έβγαλε τρία βραχιόλια από το στέρνο της και τους τα έδωσε, τότε οι άνδρες είπαν «Εντάξει, ελάτε και εσείς». 

Το χωριό μας δεν είχε θάλασσα. Εγώ δεν είδα ποτέ μου θάλασσα. Κι η μητέρα μου δεν είχε δει. Πηγαίνοντας στην ακτή στα σκοτεινά πάλι δεν την είδαμε. Οι άντρες μας έβαλαν σε ένα πλοίο. Είχε πολύ κόσμο. Η μητέρα μου με αγκάλιασε, δεν με άφησε ποτέ ξανά. Οι άντρες είπαν να κρατηθούμε καλά στις άκρες, η μητέρα μου με κράτησε ακόμα πιο σφιχτά. Κουνούσε πολύ πάνω από τη θάλασσα. Ήταν πολύ σκοτεινά, δεν μπόρεσα να δω τη θάλασσα. Έφτασε το αλμυρό νερό στο πρόσωπό μου. Έκανα εμετό από το αλάτι. Οι ηλικιωμένες γυναίκες προσευχόταν, κι η μητέρα μου προσευχήθηκε. Μου είπε να μην τρομάζω η μαμά μου. «Πολύ λίγο έμεινε, σε λίγο θα φτάσουμε», είπε. Εγώ δεν τρόμαξα καθόλου. Έσταζαν δάκρυα από τα μάτια μου λόγω του αλατιού αλλά και λίγο έκλαψα. «Πολύ κύμα έχει» είπαν οι άνδρες. Όλο φώναζαν και έλεγαν να κρατηθούν σφιχτά όλοι. Ύστερα το πλοίο μας αναποδογύρισε. 

Το χωριό μας δεν είχε θάλασσα, είχε ένα μικρό ρυάκι. Μέσα τα ψάρια κολυμπούσαν πολύ γρήγορα. Στην πραγματικότητα το ρυάκι μας δεν ήταν και πολύ μικρό, ήταν μεγαλούτσικο. Στις πλαγιές ήταν τα δέντρα. Ο μπαμπάς μου, μου είχε κάνει μία κούνια από δέντρο, μια φορά. Το σπίτι μας ήταν δίπλα στο ρυάκι και η μητέρα μου είχε κάνει μία κούκλα από κάλτσες για μένα. Αλλά την ξέχασα στο λεωφορείο, στο δρόμο. Το σπίτι μας ήταν πολύ όμορφο. 

Εμείς όλοι πέσαμε μέσα στη θάλασσα. Η μητέρα μου με αγκάλιασε πολύ σφιχτά. Επειδή δεν είχαμε θάλασσα στο χωριό μας, εμείς δεν μάθαμε ποτέ να κολυμπάμε. Κι η μητέρα μου δεν έμαθε. Μαζί με τη μητέρα μου φτάσαμε στο βάθος του νερού. Μετά ανεβήκαμε λιγάκι προς τα πάνω. Όμως, οι πολύ άντρες όλο και πατούσανε πάνω μας με τα πόδια τους, μετά ξανά πήγαμε προς το βάθος. Η μητέρα μου δεν με άφησε ποτέ, με αγκάλιασε σφιχτά. Επειδή το νερό ήταν αλμυρό, κάηκε ο λαιμός μου. Η μητέρα μου με αγκάλιασε και εγώ είπα από μέσα μου «Μη φοβάσαι μάνα», απλά ήθελα να κλάψω λίγο. Η μητέρα μου δεν φοβήθηκε καθόλου, όλο και κοίταζε μέσα στα μάτια μου. Δεν μπορέσαμε να βγούμε ποτέ στην επιφάνεια. 

Με λένε Μινά. Είμαι 5 χρονών. Ξεκινήσαμε δύο μήνες πριν από τη Χάμα. Εμείς δεν είδαμε ποτέ τη θάλασσα από έξω. Εδώ και μία εβδομάδα είμαι στο βάθος της θάλασσας, εγώ είμαι γοργόνα η κόρη της Μεσογείου, η θάλασσα είναι η μητέρα μου πλέον. Η μητέρα μου με αγκάλιασε σφιχτά δεν με αφήνει καθόλου. Γιατί όλες οι μάνες αγαπάνε πολύ τις κόρες τους. 
O Σελαχατίν Νερμίτας (Selahattin Demirtas) γεννήθηκε το 1973 στο Ελάγιζ (Τουρκία). Σπούδασε νομικά. Υπήρξε διευθυντής στην Ένωση για τα δικαιώματα του ανθρώπου και στη Διεθνή Αμνηστία της Τουρκίας. Είναι συμπρόεδρος του Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών (HDP) και παραμένει φυλακισμένος από το Νοέμβριο του 2017. Γράφει διηγήματα και ποιήματα. Το παραπάνω διήγημα γράφτηκε στη φυλακή και απαγορεύτηκε στις 2 Μαϊου 2017 ως προπαγάνδα τρομοκρατικής οργάνωσης. 

Μετάφραση από τα Τουρκικά: Lale Alatli, Επιμέλεια: Φανή Βαλσαμάκη. 

Πρώτη δημοσίευση, Επιθεώρηση Πολιτισμού ΕΝΕΚΕΝ, Τεύχος 47, Ιανουάριος Φεβρουάριος, Μάρτιος 2018. 


Friday 11 May 2018

Η μοναξιά του ανθρώπου


Αν η μνήμη μου δεν με απατάει κι επειδή οι γνώσεις μου στα αρχαία ελληνικά άρχισαν να περιορίζονται , οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν τον καημένο τον άνθρωπο πολιτικό ζώο. Μ’ άλλα λόγια ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ζώο. Έτσι τουλάχιστον το καταλαβαίνω εγώ. Πιστός στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία επιδιώκω πάντα να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους, έστω και αν τους βλέπω για πρώτη φορά στη ζωή μου. Κι όχι μόνο αυτό. Αν δω   που συζητάνε χώνομαι και εγώ ανάμεσά τους και παρά τις έντονες διαμαρτυρίες τους,  κινώ θεούς και δαίμονες να τους κάνω φίλους.
 Δυστυχώς όμως, κάθε φορά που προσπαθώ κάτι τέτοιο, μου δίνεται η ευκαιρία να διαπιστώσω ότι οι αρχαίοι Έλληνες έκαναν μεγάλο λάθος θεωρώντας τον άνθρωπο κοινωνικό ζώο.
Ο σημερινός άνθρωπος είναι ένα φοβερά ακοινώνητο όν. Τελευταία προσπάθησα να γνωριστώ, χωρίς καμία κακή πρόθεση, μ’ ένα ζευγάρι ερωτευμένων  που συνάντησα στο δάσος Κούχλε. Τι έγινε δεν περιγράφεται. Ο νεαρός όχι μόνο με έβρισε χυδαιότατα, αλλά έκανε χρήση και ανεπίτρεπτων χτυπημάτων της ελληνορωμαϊκής πάλης. Τελικά τον ξυλοφόρτωσα για τα καλά και το έβαλε στα πόδια με την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια, μαζί με την ομορφούλα του. Τους πήρα καταπόδι να τους εξηγήσω τις καλές μου προθέσεις,  αλλά έγινα άφαντοι στα νταμάρια.
Το ίδιο αποτέλεσμα είχαν όλες οι προσπάθειές μου να αποκτήσω σχέσεις φιλίας με άγνωστους συνανθρώπους. Να μην τον πολυλογάμε, τζίφος υπόθεση.
Προς την κατεύθυνση αυτή,  εγώ νομίζω ότι το σκυλί είναι κοινωνικότερο ζώο από τον άνθρωπο. Να,  ένα γερμανικό μπουλντόγκ  μόλις  φτάσει στην Πράγα και συναντήσει τυχαία και για πρώτη φορά μία ντόπια σκύλα,  τα φτιάχνουν αμέσως. Αλληλομυρίζονται ,  γαβγίζουν σε ένδειξη αλληλοχαιρετισμού και έρχονται σε φιλική επαφή χωρίς πολυλογίες. Η φιλία τους δεν κρατάει και πολύ,  αλλά είναι τέλεια. Δεν κρατούν απόσταση και δεν ενδιαφέρονται για την κοινωνική τους κατάσταση. Πιστεύουν στην απόλυτη ισότητα.
Αλλά να και εδώ επεμβαίνει ο ιδιοκτήτης του μπουλντόγκ και διαλύει βάναυσα με τη μπαστούνα του ένα τρυφερό δεσμό που μόλις έχει δημιουργηθεί.
Και η καημένη η Σκύλα Μένει μόνη κι απαρηγόρητη στην άκρη του δρόμου, με τι γλώσσα μιλάνε μία σπιθαμή, καταργώντας τον άνθρωπο για την σκυλίσια κακία του! Και δε έχει άδικο, γιατί οι σκύλοι έχουν το όνομα και άνθρωποι τη χάρη!
Έτσι είναι. Με τους ανθρώπους δεν μπορείς να συνεννοηθείς,  όσο κι αν το επιδιώξεις.
Κάποτε καθόμουνα ολομόναχος σε άνα τραπέζι στο εστιατόριο «Αμπασαντόρ». Αισθανόμουνα σν κυνηγημένο σκυλί. Μπροστά μου καθόταν μια παρέα από κυρίους και κυρίες, που το κέφι και η ευθυμία τους με κατενθουσίασαν τόσο πολύ ώστε θέλησα να τους γνωρίσω από κοντά,
Πήρα τον καφέ και την καρέκλα μου και πήγα να καθίσω στο τραπέζι τους. Μόλις πλησίασα την παρέα, ευγενέστατα τους είπα:
-Παρακαλώ, με συγχωρείτε, είμαι ολομόναχος και με πνίγει η μοναξιά και η θλίψη. Βλέπω ότι διασκεδάζετε θαυμάσια. Μου επιτρέπετε να καθήσω και εγώ στην παρέα σας; Αισθάνομαι την ανάγκη μιας παρέας.
Αμέσως οι συζητήσεις και το κέφι κόπηκαν με το μαχαίρι.
Έμειναν όλοι άφωνοι και ανέκφραστοι σαν απολιθωμένοι. Τελικά, κάποιος κύριος, τρίζοντας τα δόντια, με άρπαξε από το γιακά και μου είπε απειλητικά: Τι γαϊδουριά είναι αυτή κύριε; H πράξη σου είναι εξοργιστική! Γκρεμοτσακίσου από δω γιατί θα σε σκίσω! Προσπάθησα να το εξηγήσω ότι είμαι ένας κοινωνικός άνθρωπος, πως δεν είμαι μονήρης, ότι τρελαίνομαι για παρέα και είμαι έτοιμος να αποδεχτώ οποιοδήποτε όρο, αρκεί να με δεχτούν στο τραπέζι τους.
Ξαφνικά σηκώθηκε κι άλλος ένας κύριος της παρέας και με οργίλο τόνο μου λέει:
-Ρε γάϊδαρε, θα ξεκουμπιστείς απ’ εδώ; Ρε άντε χάσου που θα μπεις στην παρέα μας! Τσακίσου γιατί θα καλέσω το μαίτρ!
- Και δεν τον καλάς! Απάντησα εγώ ψύχραιμα.
 Ακολούθησε σωστό πανδαιμόνιο. Κατέφθασε καταϊδρωμένος ο μαιτρ και όλοι άρχισαν να με σκυλοβρίζουν,  λέγοντας ότι σώνει και καλά θέλω να μπω στην παρέα τους. Οι κυράδες  της παρέας με κοίταζαν με τόσο μίσος, ώστε αν μπορούσαν θα με έτρωγαν ζωντανό!
Εγώ απαντούσα θαρραλέα ότι δεν θέλω να μείνω μόνος μου και δεν το κουνάω ρούπι γιατί είμαι κοινωνικό ον κ.λ.π., κ.λ.π.  Άδικος κόπος, ή όπως λέει και το ευαγγέλιο, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω».
Μπροστά στην επιμονή μου, ο μαιτρ και κύριοι της παρέας έκριναν σκόπιμο να με κλωτσοπετάξουν έξω σαν καροτσάκι.
Παρόμοια παθήματα μπορώ να σας αναφέρω με το τσουβάλι. Κάποτε ρώτησα κάτι μία κυρία στο τραμ και αντί για απάντηση αυτή με έβρισε. Αμέσως ο τραμβαγέρης με κατέβασε από τη στάση άλλη.
Παλιά Πράγα
Άλλη μια φορά προσπάθησα να γνωρίσω στο δρόμο ένα κύριο,  γιατί αισθανόμουνα να με πνίγει η μοναξιά.  Έμπηξε τις φωνές και αντί για μία ανθρώπινη συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων,  βρέθηκα στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα για… αλητεία!
Πάλι καλά γιατί υπάρχουν και χειρότερα. Έτσι, ταξιδεύοντας κάποτε με το εξπρές Πράγα-Βιέννη, προσπάθησα να ανταλλάξω καμιά κουβέντα με έναν μαντραχαλά που καθόταν απέναντί μου. Έ, αν δεν επέμβαινε για καλή μου τύχη ο ελεγκτής,  θα με πέταγε από το παράθυρο ο εξαγριωμένος μαντραχαλάς!
Πέντε φορές με έσπασαν στο ξύλο. Τρεις φορές ξυλοφόρτωσε εγώ κάτι τύπους που δεν δέχτηκαν τη φιλία μου. Δύο φορές με πέταξαν από το πλοίο στη θάλασσα και λίγο έλειψε να πνιγώ. Ένας Γάλλος τουρίστας τον οποίο θέλησα να εξηγήσω κάτι σε ένα ιστορικό δρόμο της Πράγας, τράβηξε το πιστόλι. Ευτυχώς  πρόλαβα και τον αφόπλισα.
Πολλές φορές,  ο πόθος μου να γνωρίσω τους ανθρώπους κατέληξε στο αυτόφωρο όπου με την κατηγορία της «παρενόχλησης» με βάλανε στο φρέσκο ποτέ ένα και πότε δύο μήνες.
Αλλά πάντοτε σαν τον Πάολο Μαντεγάτσα,  έλεγα με σθένος και αυτοπεποίθηση: «Δεν υποχωρώ, μένω πιστός στις θέσεις μου. Υποφέρω αλλά δεν υποκύπτω».
Τι το θέλεις και τι το συζητάς. Είμαι ζώον πολιτικό και τέρμα!
Μπροστά στο σιδηροδρομικό σταθμό «Βίλσον» της πρωτεύουσας συνάντησα πρόσφατα μία όμορφη και νεαρή κυρία που μόλις είχε έρθει στην Πράγα. Κρατούσε στην αγκαλιά της ένα φασκιωμένο μωρό. Κατάλαβα αμέσως ότι της ήταν εντελώς άγνωστη η Πράγα,   αφού όπως άκουσα ρωτούσε κάποιο χαμάλη να της πει πού είναι η συνοικία  Σμίχοβ.
Κι  εγώ στο Σμίχοβ πάω, μπερδεύτηκα στη συζήτηση, παρόλο ότι δεν είχα καμία δουλειά εκεί. Αν θέλετε, μπορούμε να πάμε μαζί,  πρόσθεσα ευγενικότατα.
Σμίχοβ-Τσεχία
Δέχτηκε την πρόταση μου και έτσι ξεκινήσαμε για τη Σμίχοβ. Είχα όρεξη για κουβέντα και σε μία στιγμή τη ρώτησα από πού είναι.
-  Και τι σε νοιάζει από πού είμαι; μουκοψε το βήχα η νεαρή κυρία.
-  Έχεις δίκιο παραδέχτηκα,  και το βούλωσα. Φτάνοντας στην οδό Γίντρισκα, εντελώς ξαφνικά, μου λέει πως πείνασε και θα ήθελα να φάει κάτι βραστά λουκάνικα.
Μπήκαμε σε μια ταβέρνα , παραγγείλαμε λουκάνικα και μπύρα και αρχίσαμε να συζητάμε για τα χοιρινά σκουλήκια. Σε συνέχεια περάσαμε στη βουβωνική πανώλη, στα πατατοσκουλήκια και τέλος το άρμεγμα των αγελάδων.
Κι ενώ εμείς ζητούσαμε τόσο σοβαρά και επίκαιρα θέματα,  το μωρό είχε σκάσει στο κλάμα.
Αφού έφαγε κι ήπιε για τα καλά,  η ομορφούλα θυμήθηκε απότομα ότι κοντά,  δίπλα στο ταχυδρομείο, έχει μια θεία  την οποία πρέπει να δει οπωσδήποτε. Γι’   αυτό με παρακάλεσε να τις κρατήσω λίγο το μωρό.
-  Θα έρθω αμέσως,  μου είπε και έγινε άφαντη.
Πήρα υπό την προστασία μου το βυζανιάρικο κι αμέσως αισθάνθηκα να με κατακλύζει μία ανείπωτη νοσταλγία για την οικογενειακή ζεστασιά που ποτέ δεν ένιωσα. Δεν μου έμεινε τίποτε άλλο παρά να περιμένω…
Πέρασε  πάνω από μία ώρα. Το αθώο πλάσμα που κράταγα στην αγκαλιά μου είχε στο μεταξύ μετατραπεί σε ανήμερο θηρίο. Ούρλιαζε λες και το σφάζανε. Ένας μουστερής από κάποιο διπλανό τραπέζι,  φανερά εκνευρισμένος από τα ουρλιαχτά, πλήρωσε και έφυγε αραδιάζοντας πίσω του καντήλια και χριστοπαναγίες. Ο ταβερνιάρης με κατακεραύνωσε με ένα βλέμμα και σε λίγο μη αντέχοντας άλλο ξέσπασε:
-  Ορίστε μας,  έρχεται για πρώτη φορά στην ταβέρνα μου και τη μετατρέπει σε βρεφοκομείο!
 Έπειτα έφυγαν οι άλλοι μουστερήδες, λέγοντας με αγανάκτηση:
 E,  δεν υποφέρεται άλλο! Kαι σιδερένια νεύρα να έχεις σου τα σπάει αυτό το νιάνιαρο! Έκανα πως δεν κατάλαβα και δεν έβγαλα τσιμουδιά. Η ταβέρνα άδειασε. Μερικοί που μπήκαν να πιουν κάτι, μόλις άκουσαν τα ουρλιαχτά του μωρού που είχα στην αγκαλιά μου,  με στραβοκοίταξαν και έφυγαν αμέσως.  Ο ταβερνιάρης τα ‘βάλε με μένα βρίζοντας μ’ ότι χυδαίο ήξερε.
- Άκου εδώ κύριε, αυτός ο μουστερής που ‘φυγε τώρα δα, πίνει στην ταβέρνα μυ 15 μπύρες τη μέρα!
-Αφού του βαστάει η τσέπη! Απάντησα και το βούλωσα αμέσως γιατί κατάλαβα ότι τον ερέθισα με το παραπάνω.
Πέρασε ακόμα μια ώρα. Αφήνοντας κατά μέρος τους τύπους ο ταβερνιάρης με ρώτησε ορθά-κοφτά:
Πότε σκέφτεσαι να ξεκουμπιστείς με το μυξιάρικό σου απ’ εδώ;
Αποφάσισα να του μιλήσω ανοιχτά. Απευθύνθηκα στα ανθρώπινα αισθήματα του,  στην ανάγκη να δείξει κάποια κατανόηση γιατί τα μωρά, όπως λέει κι η επιστήμη,  πρέπει να κλαίνε για ν’ ατσαλωθούν τα πνευμόνια τους. Το κλάψιμο στα μωρά είναι μία μορφή έκφρασης της ζωτικότητας,  γιατί οπωσδήποτε πρέπει να κάνουν και αυτά κάτι. Είναι αδύνατο να κάθονται σαν κούτσουρα,  αφού είναι άνθρωποι. Όλοι οι ταβερνιάρηδες στην ηλικία του μωρού έκλαιγαν και ούρλιαζαν. Και όχι μόνο οι ταβερνιάρηδες,  αλλά και αυτοί που είναι σήμερα κοτζάμ υπουργοί.
Και έτσι κατάφερα να περάσει ακόμα μία ώρα.  Έμεινα κατάπληκτος απ’ την αντοχή και τη ζωτικότητα από το νιάνιαρου. Έκλαιγε και ούρλιαζε χωρίς να μειώσει το ρυθμό και την ένταση. Αναγκάστηκα να διαμαρτυρηθώ έντονα γιατί ο ταβερνιάρης προσπάθησε να με κλωτσοπετάξει στο δρόμο μαζί με το μωρό.
-  Μα τι πράγματα είναι αυτά,  κύριε; Eίναι δυνατόν να πετάξεις ένα αθώο μωρό στο δρόμο;  Aυτό το πλασματάκι,  σωστό αγγελούδι,  έχει ανάγκη από χάδια και στοργή. Το καημένο που έμπλεξε! Άντε καμάρι μου,  κλάψε,  ούρλιαξε όσο μπορείς, να εκτονωθείς λιγάκι παρότρυνα το βυζανιάρικο. Μη φοβάσαι κανένα. Ούρλιαξε μέχρι να πέσουν τα καμπαναριά της απέναντι εκκλησιάς!
-  Φοβερό,  πρωτάκουστο! Μούρχεται ν’ αυτοκτονήσω!  έλεγε και ξανάλεγε ο ταβερνιάρης απελπισμένος. Θα με τρελάνουν για τα καλά!
-Άντε  τώρα μην κάνεις έτσι!  Θα συνηθίσεις,  λιγάκι υπομονή χρειάζεται! τον καλοπήρα εγώ.
Νύχτωσε κι η μάνα του παιδιού δεν φάνηκε. Σ’ όλο αυτό το διάστημα αντιμετώπισα με σθένος τις αλλεπάλληλες επιθέσεις του ταβερνιάρη,  που μη αντέχοντας άλλο ξέσπασε σε λυγμούς. Μόλις άκουσε το γοερό κλάμα του ταβερνιάρη, το μωρό, λες και πήρε δύναμη, άρχισε να ουρλιάζει ακόμα περισσότερο. Αγόρασα ένα μπουκάλι γάλα και τούδωσα να πιει,  του άλλαξα τα σπάργανα και συνέχισα να περιμένω. Ξαφνικά, άρχισα να υποπτεύομαι ότι μάλλον έπεσε θύμα μιας καλοστημένης παγίδας. Θα επρόκειτο ασφαλώς για έκθετο.
 Στο μεταξύ, ο ταβερνιάρης είχε αδειάσει ένα μπουκάλι κονιάκ. Αυτό όμως δεν τον βοήθησε να εξαγνίσει τα αισθήματά του και να μας αντιμετωπίσει με περισσότερη ανθρωπιά. Έβριζε και τους δυό,  δηλαδή εμένα και το βρέφος και μας καταριότανε γιατί του κλείσαμε την ταβέρνα.
Είχα ακούσει τόσα πολλά εκείνο το απόγευμα ώστε τίποτα πλέον δεν μου έκανε εντύπωση. Έτσι, άφησα τον ταβερνιάρη να βρίζει με όλη του την άνεση. Ακριβώς στις δέκα,  μας ανακοίνωσε με επισημότητα:
- Κύριος, κλείνουμε!
Βγήκε έξω και άρχισε να τραβάει τα ρολά. Κι έτσι βρέθηκα στο δρόμο μαζί με το έκθετο.
Στο αστυνομικό τμήμα όπου κατέφυγα,  αφού αφηγήθηκα τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έφτασα να γίνω κηδεμόνας του παιδιού,  ο αστυνομικός της υπηρεσίας μου είπε κοροϊδευτικά:
 - Για δες  βρε να πάρει η οργή,  πως την έπαθες σαν αγράμματος! Αρχίζεις την κουβέντα με μία άγνωστη, την πας στην ταβέρνα και αυτή σου φορτώνει στο λαιμό ένα νιάνιαρο! Έ,  αυτό θα πει ανθρωπιά!  Μου δίνεις, σε παρακαλώ την ταυτότητά σου;  Ά, έτσι λοιπόν, δεν έχεις ταυτότητα!  Μήπως την ξέχασες στο σπίτι;  Πως είπες; Δεν συνηθίζεις να ‘χεις μαζί σου την ταυτότητα; Μάλιστα, κατάλαβα! Bαφτίζεις το παιδί σου έκθετο και το φέρνεις την αστυνομία! Ωραία σκέψη, θαυμάσια! Βρε τομάρι, τι νομίζεις ότι είμαστε εμείς εδώ, ορφανοτροφείο για μπάσταρδα; Aντε, πάρτο, απ’ εδώ και τσακίσου γρήγορα!
Διαμαρτυρήθηκα έντονα για την απρεπή  αυτή η συμπεριφορά, γεγονός που είχε σαν συνέπεια να διαταχθεί η κράτησή μου. Έτσι τουλάχιστο εξασφάλισα ένα λημέρι για ύπνο.
Το πρωί είχαν συγκεντρωθεί τα απαιτούμενα στοιχεία για το πρόσωπό μου. Διαπιστώθηκε ότι ήμουνα φιλήσυχος πολίτης. Βγαίνοντας απ’ το κρατητήριο ο αστυνομικός της υπηρεσίας μου είπε σε τόνο ορμήνειας:
- Kαι άλλη φορά να προσέχεις όταν πιάνεις κουβέντα με άγνωστα πρόσωπα που θέλεις να γνωρίσεις.
Εμένα όμως κανένας δεν θα μπορέσει να με κάνει ν’ αλλάξω γνώμη Παραμένω σταθερός και αμετάκλητος στις θέσεις μου. Ποτέ δεν πρόκειται να απογοητεύσει η κακία των ανθρώπων, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να καταλάβουν ότι ένας κοινωνικός άνθρωπος δεν μπορεί να αλλάξει συμπεριφορά.




Κάπου στην Πράγα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και όπως φαίνεται όχι και τόσο βαθιά στο παρελθόν. Συγγραφέας, Γιάροσλαβ Χάσεκ (1883-1923).