Η επιστήμη αυτοκτονεί όποτε υιοθετεί ένα δόγμα.

Thomas Huxley, 1825-1895, Βρετανός βιολόγος.

Το ανθρώπινο πόδι… ένα θαύμα της Μηχανικής.

Λεονάρντο Ντα Βίντσι, 1452-1519, Ιταλός σοφός.

Ο σκοπός της τέχνης είναι να δώσει στη ζωή σχήμα.

Γουίλιαμ Σαίξπηρ, 1564-1616, Άγγλος δραματουργός.

Pages

Wednesday 18 March 2020

Μια επίκαιρη συνέντευξη


Στις 14 Μαρτίου 1879, γεννήθηκε ο Άλμπερτ Αϊνστάιν (1879 – 1955), κορυφαίος φυσικός και θεμελιωτής της θεωρίας της σχετικότητας. Στην παρακάτω διεύθυνση παραθέτουμε το το γνωστό του άρθρο με τίτλο «Why sosialism?» («Γιατί σοσιαλισμός;»), το οποίο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο πρώτο τεύχος του αμερικανικού περιοδικού Monthly Revue, το έτος 1949, για να πάρουμε μια αίσθηση του άλλου Αϊνστάιν, του πολιτικού αυτή τη φορά, που μεθοδικά και επιμελώς μας κρύβουν. Ωστόσο, η ίδια η συνέντευξη , είναι αποκαλυπτική ως προς τους λόγους αυτής της απόκρυψης. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα ανακαλύψει εδώ όχι μόνο την πολυεδρική (αναγεννησιακή) προσωπικότητα του μεγάλου επιστήμονα αλλά έναν Αϊνστάιν τρομερά επίκαιρο και μαχόμενο στοχαστή των μεγάλων προβλημάτων της ανθρωπότητας, ο οποίος θέτει «τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων». Αναμένουμε και από άλλους σημαντικούς ανθρώπους και επιστήμονες της σύγχρονης εποχής ανάλογη εμβρίθεια.

Saturday 14 March 2020

Περί του φόβου


Έμεινα αποσβολωμένος, οι τρίχες της κεφαλής μου ορθώθηκαν
Και η φωνή μου κόλλησε στο λάρυγγα [1]

Δεν είμαι καλός «φυσιοσκόπος» (όπως λένε) και αγνοώ τελείως με ποια ελατήρια ο φόβος ενεργεί μέσα μας˙ όμως, σε κάθε περίπτωση, είναι περίεργο πάθος˙ και οι γιατροί λένε πως δεν υπάρχει κανένα άλλο που να αποσπά περισσότερο την κρίση μας από την θέση που της πρέπει. Στ’ αλήθεια, είδα πολλούς ανθρώπους να χάνουν τα λογικά τους από φόβο˙ και στους πιο ψύχραιμους είναι βέβαιο ότι, ενόσω ο παροξυσμός που διαρκεί, γεννάει τρομερή παραζάλη. Αφήνω στην άκρη τους κοινούς ανθρώπους, στους οποίους ο φόβος εμφανίζει ποτέ τους προπαππούδες να βγαίνουν από τον τάφο, τυλιγμένοι στο σάβανό τους, πότε λυκανθρώπους, ξωτικά και νεραϊδικά. Όμως, ακόμα και μεταξύ των στρατιωτών, όπου λιγότερο θα έπρεπε να εύρισκε θέση, πόσες φορές δεν μετέτρεψε ένα κοπάδι πρόβατα σε ίλη θωρακοφόρων, καλάμια και μπαστούνια σε πολεμιστές και λογχοφόρους, τους φίλους μας εχθρούς και τον λευκό Σταυρό σε κόκκινο;[2]
Όταν ο κύριος ντε Μπουρμπόν κατέλαβε τη Ρώμη,[3] ένας σημαιοφόρος που ήταν σκοπιά στο φρούριο Σαν Πιέτρο κυριεύτηκε από τέτοια τρομάρα στο πρώτο σήμα συναγερμού, ώστε από την τρύπα ενός γκρεμισμένου μέρους του τείχους πετάχτηκε, με τη σημαία στο χέρι, έξω από την πόλη, ολόισια κατά πάνω στους εχθρούς, πιστεύοντας πως είχε τραβήξει προς το κέντρο της πολιτείας. Και με μεγάλο κόπο, την τελευταία στιγμή, βλέποντας το στρατό του Κυρίου ντε Μπουρμπόν να παρατάσσεται για  να τον αντιμετωπίσει, επειδή νόμιζαν ότι επρόκειτο για έξοδο που επιχειρούσαν οι κάτοικοι της πόλης, ήρθε στα συγκαλά του και κάνοντας στροφή, επέστρεψε από την ίδια τρύπα από την οποία είχε βγει και προχωρήσει πάνω από τριακόσια βήματα πέρα, μέσα στα χωράφια.Τα πράγματα δεν διόλου τέτοια ευτυχή κατάληξη για τον σημαιοφόρο του σωματάρχη Ζουΐγ, όταν χάσαμε το Σαιν-Πωλ  από τον Κόμη ντε Μπυρ και τον Κύριο ντυ Ρε, επειδή, χάνοντας σε τόσο μεγάλο βαθμό τα συλλοϊκά του από την τρομάρα, πετάχτηκε με τη σημαία του από μια πολεμίστρα, έξω από την πόλη, οπότε πετσοκόπηκε από τους πολιορκητές. Και σε αυτή την ίδια πολιορκία,  αξιομνημόνευτος υπήρξε ο φόβος που έσφιξε, κυρίεψε και πάγωσε την καρδιά ενός ευπατρίδη, ώστε έπεσε  ξερός κατάχαμα στον προμαχώνα, χωρίς να έχει καμία πληγή.
 Παρόμοιος φόβος συνέχει καμιά φορά ολάκερο πλήθος. Σε μιαν από τις μάχες του Γερμανικού κατά των Τευτόνων, δύο μεγάλοι στρατοί πήραν από τρομάρα ˙ ο ένας τρεπόταν σε φυγή εκεί όπου ο άλλος έφευγε.
Πότε ο φόβος μας δίνει φτερά στα πόδια, όπως στα δύο πρώτα παραδείγματα, πότε μας καρφώνει τις πατούσες  και μας πεδικλώνει, όπως διαβάζουμε για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, ο οποίος σε μία μάχη που έχασε κατά των Αγαρηνών, βρέθηκε σε τέτοια ταραχή και τέτοια παράλυση, ώστε δεν μπορούσε να πάρει απόφαση να φύγει:  τόσο ο φόβος φοβάται ακόμα και τη βοήθεια, [4] ώσπου ο Μανουήλ, ένας από τους κύριους διοικητές των στρατευμάτων του, τον τραβολόγησε  και τον ταρακούνησε, σαν να για να ξυπνήσει από ύπνο βαθύ και του είπε: «αν δεν με ακολουθήσετε, θα σας σκοτώσω, γιατί καλύτερα να χάσετε τη ζωή σας, παρά, πέφτοντας αιχμάλωτος, να καταντήσετε να χάσετε την αυτοκρατορία».
 Τότε ο φόβος εμφανίζει τη μέγιστη ισχύ του, όταν, ενώ μας κρατάει υποχείριους, μας  ξαναδίνει την τόλμη που αφαίρεσε από το χρέος μας και την τιμή μας. Στην πρώτη κατά παράταξη μάχη που οι Ρωμαίοι έχασαν εναντίον του Αννίβα υπό τον ύπατο Σεμπρόνιο, ένα σώμα με πάνω από δέκα χιλιάδες οπλίτες, κυριευμένο από τρομάρα, μη βλέποντας πως αλλιώς να ξεθυμάνει την ανανδρία του, ρίχτηκε καταμεσής τον κύριο όγκο των εχθρών, τον οποίο διέσπασε μετά από θαυμαστή προσπάθεια, σκοτώνοντας πολλούς Καρχηδόνιους, εξαγοράζοντας μία επονείδιστη φυγή με το ίδιο τίμημα που θα πλήρωνε για μία ένδοξη νίκη.
Αυτό που φοβάμαι περισσότερο είναι ο φόβος.
Επιπλέον, ο φόβος ξεπερνάει σε ένταση κάθε άλλη ταραχή.
Ποια οργή μπορεί να είναι εντονότερη και δικαιότερη από την οργή των φίλων του Πομπήιου που βρισκόταν στο πλοίο του, θεατές εκκίνησης τρομερή σφαγής; [5] Ωστόσο ο φόβος των αιγυπτιακών ιστίων που άρχιζαν να τους πλησιάζουν, την κατέπνιξε, έτσι ώστε οι σχολιαστές σημειώνουν πως δεν έπραξαν άλλο από το να βιάσουν τους ναύτες να κάνουν γρήγορα και να ξεφύγουν κωπηλατώντας, ώσπου, φτάνοντας στην Τύρο, απελευθερωμένοι από το φόβο, αφέθηκαν να στρέψουν τη σκέψη τους στην απώλεια που είχαν υποστεί και να ξεσπάσουν σε θρήνους και κοπετού που αυτό το άλλο ισχυρότερο πάθος είχε αναστείλει.

Τότε ο φόβος ξεριζώνει κάθε σωφροσύνη από το νου μου. [6]

Αυτούς που της άρπαξαν για τα καλά σε κάποια μάχη, γεμάτους πληγές ακόμα και αιμόφυρτους, τους ξαναφέρνουν κιόλας την επόμενη μέρα στην επίθεση. Όμως αυτούς που τους μπήκε στο κεφάλι ο φόβος του εχθρού, δεν θα τους καταφέρνατε ούτε να τον κοιτάξουν κατά πρόσωπο. Όσοι βρίσκονται και τον πιεστικό φόβο ότι θα χάσουν το βιός τους, ότι θα εξοριστούν, ότι θα υποταχθούν, ζουν σε διαρκή αγωνία, χάνοντας την όρεξη για πιοτό φαΐ, και ανάπαυση,  εκεί που όπου οι φτωχοί, οι οστρακισμένοι, οι δουλοπάροικοι, ζουν συχνά τόσο χαρούμενα όσο και οι άνθρωποι. Και τόσοι που επειδή δεν άντεχαν τους νυγμούς του φόβου,  κρεμάστηκαν, πνίγηκαν και έπεσαν στον γκρεμό, μας δίδαξαν καλά πως ο φόβος είναι ολόκληρος και αβάσταχτος από το θάνατο.
Οι Έλληνες αναγνωρίζουν ένα άλλο είδος που προέρχεται, λένε, όχι από την πλάνη του λογικού, ούτε από την από άλλη εμφανή αιτία, αλλά από ουράνια παρακίνηση. Λαούς ολάκερους βλέπει κανείς συχνά να καταλαμβάνονται από αυτό το φόβο, καθώς και στρατούς ολάκερους. Τέτοιος ήταν ο φόβος που έφερε στην Καρχηδόνα απίστευτη συμφορά. Δεν ακούγονταν παρά κραυγές και φωνές τρομαγμένες. Έβλεπε κανείς τους κατοίκους να βγαίνουν από τα σπίτια τους, σαν να είχε σημάνει συναγερμός, να ρίχνονται ο ένας πάνω στον άλλον, να τραυματίζονται και να αλληλοσκοτώνονται μεταξύ τους, λες και ήταν εχθροί που είχαν έρθει να καταλάβουν την πόλη τους. Όλα ήταν αταραξία αταξία και ταραχή, ώσπου με δεήσεις και θυσίες κατασίγασαν την οργή των θεών. Αυτό ονομάζεται Πάνειον, δήγμα. [7]


[1]Βιργίλιος, Αινειάδα ΙΙ, στ.774.
[2] Υποθέτουμε πως ο λευκός σταυρός διέκρινε τα γαλλικά λάβαρα, ενώ ο κόκκινος τις δυνάμεις της Αγγλίας παλαιότερα ή των Ισπανών του Κάρολου Κουΐντου πιο πρόσφατα.
[3] Η είσοδος των Γάλλων στη Ρώμη, πάντα στη διάρκεια των Ιταλικών Πολέμων, είχε λάβει χώρα το 1527.
[4] Κουΐντος-Κούρσιος, Ιστορία ΙΙΙ,xi..
[5] O Πομπήιος (106-48 π.Χ.) δολοφονήθηκε από έναν στρατιώτη όταν, νικημένος από τον Καίσαρα στα Φάρσαλα, αναζητούσε καταφύγιο στην Αίγυπτο.
[6] Στίχος του Έννιου, τον οποίο αναφέρει ο Κικέρων στις Τουσουλανικές διατριβές IV, vii.
[7] Έκφραση που γεννήθηκε από το φόβο που κατέλαβε του Γαλάτες, όταν δέχθηκαν επίθεση των Ελλήνων κοντά στο μαντείο των Δελφών και θεωρήθηκε πως ήταν τιμωρία του Πάνα.

ΜΟΝΤΕΝ ΜΙΣΕΛ. ΝΤΕ, ΔΟΚΙΜΙΑ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ), μετάφραση.: ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ Δ. ΦΙΛΙΠΠΟΣ, εστία, Αθήνα 2003, σελ.119-121


Φόβος και Ελπίδα



ΜΟΝΤΕΝ ΜΙΣΕΛ. ΝΤΕ, ΔΟΚΙΜΙΑ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ), μετάφραση.: ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ Δ. ΦΙΛΙΠΠΟΣ, εστία, Αθήνα 2003, σελ.119-121.