Η επιστήμη αυτοκτονεί όποτε υιοθετεί ένα δόγμα.

Thomas Huxley, 1825-1895, Βρετανός βιολόγος.

Το ανθρώπινο πόδι… ένα θαύμα της Μηχανικής.

Λεονάρντο Ντα Βίντσι, 1452-1519, Ιταλός σοφός.

Ο σκοπός της τέχνης είναι να δώσει στη ζωή σχήμα.

Γουίλιαμ Σαίξπηρ, 1564-1616, Άγγλος δραματουργός.

Pages

Saturday 16 December 2017

Η φύση… ο πολιτισμός, Β' Μέρος ( συγγραφέας Γιώργης Ζάρκος)

Η φύση… ο πολιτισμός, το διήγημα για το οποίο κάνει λόγο στους λίβελούς του ο Γιώργης Ζάρκος, είναι από τα πρώτα του και πρωτοδημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία, τεύχος 78, Μάρτιος 1930, σελ. 314-325. Κατόπιν ο συγγραφέας το συμπεριέλαβε- ελαφρά τροποποιημένο-στον ίδιο τόμο με το μυθιστόρημα Η τρέλα σε όλα τα στάδια, 1932. Η τρίτη δημοσίευση έγινε στη συλλογή διηγημάτων Γιατί άλλαξα ιδέες και άλλα διηγήματα, εκδ. Κάλβος, 1981. Αυτή η τρίτη δημοσίευση αποτελεί και την δική μας πηγή. 



Η φύση… ο πολιτισμός, Β' Μέρος ( συγγραφέας Γιώργης Ζάρκος)




O καφετζής που ήταν και αυτός με αυτούς που είχαν κυκλώσει το τραμ, σαν ελευθερώθηκε το σκυλί, πριν προφτάσει να τρυπώσει πάλι, άρπαξε από τα χέρια του αστυφύλακα το μπαστούνι και με το γυριστό του μέρος, σβέλτα, το τράβηξε έξω. Το τραμ έφυγε και το αυτοκίνητα αρχίσανε να κοιλάνε. Το σκυλί γλίτωσε το θάνατο για να μαρτυρήσει στη ζωή. Ο αστυφύλακας πήρε νερό από το καφενείο και έπλυνε το μπαστούνι, και τόδωσε στον κύριο με ένα ευχαριστώ ευγενικό. Οι πολίτες, άλλοι κοιτούσανε το σκυλί, και άλλοι τις ματωμένες γραμμές, στο μέρος που του έκοψε τα πόδια.

«-Σα να έκοψε άνθρωπο» είπε κάποιος.
«- Ζωντανό δεν είναι κι αυτό;» είπε άλλος.
«-Και αυτό ψυχή έχει» είπε τρίτος

Η ώρα περνούσε. Οι μεγάλοι φεύγανε γιατί θυμηθήκανε τις δουλειές τους και δεν είχανε καιρό να τον χάσουνε· μείνανε τα παιδιά που δεν σκοτίζονται για τον καιρό που φεύγει στα χαμένα. Όποιος περνούσε έριχνε μία ματιά και έφευγε. Όποιο παιδί, όμως, περνούσε, μένα να δει τι θα απογίνει «το καϋμένο το σκυλάκι».

Κοιτούσαν το σκυλί τα παιδιά με μάτια που δείχνανε φόβο και παρακάλι. Το στόμα του ήτανε γιομάτο λάσπη καμωμένη με το αίμα του. Είχε πάψει να σκούζει και δάγκωνε τα λιωμένα, λασπωμένα με χώματα, πόδια του που τον πονούσανε. Το κοιτάζανε όλα τα παιδιά με βουρκωμένα τα μάτια, και είχανε γύρει θλιμμένα τα κεφάλια τους.

Ο αστυφύλακας, από καλή του καρδιά, του έδωσε να φάει το πνευμόνι για να μην πάει και χαμένο. Όταν είχε πάει να βρει τον αρχιφύλακα, στην επιστροφή περνώντας από το χασάπη το είχε πάρει για να ξεγελάσει μ’ αυτό το σκυλί και να το βγάλει από κάτω που ήτανε τρυπωμένο. Όσοι τον είδανε να του δίνει πλεμόνι να φάει στο χάλι που ήτανε με όλη τους τη θλίψη σκάσανε στα γέλια με την κουταμάρα του.

Ο αρχιφύλακας με τους δυο του αστυφύλακες τραβηχτήκανε στην πάντα και κάνανε συμβούλιο. Πήρανε την τελική απόφαση, αφού πρώτα προτείνανε πολλές λύσεις και οι τρεις και ο ένας έφυγε για να φέρει το κάρο της δημαρχίας.

Το καναρίνι τέλειωσε το λούσιμο και είχε αρχίσει να χτενίζει με τη μύτη του τα φτερά του. Η γυναίκα του μάγερα χτενιζόταν και αυτή στο μπαλκόνι της, στον ήλιο «σαν καναρίνι» και, κάθε φορά που τραβούσε το χτένι, το κοίταζε με προσοχή…

Το κάρο της δημιουργίας ήρθε σε λίγο.
«-Πως θα το ρίξουμε μέσα;» ρώτησε ο σκουπιδιάρης με ύφος που έφερνε αμέσως τον κατακλυσμό. Δεν γινόταν τίποτα. Ήτανε αδύνατο για το σκουπιδιάρη ζωντανό να ριχτεί στο κάρο του που μόνον ψόφια και σάπια είχε συνηθίσει να ρίχνει.
«-Με το φτυάρι», του είπε ο αρχιφύλακας.
«- Ζωντανό πράγμα, στέκεται πάνου στο φτυάρι; Δεν το λυπόσαστε το φουκαριάρικο; να του δώσω μία το φτυάρι να το τελειώσω;»

Ο αρχιφύλακας θύμωσε. Δεν κάλεσε το σκουπιδιάρη για να δώσει συμβουλές. Είχανε κάνει και οι τρεις πριν συμβούλιο και είχανε πάρει απόφαση. Δεν επιτρεπότανε μπροστά στον κόσμο να φανούνε βάρβαροι. Αν ήσαντε σε απόκεντρο μέρος, που δεν θα τους έβλεπε κανείς ξέρανε τι θα κάνανε. Δεν ήτανε ανάγκη να τους το πει ο βρωμοσκουπιδιάρης. Τους λωποδύτες που πιάνουνε στο δρόμο τους πάνε στο κρατητήριο και κει, μακριά από τα μάτια του κόσμου του κόσμου, τους μαυρίζουνε τις φτέρνες στο ξύλο για να μαρτυρήσουν. Μπροστά στον κόσμο τους φέρνονται με ευγένεια. Έτσι πρέπει να φαίνεται -ευγενικό σώμα- η αστυνομία των πόλεων στα μάτια του κόσμου. Προσβλήθηκε και ξεροκοκκίνισε από τις αγύρεφτες συμβουλές του σκουπιδιάρη ο αρχιφύλακας και με τα λόγια που μπερδευόσαντε στο στόμα του από το θυμό διέταξε:
«- Αυτό που σου λέω ΕΓΩ. Δεν σε φέραμε να μας δώσεις γνώμες· κάμε σύντομα ότι σου λέου».
«- Καλά», είπε ο σκουπιδιάρης, μακραίνοντας το «α», δίνοντας ειρωνικό τόνο στη φωνή του.
Έπιασε το φτυάρι ανόρεχτα και προσπαθούσε να φτυαρίσει το ζωντανό σκυλί δίνοντας μια κωμική σοβαρότητα στην έκφραση του προσώπου του και στις κινήσεις του, όπως κάνουνε συνήθως οι άνθρωποι του λαού, που δεν σέβονται τους εξαιρετικούς, όταν θέλουνε να περιγελάσουν τους εκλεκτούς, τους επισήμους

Μόλις ακουμπούσε το φτυάρι, το σκυλί σπαρταρούσε. Το φτυάριζε σε γρήγορα και έκανε να το σηκώσει. Το σήκωνε λίγο, μα αυτό χόρευε και ξέφευγε. Έμπηξε πάλι τα σκουξίματα και ξαναμαζεύτηκε κόσμος. Ο αρχιφύλακας κιτρίνισε από το κακό του, γιατί έβλεπε πως τον περιγελούσε με το ύψος του ο σκουπιδιάρης, για την κουτή διαταγή που του είχε δώσει και νόμιζε πως το έκανε επίτηδες και δεν έριχνε το σκυλί στο σκουπιδόκαρό του, μα η αλήθεια είναι ότι ήτανε αδύνατο και δεν θα μπορούσε να το ρίξει μ’ αυτόν τον τρόπο όσο σοβαρά κι αν καταπιανότανε με αυτήν τη δουλειά. Έτρεμε από το κακό του ο αρχιφύλακας και αν δεν ήτανε ο κόσμος, θα έβγανε το κλομπ να του έσπαζε το κεφάλι.



Ο καφετζής παραμέρισε τον κόσμο- που είχε ξαναμαζευτεί με αυτή τη δεύτερη και τραγικότερη σκηνή από την πρώτη - και μπήκε στη μέση. «-Στάσου, βρε αδερφέ», είπε του σκουπιδιάρη και έσκυψε να πιάσει το σκυλί από το σβέρκο. Κείνο γύριζε το κεφάλι του, άνοιγε το στόμα, ανασηκώνεται τα χείλια του και έδειχνε τα δόντια του γκρινιάρικα: πολεμούσε να τον δαγκάσει.


«-Σε διατάζω να μην το πιάσεις, κύριε γιατί φέρω ΕΓΩ ευθύνη για ο,τιδήποτε συμβεί», είπε αυστηρά ο κύριος αρχιφύλακας.

Χωρίς να του δώσει σημασία ο καφετζής σε μία στιγμή το έπιασε άξαφνα από το πετσί του σβέρκου και το πέταξε σπαρταριστό, και σκούζοντας, στο κάρο.

Ο σκουπιδιάρης καβάλησε, κούνησε τα γκέμια του αλόγου, και, σαν ξεκίνησε το κάρο, είπε του σκυλιού για να τα ακούσουνε οι άνθρωποι και πιο πολύ ο αρχιφύλακας που κάνει πως όλα τα ξέρει, που κάνει τον σπουδαίον και δεν καταδέχεται να πάρει από τους κατώτερους του γνώμη:

«-Φουκαργιάρικο, όλοι τους φαίνεται πως σε λυπούνται, και κανένας χριστιανός δε βρέθηκε να σε λυπηθεί αληθινά…γιατί όλοι λυπόσαντε τον εαυτό τους και σκεφτόσαντε πως θα πονάγανε αν τους είχε το τραμ τα δικά του πόδια να λιώσει. Σαν βγούμε πιο όξω, με την κόψη του φτιαριού θα σε κανονίσω. Μια να σου δώσω σου φτάνει για να ησυχάσεις».

Ο ένας αστυφύλακας με το χέρι στην τσέπη (εκείνη που έχει το κλομπ, βαστώντας το, έτοιμο στο χέρι, από συνήθεια που την έχει όταν πλησιάζει ανθρώπους συγκεντρωμένους, με σκοπό να τους διαλύσει με κάθε τρόπο) πήγε κοντά στους μαζεμένους ανθρώπους και τους είπε ευγενικά:

«-Σας παρακαλώ, κύριοι διαλυθείτε».


Το καναρίνι φούσκωνε το λαρύγγι του και ανέβαζε μια φούσκα αέρα στο λαιμό του ίσα με ένα ρεβύθι. Έβγανε μια γλυκεία, στρογγυλή, χαρούμενη και μαζί πένθιμη φωνή: χαιρότανε για την ομορφιά της ημέρας και θλιβότανε γιατί ήτανε σκλαβωμένο μέσα στο κλουβί.

Η γυναίκα του μάγερα έκαμε την τουαλέτα της και βγήκε για να κάμει τον πρωινό της περίπατο. Δουλειά στην κουζίνα του σπιτιού δεν είχε, γιατί τα φαγιά του σπιτιού ετοιμάζονται από τον άνδρα της στην κουζίνα του μαγεριού μαζί με τα φαγιά των πελατών.

Πέρασε από κείνο το μέρος, μπροστά στα αίματα, έκαμε ένα μορφασμό αηδίας-κείνο που για τους άλλους ήτανε τραγικό και τους συγκινούσε γ’ αυτήν ήτανε σιχαμερό- και τράβηξε για το «άλσος». Συνηθισμένη από τα κρέατα τα αίματα… από τα κοτόπουλα που σφάζει ο άνδρας της και βλέπει ή σφάζει και αυτή κάθε μέρα για το μαγέρικο…δεν μπορούσε ποτέ να την συγκινήσει το αίμα και μάλιστα αίμα σκυλιού· γι’ αυτό, φυσικά, της έφερε αηδία.

Στο άλσος που πήγε και κάθησε σε ένα παγκάκι, που είχε μπόλικο φάρδος-κάθησε στη μέση και το σανίδι λύγιζε λίγο- κάθισε αναπαυτικά γιατί έστρωσε όλος ο πισινός της και δεν κρεμότανε κρέατα, όπως στο κάθισμα, από τόνα μέρος κι από το άλλο, κι άρχισε με το ραχάτι της ακουμπώντας τα χέρια της στην πρησμένη κοιλιά της να πλέκει το καινούργιο της τσαντάκι.

Ευτυχισμένη γυναίκα γιατί ξέρει να ζει ευχάριστα…

Τι να τις κάμει τις μεγάλες χαρές· αυτές μονάχα κείνοι που ζούνε με θλίψεις και αγωνίες τις νιώθουν για μια στιγμή και πάλι πέφτουν στην αγωνία… εξαιτίας της ανησυχίας τους.



Υ.Γ Ειρήσθω εν παρόδω, θα επιθυμούσαμε να θέσουμε  προς τους "πνευματικούς και πολιτιστικούς ταγούς της πόλης" ένα ερώτημα: Σε ποιο μέρος της πόλης μπορεί να αναζητήσει και να βρει κάποιος το σημαντικό συνολικό έργο του Αμαλιαδίτη Γιώργη Ζάρκου; Που μπορούν να το βρουν τα παιδιά μας και να γνωριστούν με αυτό ( φυσικά και με το έργο και άλλων συμπολιτών μας); Συστηματικά, οργανωμένα, απροκατάλυπτα, με γνώση και πολιτισμό.   Μήπως μία φράση που κάποτε ακούστηκε σε μια συγκέντρωση νεολαίας σε μια άκρη του κόσμου "μείνε στην γνωστή αλήθεια" δεν ερμηνεύεται σωστά αν της αποδοθεί το νόημα να παγιδευτεί κάποιος στα δίχτυα της υποθετικής αλήθειας και αντίθετα μπορεί να σημαίνει και μια επανάσταση ενάντια στην οστεοποιημένης αλήθειας και  τις οστεοποιημένες συνθήκες, μια απαίτηση για αξιοπρεπή ζωή, μία αντίσταση στην ακινησία, ένα ξαναγέννημα, άλλη μια προσπάθεια να δραπετεύσει και να ξεφύγει κανείς από την κλειστότητα στιν ανοιχτό κόσμο; Γιατί αν προς  κάτι δείχνουν οι παλιότεροι είναι ότι ο πολιτισμός θέλει δημιουργούς και οχι μεταπράτες, θέλει την ουσία και όχι το θέαμα, την μονομέρεια, τις μάσκες την αυτοικανοποίηση και  το ανούσιο. Διότι χωρίς φαντασία και ευαισθησία μπορείς να παράγεις συνεχώς αλλά να μην δημιουργείς απολύτως τίποτα, για τίποτα και για κανέναν.

«Να λέει κανείς εμείς και να εννοεί εγώ είναι από τις πιο εξεζητημένες προσβολές» , Theodor Adorno


Wednesday 6 December 2017

Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

To σύμπαν δεν θα πάψει ποτέ να μας κόβει την ανάσα.  Σε απόσταση 13 δισεκατομμυρίων ετών φωτός, δηλαδή  μόλις 690 εκατομμυρίων ετών μετά την αρχική «Μεγάλη Έκρηξη» ανακαλύφθηκε η πιο μακρινή υπερμεγέθης μαύρη τρύπα η οποία έχει μάζα 800 εκατομμύρια φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του Ήλιου . Ήταν μια εποχή που το σύμπαν είχε μόνο το 5% περίπου της σημερινής ηλικίας του και μόλις είχαν αρχίσει να εμφανίζονται οι πρώτοι γαλαξίες. Πρόκειται για μια μαύρη τρύπα, που είναι η πιο μακρινή στο χώρο και στο χρόνο που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα. 
Οι επιστήμονες δεν περίμεναν να βρουν ένα τέτοιου μεγέθους κοσμικό αντικείμενο στην κοσμική «αυγή» του σύμπαντος, τόσο νωρίς δηλαδή στην κοσμική ιστορία. Και βέβαια κανείς  δεν έχει μια επιστημονική εξήγηση με ποιo τρόπο είναι δυνατό να σχηματίσθηκε ένα τέτοιο τεράστιο αντικείμενο σε ένα τόσο σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη γέννηση του σύμπαντος. Καθώς ένας ενεργός γαλαξιακός πυρήνας (κβάζαρ) φιλοξενεί την εν λόγω γιγάντια μαύρη τρύπα, πρόκειται ταυτόχρονα για την ανακάλυψη του πιο μακρινού κβάζαρ που έχει ποτέ βρεθεί. O προηγούμενος κάτοχος του ρεκόρ του πιο μακρινού κβάζαρ, ήταν ένα που είχε εντοπισθεί, όταν το σύμπαν ήταν περίπου 800 εκατ. ετών. Τα κβάζαρ είναι ανάμεσα στα φωτεινότερα αντικείμενα στο σύμπαν. Η ενέργειά τους πιστεύεται ότι παράγεται από τη διαρκή ανάπτυξη μιας μαύρης τρύπας-γαργαντούα, που τροφοδοτείται συνεχώς «καταβροχθίζοντας» την ύλη (από αέρια έως ολόκληρα άστρα) στο κέντρο του μεγάλου γαλαξία τους. Το συγκεκριμένο κβάζαρ ULAS J1342+0928, ένας από τους πρώτους γαλαξίες του σύμπαντος, εκτιμάται ότι διαθέτει μια μαύρη τρύπα με μάζα 800 εκατομμύρια φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του Ήλιου μας. 
Η ύπαρξη αυτής της τόσο μεγάλης μαύρης τρύπας στο πρώιμο σύμπαν αναμένεται να οδηγήσει σε αναθεώρηση των έως τώρα θεωρητικών μοντέλων για τις δυνατότητες πρώιμης ανάπτυξης των μαύρων οπών. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αστρονόμο Εδουάρδο Μπανάδος, του Ινστιτούτου Επιστημών Κάρνεγκι στην Καλιφόρνια, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature» πραγματοποίησαν τις παρατηρήσεις τους με τα δύο τηλεσκόπια Gemini σε Χαβάη και Χιλή. Όπως είπαν, εκτιμούν ότι στο σύμπαν υπάρχουν μόνο 20 έως 100 τόσο μακρινά και φωτεινά κβάζαρ.




























Thursday 30 November 2017

«Σπουδαστήριο Αμαλιάδας»- Αναξίμανδρος και το άπειρο «Άπειρον»

Το φιλοσοφείν αναμφισβήτητα είναι παρά πολλά πράγματα. Ένα από τα πιο μεγάλα του χαρίσματα θεωρούμε όμως πως είναι η ιδιαίτερη σχέση με τον χρόνο που καλλιεργεί. Μία σχέση η οποία φέρνει ως αποτέλεσμα των εκμηδενισμό των τοίχων της φυλακής που θα ήθελε να κάνει τους ανθρώπους να μοιάζουνε στα πράγματα και ακόμη περισσότερο  στην συγκεκριμένη κοινωνία στην οποία ανήκουν. Διότι η φιλοσοφία δίνει την δυνατότητα να έρθουμε σε επαφή και να καταπιαστούμε με προβληματικές και κείμενα έξω από την «επικαιρότητα», να συντονίζουμε τη μνήμη μας και την σκέψη μας με την μνήμη της ανθρωπότητας και έτσι να ευρύνουμε και να επιμηκύνουμε τη ζωή μας. Στον άπειρο  χωροχρόνο της ανθρωπότητας.
Δεν είναι και λίγο πράμα μέσα στον ζόφο της καθημερινότητας να συνομιλούμε με μεγάλους ανθρώπους που προηγήθηκαν , να γνωρίζουμε πιο κριτικά τη ζωή τους και τη σκέψη τους,  να αναπτύσσουμε και να καλλιεργούμε, πέρα από ηλικίες, μια προσωπική σχέση με τις προηγούμενες γενιές να αισθανόμαστε ζωντανά την παρουσία τους και την ευφυΐα τους.
Εμείς στο «Σπουδαστήριο», αυτό το ιδιότυπο σχολείο αυτομόρφωσης ενηλίκων στην Αμαλιάδα, επιλέξαμε τις προάλλες,  και για τρεις συνεχόμενες συναντήσεις μας, να συνομιλήσουμε με τον μεγάλο αρχαϊκό , Ίωνα,  στοχαστή από  Μίλητο ,  Αναξίμανδρο, στα πλαίσια του κύκλου των συναντήσεων που τρέχει  για το έτος 2017-2018,  με τον τίτλο «Φιλοσοφικές και Αισθητικές Περιπλανήσεις».  
Η αναμέτρηση με την σκέψη του Αναξίμανδρου είναι στοχασμός και συνομιλία με την απειρότητα. Πως  όμως είναι δυνατόν το άπειρο να γίνει πιο οικείο, λιγότερο τρομακτικό και αβυσσαλέο, ένα άπειρο που παρ' όλη τη χαώδη του διάσταση να αναδεικνύει μια περατότητα , όχι καθαρή και θανατερή, μία περατότητα όχι ως αέναη διαδοχή του ιδίου και συρρίκνωση της ανθρώπινης ύπαρξης, μια περατότητα στην οποία ο άνθρωπος είναι ανακατωμένος με την κυκλοφορία των εμπορευμάτων και έχει εξομοιωθεί  με τα αντικείμενα, σε μια ζωή απείρως θνητών πραγμάτων με σίγουρη και αδιάφορη ημερομηνία  λήξης, μια δηλαδή βουβή, σαφή , αμιγή, παγερή, αδιάφορη, μηδαμινή και αμελητέα  περατότητα, αλλά αντιθέτως μια περατότητα αναμεμειγμένη «ψυχή τε και σώματι»  με το μεγάλο και «αΐδιο αντίθετό» της, την απειρότητα, σε ένα αέναο, γοητευτικό και μοιραίο  παιγνίδι όχι στον άλλο κόσμο αλλά στο παρόν;  Πόση σχέση έχουν αυτά και με το ερώτημα «της σημασίας του να έχει κάποιος να ζει», να ζει  όχι  δέσμιος και αιχμάλωτος της επικαιρότητας, των κανόνων που υπαγορεύονται από εξωτερικά πλαίσια και εφαρμόζονται υποσυνείδητα αν δεν ξέρει να παίρνει απόσταση, αλλά να ζει  αρνητικά ως προς τα πλαίσια και καταφατικά ως προς τη ζωή;
Ο Αναξίμανδρος δεν είναι μόνο φυσιολόγος όπως έλεγε ο Αριστοτέλης , δεν είναι μόνο ο πρώτος επιστήμονας, όπως πολύ συχνά αναφέρει η δική μας, σύγχρονη προβολή για αυτόν,  αλλά είναι ο πρώτος μεγάλος φιλόσοφος, ο πρώτος αληθινά τραγικός,  που εισάγει μία απείρως βαριά φιλοσοφική έννοια, έναν φιλοσοφικό ογκόλιθο, το Άπειρο,  και μέσα από αυτή μας καλεί να σκεφτούμε ανοιχτά, να σκεφτούμε  την αρνητικότητα, να σκεφτούμε  τα όρια, να σκεφτούμε στα όρια, ξεκινώντας από το ανέλπιδο να προσεγγίσουμε την ελπίδα, να σκεφτούμε τη ζωή και το θάνατο από την πλευρά της ζωής. Διότι το ανέλπιδο και η ελπίδα βρίσκονται σε σχέση γένεσης και καταστροφής και όλα αυτά  κατά τον Αναξίμανδρο γίνονται «κατὰ τὸ χρεών»  και κατά «κατὰ τὴν τοῦ χρόνου τάξιν»,  εις την «ἑτέραν τινὰ φύσιν ἄπειρον».
Το άπειρον σημαίνει άρνηση του κοινότυπου πεπερασμένου, σημαίνει να παίρνουμε αποστάσεις από όλα εκείνα που μας επιβάλλουν ή επιβάλλονται και μας κάνουν να μην είμαστε εμείς , σημαίνει να μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε τις ανεπανόρθωτες ζημιές και απώλειες που συντελούνται, σημαίνει να αντιλαμβανόμαστε τη διαφορά του θανάτου ως καταστροφή και εκμηδενισμό, από τον θάνατο ως προϋπόθεση της ζωής και αφετηρία αναζωογόνηση της, να αισθανόμαστε όλα  αυτά που χάνονται όταν οι άνθρωποι  δεν μιλούν, δεν επικοινωνούν, δεν γιορτάζουν. Διότι όπως έλεγε κάπου  ο Λακάν, και από μια άλλη σκοπιά,  «η επιθυμία μιμείται την άβυσσο του απείρου».
Όσο για εμάς, εκεί στο «Σπουδαστήριο», φαίνεται ότι ενδόμυχα  αναζητούμε αυτήν την ζωογόνο ανάσα που ελλοχεύει σε αυτήν την ιδιότυπη αλλά και τόσο φυσική «αγία τριάδα» (συνομιλία, επικοινωνία, εορτή), αυτό που αξίζει να αποκαλείται «σκέψη», με την ευρεία έννοια. Αν και είμαστε ακόμη λίγοι, πιστεύουμε ότι «αγαθότητα» είναι με το μέρος μας. Εσείς οι άλλοι,  για την ώρα , απλώς, χάνετε…


Ένα απόσπασμα της παρουσίασης για τον Αναξίμανδρο μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ όπου και  περιλαμβάνεται το μοναδικό σωζόμενο απόσπασμα του αρχαϊκού στοχαστή που έχουμε στην διάθεσή μας: 

"λέγει δ' αὐτὴν μήτε ὕδωρ μήτε ἄλλο τι τῶν καλουμένων εἶναι στοιχείων, ἀλλἑτέραν τινὰ φύσιν ἄπειρον,ἐξ ἧς ἅπαντας γίνεσθαι τοὺς οὐρανοὺς καὶ τοὺς ἐν αὐτοῖς κόσμους·  ἐξ ὧν δὲγένεσίς ἐστι τοῖς οὖσικαὶ τὴν φθορὰν εἰς ταῦτα γίνεσθαι κατὰ τὸ χρεών· διδόναι γὰρ αὐτὰ δίκην καὶ τίσιν ἀλλήλοις τῆς ἀδικίας κατὰ τὴν τοῦ χρόνου τάξιν..."


Σιμπλίκιος, εις Φυσ. 24, 13 DK 12 a 9








Monday 27 November 2017

Γιώργης Ζάρκος- Η φύση...ο πολιτισμός, Α' μέρος

Η φύση...ο πολιτισμός

Τρία ημερόνυχτα έκανε κακοκαιριές. Ο ουρανός ήταν γεμάτος μαύρα φορτωμένα σύννεφα, σαν σφουγγάρια μουσκεμένα. Πέφτανε χοντρές στάλες σαν από βρεγμένο σφουγγάρι, ή άξαφνα έπιασε μπόρα σαν κάποιο χέρι να το ‘στιβε.
Οι χοροδιδάσκαλοι κι οι σωφέρ χαιρόσαντε, γιατί κάνανε χρυσές δουλειές· οι αμαξάδες βλαστημούσανε, γιατί  με τη βροχή γλιστράνε τα άλογα στην άσφαλτο ή κολλάνε τα’ αμάξια στους δρόμους που ‘χουνε κούπες με λάσπη· οι ήσαντε και αυτοί από τους χολιασμένους…Ε, λίγο πολύ, όλ' οι άνθρωποι,  όλοι θέλουν ε τη βροχή και άλλοι δεν τη θέλουνε.
Την τρίτη μέρα οι βραδινές εφημερίδες γράφουνε το δελτίο του Αστεροσκοπείου: “Πιθανός καιρός αύριο: κυκλώνες και αντικυκλώνες άστατος με βροχές…».
Το «πιθανός» όμως  είναι σαν του  φυστικά το «ζυγά ή μονά», που  παίζει με δικαιώματα και χάνει, καμιά φορά,  όλα τα φιστίκια  μαζί με το καλάθι.  Έτσι την έπαθε και το Αστεροσκοπείο· γιατί την τετάρτη μέρα ήτανε χαρά Θεού: ξάστερος o ουρανός από το πρωί, έμοιαζε με ένα μεγάλο γαλάζιο μπαλκόνι που κλείνει μέσα του όλο τον κόσμο.
 Ο καφετζής , μόλις εψήλωσε  καλά ο ήλιος,  έβγαλε το κλουβί με το καναρίνι και το κρέμασε σε ένα καρφί,   που το ’χε επίτηδες καρφώσει στο τηλεγραφόξυλο, στη γωνία του πεζοδρομίου.
Στη μέση του κλουβιού,  είχε ένα φλιτζάνι του τσαγιού γεμάτο νερό. Το καναρίνι μόλις χτύπησεν ο ήλιος, αρχίνησε να πηδάει από το ‘να ξυλάκι στο άλλο, αφήνοντας να ξεφεύγουνε από το στόμα του μονόφθογγες γλυκές κλάψες. Πήδησε κάμποση ώρα, για να ξεμουδιάσει και, μετά, με ένα πήδημα κατέβηκε και έκατσε στα χείλια του φλιτζανιού. Έσκυψε και έχωσε τη μύτη του στο νερό: την κουνούσε τιναχτά και πετιότανε το νερό. Κουνούσε την ουρά του και τις φτερούγες του και ανασηκώνε ούλα τα πούπουλα  του κορμιού του, για να βραχούνε με το νερό που πετιότανε: έκανε το πρωινό του λουτρό.
Δύο σκυλάκια-το ένα σερνικό και τα’ άλλο θηλυκό, το θηλυκό κατσαρό κανελί χρώμα και το σερνικό  με κοντές τρίχες στρωτές, σαν του αλόγου, μαύρες, με μπαλώματα άσπρα- κυνηγιόσαντε  στην πλατεία, απέναντι στην κολώνα που ήταν κρεμασμένο το καναρίνι. Ήσαντε  και τα δύο χαρούμενα, μεθυσμένα ,τρέλα από τη χαρά. Αγκαλιάζόσαντε σαν παιδάκια· δάγκωνε το ένα το άλλο, σαν να φιλιόσαντε· ξέφευγε το ένα,  και το άλλο το κυνηγούσε·  με το δρόμο που έπαιρνε,   έπεφτε πάνω του όταν το ‘φτανε, το αγκάλιαζε,  γιμόσαντε ένα κουβάρι, και περνάνε τέσερες-πέντε  τούμπες για να κοπεί η φόρα τους.
Στα καφενεία εκείνου που είχε το καναρίνι και του αλλουνού που το είχε απέναντι, δίπλα στο μαγέρικο,  καθόσαντε φοιτητές, μεσίτες, συνταξιούχοι αμαξάδες που δεν είχανε αγώγι,  και άλλοι χασομέρηδες άεργοι και άνεργοι,  χωρίς ορισμένο επάγγελμα, και ρουφάγανε τον πρωινό τους καφέ. Ο καπνός από τα στόματα έβγαινε σαν ατμός από ανοιχτά ρουμπινέτα καζανιού με δρόμο,  και,  μόλις κοβόταν ο δρόμος του από το ξεφύσημα,  γινότανε τουλούμπες σαν ξασμένα μαλλιά πρόβεια. Από τις κάφτρες  όταν δεν τραβούσανε ανεβαίνανε - δύο κλωστές- και γινόσαντε στεφάνια, που μοιάζανε με φανταστικά μανιτάρια. Άσπρος διάφανος καθώς είναι ο καπνός, τον χτυπούσε και ο ήλιος και έπαιρνε το μουντό χρώμα του ασημιού που οι χρυσοχόοι το λένε «μάτι». Αραίωνε ύστερα  ο καπνός και έπαιρνε χίλια δυο σχήματα· ψιλός σαν αράχνη…και έσβηνε για να βγει άλλος από τα στόματα και από τις καύτρες, για να σβήσει και αυτός και έτσι να γίνεται τέλεια και συντομότερη η επιστροφή του χορταριού στη φύση: η στάχτη στη γη και ο καπνός στον αέρα που θα τον ξαναπάρει η βλάστηση. Οι  σχολαστικοί και οι οικονομολόγοι,  βλέποντας τον καπνό να σβήνει λένε:  « να πως χάνεται το χρήμα». Η φύση όμως δεν καταλαβαίνει από τέτοιες θεωρίες. Θέλει να καεί, να σαπίσει, να φαγωθεί…το παλιό χορτάρι· θέλει  τη στάχτη και την κάπνα, τις σαπίλες  και τις κοπριές, για να φτιάξει καινούργιο το καπνό, που θα τον κάμουνε οι άνθρωποι τσιγάρα, μήλα που θα τα φάνε, κρίνα, παπαρούνες και βατόμουρα για τους αλήτες…
Το καναρίνι δεν ευχαριστιότανε να στέκεται στα χείλια του φλυτζανιού, και πήδησε μέσα. Κουνούσε το κεφάλι, τις φτερούγιες και την ουρά του· ανασήκωνε και τα μικρά πούπουλα και έμοιαζε με παπάκι που βουτάει.
 Στο μπαλκόνι, πάνω από το μαγέρικο, η χοντρή γυναίκα του μάγερα, με γυρισμένη την πλάτη κατά τον ήλιο, καθότανε σε μία καρέκλα· από το ένα μέρος και από το άλλο κρεμόσαντε οι  σάρκες του πισινού της που δεν χωρούσανε στο κάθισμα και στα ξέπλεκα μαλλιά της τράβαγε ένα χτένι...το κοίταζε…και σκότωνε αράδα χωρίς οίκτο «τα μικρόβια» που έβγανε.
Τα σκυλάκια που δεν χορταίνανε παιχνίδια , ξαφνιαστήκανε από ένα αυτοκίνητο, που πέρασε από κοντά τους,  και φύγανε τρομαγμένα κάτω μέρος της πλατείας που περνάει το τραμ. Εκείνη τη στιγμή ανέβαινε να τραμ  τον ανήφορο…τα σάστισε…το ένα πρόλαβε και προσπέρασε και έγινε άφαντο. Μερδικό σ τις χαρές έπαιρνε με το άλλο μονάχα. Στο δυστύχημα  και στις λύπες  το εγκατέλειψε. Το θηλυκό το πήρανε αποκάτου οι ρόδες. Σταμάτησε το τράμ δυο μέτρα μετά, στη στάση του.
Το σκυλί έμεινε, κοντά στις πισινές ρόδες, με τα μπροστινά πόδια λιωμένα· σπαρταρούσε από τους πόνους και έσκουζε δυνατά.
Οι επιβάτες που κατεβήκανε ακούσανε τα σκουξήματα και σκύψανε να δούνε.
Ένας έλεγε: «-Το καυμένο»·  άλλος ρωτούσε:  «Ποιανού είναι;»· τρίτος: «- Μα πως το έκοψε;»… και άλλοι ζητάγανε πληροφορίες για το καϋμένο,  το δυστυχισμένο»… γιατί το λυπόσαντε.
Πολλοί από το καφενείο σηκωθήκανε και πήγανε στο τραμ για να δούνε.
Άλλοι  που περνούσανε από μακριά και είδανε τον κόσμο μαζεμένον,   τρέξανε να δούνε ποιον έκοψε. Ο σκοπός αρχιφύλακας που είδε κόσμο μαζεμένον,  πήγε και αυτός να δει τι τρέχει.
Το σκυλί είχε πάψει να σκούζει και δάγκωνε τα λιωμένα του πόδια. Ο αστυφύλακας του φώναξε «όξω, όξω»-  για να βγει από τις γραμμές -μα αυτό δεν το κουνούσε· έβλεπε τον κόσμο γύρω του και φοβόταν μη βγει και πάθει χειρότερο από ό,τι είχε πάθει . Κάτου  από το τραμ κρυμμένο, του φαινότανε πως ήτανε ασφαλισμένο, παρά αν έβγαινε. Ο αστυφύλακας βρέθηκε σε δύσκολη θέση, γιατί δεν ήξερε πώς να διαλύσει τον κόσμο· πήρε  έναν αστυφύλακα ακόμα, και ήρθανε και οι τρεις το τραμ, με το σκυλί από κάτου, ζωσμένο με κόσμο, που ήταν αιτία να σταματήσει η κίνηση του δρόμου- γιατί το τραμ και τα αυτοκίνητα που πηγαίναμε και ερχόσαντε, είχανε σταθεί το ένα πίσω από το άλλο,  και κάνανε μακριές ουρές. Ένας πολίτης έδωκε  το μπαστούνι του στον έναν αρχιφύλακα που τον παρεκάλεσε να του το δώσει· έσκυψε και κεντούσε το σκυλί, να το αναγκάσει να βγει από το άλλο μέρος. Το σκυλί που δεν είχε πόδια για να κουνηθεί- μα και να είχε θα φοβότανε να βγει με τόσο κόσμο που ήταν τριγύρω- δάγκωνε το μπαστούνι και γκρινιάρικα έσκουζε. Παιδεύτηκε κάμποση ώρα, παίδεψε και το σκυλί, και στο τέλος, αφού είδανε και απόειδαν-η ουρά που κάνανε τα αυτοκίνητα μεγάλωνε και ο περίεργος κόσμος πολύστεβε- διάταξε ο αρχιφύλακας τον οδηγό να βάλει μπρος. Εκείνος έβαλε την «εγκοπή» και τσούλησε, αργά, λιγάκι το τραμ. Το σκυλί φοβήθηκε και σαλτάρισε…πιάστηκε στο πισινό του πόδι που έμενε ακόμα γερό στην πισινή ρόδα: έμπηξε πάλι τα σκουξίματα στοιχήματα και χτυπιότανε πάνου στη ρόδα, σαν λαγός πιασμένος σε δόκανο σιδερένιο.
«-Μη! Μη, το καημένο είναι κρίμα» φωνάζανε όλοι.
Ο αρχιφύλακας διέταξε τον οδηγό να σταματήσει. Το σκυλί έσκουζε. Ο αρχιφύλακας τότε διέταξε τον οδηγό να κάνει λίγο πίσω… Ελευθερώθηκε το σκυλί μου μα  ήταν λιωμένο και το τρίτο του πόδι…


Τέλος Α’ μέρους

Βιογραφικά στοιχεία Γιώργη Ζάρκου

Γεννήθηκε στην Αμαλιάδα (1902) και πέθανε στην Αθήνα (7 Απριλίου 1967) και είχε άλλα 5 αδέρφια.  Πήρε το απολυτήριο γυμνασίου από την Αμαλιάδα. Το 1920 πήγε στον Πειραιά και φοίτησε σε τεχνική σχολήΓιος γιατρού μυήθηκε νεότατος στο κομμουνιστικό κίνημα. Δούλεψε στα νιάτα του μηχανικός στα καράβια- ταξίδεψε. Εξορίστηκε στην Ανάφη επί Μεταξά. Μαζί με τους Μαρίνη, τον Τσακίρη, τον Ρίτσο, τον Θρακιώτη, τον Ηλία Σιμόπουλο κ..α πρωτοστάτησε στη δημιουργία «Εργατικού θεάτρου» και άλλων πολιτιστικών εκδηλώσεων στο «Ενωτικό εργατικό κέντρο» της Αθήνας  στα χρόνια 1932-36.  Τα χρόνια 1945-1950 μοίρασε μεγάλο αριθμό τράκτ, συνήθως χειρόγραφων, στηλιτεύοντας πρόσωπα και πράγματα του κατεστημένου, πολιτιστικού και πολιτικού όποιας προέλευσης- ένας ενδεικτικός τίτλος «Σκατά». Στη δεκαετία του ’50 μετέφρασε και δημοσίευσε αμερικάνικη, ρουμάνικη, γιαπωνέζικη κ.ά ποίηση-συχνά σε ένα φυλλάδιο που τύπωνε ο ίδιος. Στο καφενείο της Στοάς Θεμιστοκλέους όπου και το εκδοτικό γραφείο Μαυρίδη, μαζί με τον Σπατάλα και τον Μαρίνη ήταν το πιο αναμφισβήτητο ‘σπουδαίο» πρόσωπο, στο μέσο δεκάδων συγγραφέων τριών γενιών κι ανάμεσα σε αυτούς και ο Μυριβήλης κι ο Ν. Παπάς, τον αναγνώριζαν μεγάλο και έτρεμαν το λόγο του… 
Στα χρόνια του’ 50 ο Ζάρκος, μοναχικός χωρίς να χρειάζεται τίποτα, ήταν καφενόβιος και ταβερνόβιος αλλά και ακούραστος περιπατητής, φτωχός, κουρασμένος, είρων, χιουμορίστας, απαρηγόρητος κομμουνιστής, σοφός, ωραίος-όλα αυτά πολύ. Έπινε συνεχώς καφέ και κάπνιζε συνεχώς τσιγάρο κ’ έγραφε πάνω σε πακέτα τσιγάρων και ό,τι χαρτί του βρισκόταν, με μολύβι κοντό την ώρα που περίμενε στο στέκι, όταν έφτανε πρώτος. Το σπάσιμο της βιτρίνας των εκδόσεων «Πυρσός», γύρω στο 1930, που του πρωτόβγαλε τη φήμη του τρελού ( γιατί τρελός ποτέ δεν ήταν) και η θητεία του μετά στο τρελάδικο (η είσοδός του σε αυτό υπήρξε πράξη βίας και οι λόγοι παραμένουν σκοτεινοί…) και άλλες καταπληκτικές ιστορίες της ζωής του ήταν γλυκόπικρες μνήμες πολύ μακρινές για αυτόν…Ο Ζάρκος, που πρωτοδημοσίευσε στα 1927 στη «Νέα Εστία» και που από το πρώτο του βιβλίο χρησιμοποίησε την φωνητική γραφή, όταν κάποτε θα γραφεί η ιστορία της ζωής και του έργου του, θα φωτιστούν πολλά σκοτάδια της γενιάς του ’30. 


Εργογραφία

1. Δεν είναι και σπουδαίο πράμα ο θάνατος (1928)

2. Η τρέλα σε όλα τα στάδια (1932)

3. Ζωντανά πτώματα (1934)

4. Βιτριόλι (1936)

5. 5 λίβελοι (1930-1940)

6. Η μεγάλη στρατιά (1945)

7. Ένα αθώο μυθιστόρημα (1945)

8. Ομάδα συμβίωσης πολιτικών εξόριστων Ανάφης (1946)

9. Γιατί άλλαξα ιδέες (1928-1948)

10. Νουβέλες και Διηγήματα (1927-1948)

11. Συνωμοσία - σελίδες χρονικού (1951)

12. Τα σκατά (1953)

Sunday 19 November 2017

Αναξίμανδρος, άπειρο, χρόνος, αδικία και τίσις

Ελάχιστες είναι οι λέξεις που μας απόμειναν από τα γραπτά αυτής της μεγάλης ιδιοφυίας της αρχαιότητας, αυτού του εξαιρετικού στοχαστή από την Μίλητο  που γνωρίζουμε  ότι πρέπει να γεννήθηκε γύρω στα 610 π.Χ και να πέθανε λίγο μετά το 546 π.Χ.
Ίσως οι πραγματικές δικές του λέξεις που έφτασαν σε εμάς να είναι πιο λίγες και από τις ώρες τις ημέρας. Και όμως!  Ήταν ο πρώτος που τόλμησε να στοχαστεί το άπειρο με έναν τρόπο που θα ζήλευαν πολύ σύγχρονοι μας, τόσο φιλόσοφοι όσο και επιστήμονες, και που κανείς πριν από αυτόν δεν υποψιάστηκε. Μερικοί δε , ακόμη και στις μέρες μας, ισχυρίζονται ότι και κανείς ύστερα από εκείνον δεν μπορεί να ξεπεράσει.  Διότι για τον Αναξίμανδρο η  πανανθρώπινη και η κοσμική νομοτέλεια , η ανθρώπινη και η κοσμική δικαιοσύνη,  δεν αποτελούν η μία ομοιοθεσία της άλλης,  αλλά συγγενείς εξ αίματος που σχετίζονται βαθιά και ακατάλυτα μεταξύ τους.  Ο  Αναξίμανδρος  μας δείχνει ότι το ζεύγος αντίθετων  όρων χάος- κόσμος μαζί με το άλλο αντιθετικό ζεύγος ύβρις-δίκη έχουν εξέχουσα σημασία στην ελληνική σύλληψη του κόσμου. Ενός κόσμου που διανύει συνεχείς κύκλους γένεσης και φθοράς, ενός κόσμου όπου το αναπότρεπτο κοσμικό γεγονός του θανάτου ( η μόνη βεβαιότητα που έλεγε ο Χάιντεγκερ) δεν θεωρείται εκμηδένιση αλλά προϋπόθεση και αφετηρία για μια νέα ζωή, όπου το Είναι μετά την καμπή του και την υποταγή του στην δικαιοσύνη της ήττας, ανακτά τις δυνάμεις του, ανασυντάσσεσαι και οδηγείται στο θρίαμβο της ζωής. Εκεί που η «ωραία Μυρτώ γίνεται αληθινή σα δέντρο».
Παραθέτουμε τις λίγες λέξεις που πέρασαν από τον ποταμό της λήθης και σώθηκαν:
....λέγει δ' αὐτὴν μήτε ὕδωρ μήτε ἄλλο τι τῶν καλουμένων εἶναι στοιχείων, ἀλλ' ἑτέραν τινὰ φύσιν ἄπειρον,ἐξ ἧς ἅπαντας γίνεσθαι τοὺς οὐρανοὺς καὶ τοὺς ἐν αὐτοῖς κόσμους·  ἐξ ὧν δὲ ἡ γένεσίς ἐστι τοῖς οὖσι, καὶ τὴν φθορὰν εἰς ταῦτα γίνεσθαι κατὰ τὸ χρεών· διδόναι γὰρ αὐτὰ δίκην καὶ τίσιν ἀλλήλοις τῆς ἀδικίας κατὰ τὴν τοῦ χρόνου τάξιν...
Α. Σιμπλίκιος, εις Φυσ. 24,13
«ἄπειρον, γίνεσθαι κατὰ τὸ χρεών , δίκην καὶ τίσιν ἀλλήλοις τῆς ἀδικίας, κατὰ τὴν τοῦ χρόνου τάξιν», όλες τους λέξεις, έννοιες,  εκφράσεις δυσνόητες, σχεδόν αινιγματικές.
Είναι σίγουρο ότι για να κατανοήσουμε σωστά τον Αναξίμανδρο πρέπει να τον εντάξουμε μέσα στο γενικό πλαίσιο του πνεύματος της εποχής.  Όμως συνάμα είμαστε υποχρεωμένοι να βγούμε και εκτός αυτού. Διότι ο Αναξίμανδρος αλλάζει του κανόνες της εποχής όσον αφορά τον τρόπο σκέψης. Θα είναι ο πρώτος που θα απελευθερώσει την σκέψη από την προσκόλληση της στο αισθητηριακό, το απτό και το εμπειρικό και θα ανοίξει έτσι για αυτήν νέους ανεξερεύνητους δρόμους , που θα οδηγήσουν σε απροσδόκητα αποτελέσματα.
Με ποιο τρόπο τα πραγματοποίησε αυτά ο μεγάλος Ίωνας στοχαστής; Ποια ήταν τα ερωτήματα που πιθανόν έθεσε στον εαυτό του και πως αναμετρήθηκε με αυτά; Γιατί ο λόγος του πολλές φορές μας φαντάζει τόσο μυστηριώδης, αλλά πρωτίστως και κυρίως, γιατί είναι λόγος τόσο δραματικός και υπό αυτήν την έννοια δυνάμει ή και ενεργεία τραγικός; Τι είδους τραγικότητα είναι αυτή που κρύβεται εδώ;
Πως είναι δυνατόν, με ποιο μηχανισμό ,  το χωρίς όρια, το απροσπέλαστο, το άπειρο αυτό που δεν έχει μορφή και  σχήμα, να κυβερνά πάνω σε αυτό που είναι σχηματισμένο , έχει μορφή, και εμφάνιση; Σχετίζεται αυτό άραγε με την έννοια του χρόνου; Και τι είδους απροσδιοριστία του μέλλοντος είναι αυτή που διακατέχει το μέλλον, υποκειμενική ή οντολογική; Τι ακριβώς είναι αυτό που ίσως να μας  ψιθυρίζει από το μακρινό παρελθόν ο αρχαικός πρωτοστοχαστής, ποιες σφοδρές αδικίες και ανάμεσα σε ποιους αυτουργούς διαδραματίζονται τόσο σε κοσμικό όσο και ανθρώπινο επίπεδο; Kαι ποιες άραγε δυνάμεις είναι οι ύπατοι σε αυτή την τραγικότητα;   

Με αυτά και άλλα ερωτήματα θα ασχοληθούμε στις δύο επόμενες Δευτεριάτικες συναντήσεις στο «Σπουδαστήριο». Δεν θα δώσουμε περιγραφικές ή κοινότυπες απαντήσεις. Δεν μας ενδιαφέρει καθόλου αυτό. Όμως δεν φιλοδοξούμε να δώσουμε και οριστικές απαντήσεις. Διότι ούτε και αυτό είναι ή  ήταν ποτέ στα ενδιαφέροντά μας, τις επιδιώξεις μας, τις πεποιθήσεις μας. Όμως θα συζητήσουμε για έναν πελώριο στοχαστή, με σύγχρονους όρους και αυτό  για μας είναι, προσώρας,  είναι πολύ σημαντικό… 

Saturday 11 November 2017

Η εξόντωση

Από τις εκδόσεις ΕΝΕΝΕΝ κυκλοφορεί το νέο τεύχος 45 (Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος) της ομότιτλης επιθεώρησης πολιτισμού. Από την πλούσια ύλη του περιοδικού ξεχωρίσαμε καταρχήν τρία άρθρα: 

α) Τη σημαντική μαρτυρία του Ολλανδού δημοσιογράφου Ad van Liempt (Ουτρέχτη, Ολλανδία, 1949) αναφορικά με το Ολοκαύτωμα στην Ολλανδία, και γενικώς τα γεγονότα που ακολούθησαν την Γερμανική εισβολή στην Ολλανδία στις 10 Μαϊου του 1944. Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του δημοσιογράφου με τον τίτλο "Hitler's Bounty Hunters: The Betrayal of Jews” [Οι ευεργετημένοι κυνηγοί του Χίτλερ: Η προδοσία των Εβραίων] στο οποίο περιγράφεται με εξαιρετική ακρίβεια η διαδικασία με την οποία η Ναζιστική Γερμανία πλήρωνε για κάθε πληροφορία αναφορικά με τις θέσεις των Εβραίων. Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό χωρίο από το απόσπασμα με τον τίτλο,  Το Ολοκαύτωμα στην Ολλανδία: οι εκτοπισμοί: «Tην άνοιξη του 1943 εμφανίστηκε ένα άλλο πρόβλημα: η σύλληψη των υπολοίπων Εβραίων για αυτούς που είχαν σημαδεμένες ταυτότητες δεν υπήρχε πρόβλημα. Στο τέλος οι Γερμανοί θα ανακαλέσουν όλα αυτά τα ένσημα- τελικά όλα ήταν προσωρινά μέχρι νεωτέρας αλλά το πιο ανησυχητικό για τους ναζιστές αρχηγούς της Ολλανδίας ήταν η διαπίστωση ότι αρκετοί Εβραίοι είχαν ξεφύγει από το δείκτη σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους γύρω στις 25.000 δεν είχαν καταμετρηθεί και κάπου κρύβονταν. Η φιλοσοφία του Endlosung der Judenfrage επίτασσε ότι όλοι οι Εβραίοι, χωρίς εξαίρεση, έπρεπε να εξολοθρευτούν. Στη συνάντηση κορυφής των ναζιστών στο Πόζναν της Πολωνίας στις 5 Οκτωβρίου του 1943, ο Χίμλερ δεν θα μπορούσε να πει περισσότερα. Για να πείσει τους συναδέλφους του στην ηγεσία του τρίτου Ράιχ ότι η γενοκτονία ήταν σωστή πολιτική είπε: “ πιθανόν να έχετε συνειδητοποιήσει ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα ερώτημα: τι θα κάνουμε με τις γυναίκες και τα παιδιά;
Στρατόπεδο Westerbork 1942. Χριστουγεννιάτικοι εορτασμοί των  Γερμανών αξιωματούχων μετά την εξολόθρευση των εκτοπισμένων Εβραίων της Ολλανδίας.
Έχω αποφασίσει ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα είναι αδιαμφισβήτητη, καθώς η γνώμη μου είναι ότι δεν είναι σωστό να έξω στρέψουμε μόνο τους άρρενες- και αυτό κύριοι σημαίνει φόνος ή διαταγές για από το αποτέλεσμα αυτό- και να αφήσουμε τα παιδιά να μεγαλώσουν έτσι ώστε αύριο να πάρουν εκδίκηση από τα παιδιά και τα εγγόνια μας. Πρέπει να πάρουμε τη δύσκολη απόφαση να εξαφανίσουν αυτό το έθνος από προσώπου γης”. Αυτά ήταν τα λόγια του Χίμλερ τον Οκτώβριο του 1943 
»

Μετάφραση: Γιώργος Γιαννόπουλος

β) Το άρθρο με τίτλο «Η εξόντωση» του Τσέχου φιλοσόφου Κάρελ Κοσίκ (Karel Kosík (26 June 1926 – 21 February 2003) το οποίο αποτελεί ένα επιλεγμένο ένα απόσπασμα από το εκτενές δοκίμιο του στοχαστή με τίτλο «Τι είναι κεντρική Ευρώπη» που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1969, συμπληρώθηκε το 1992 και συμπεριλήφθηκε ολόκληρο στην έκδοση δοκιμίων του συγγραφέα με τίτλο Kosík, Karel : Století Markéty Samsové [ Κοσίκ Κάρελ, Ο αιώνας της Γκρέτε Σάμσα], Πράγα, Cesky spisovatel 1993, εκδ. Orientace. Παραθέτουμε ένα μικρό χωρίο από το άρθρο: « Η μεταφορά άρχιζε με την διαταγή: «Alles nitnehmen!» [Πάρε μαζί τα πάντα ]. Σε αυτές τις δύο λέξεις κωδικοποιούταν ένα αβέβαιο μέλλον: σπανίως αυτή η διαταγή σήμαινε απελευθέρωση και επιστροφή στο σπίτι και συχνά σήμαινε επιλογή για εκτέλεση. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, ωστόσο, αυτές οι λέξεις σήμαιναν να είσαι έτοιμος να ταξιδέψεις σε άλλο τόπο συγκέντρωσης. Το στρατόπεδο ήταν μία έκφραση της παροδικότητας των σταθερών καταστάσεων, της προσωρινότητας της κατάστασης να ξεκινάς ένα ταξίδι και να φτάνεις κάπου. Η τοποθεσία δεν ήταν τόπος ενδημίας ή τακτοποίησης αλλά μόνο ένας μεταβατικός σταθμός για να εξασφαλιστεί η περαιτέρω περιπλάνηση- ο παράλογος τρόπος του να είσαι συνεχώς στο δρόμο. Η ανταλλαγή, η καθοδήγηση, η έλλειψη σταθερότητας, η σταθερή κίνηση, το συνεχές έλα και φύγε- αυτές είναι εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν από τον αποθανόντα φίλο μου Έμιλ Ούτιτζ στην αξιοσημείωτη προσπάθεια του να περιγράψει την καθημερινή ζωή στα στρατόπεδα μεταφοράς. Οι άνθρωποι ήταν πάντα βιαστικοί, στοιβαγμένοι, οδηγούμενοι ενώ το έδαφος ήταν σπαρμένο με κάθε διαφορετικό μεταφερόμενο είδος: στρατιώτες, κρατούμενους , δραπέτες, ανθρώπους που αναχωρούσαν, ανθρώπους που κατέφθαναν, πορείες θανάτου. Οι άνθρωποι δεν εκδιώκονται από τα σπίτια τους μόνο από κάποια εξωτερική, ξένη δύναμη αλλά επίσης και για άλλους λόγους: την δυσαρέσκεια τους, την περιέργειά τους, το πάθος και η εμμονή τους με το ταξίδι ανεξαρτήτως προορισμού και σκοπού , απλά για να ανακουφίσουν την πλήξη τους και να καλύψουν τα μεγάλα κενά διαστήματα και να ξεπεράσουν το αίσθημα του ξεσπιτώματος και του ξεριζώματος και έτσι την υπαρξιακή αβεβαιότητα που ο στοχαστής αποκαλούσε: «das Unbehagen» [δυσφορία]. Η εξορία και το ξεσπίτωμα δεν είναι κατηγορίες που αφορούν μόνο εκείνους που απωθήθηκαν, καταδιώχθηκαν ή εξορίστηκαν αλλά επίσης την πλειονότητα των ανθρώπων- των ανθρώπων που έχουν απολέσει το κέντρο τους, και έτσι την πραγματική τους εστία, τρέχουν από πράγμα σε πράγμα, από τη μία άσκοπη κατάσταση στην άλλη πάντα με την μάταιη ελπίδα ότι θα ανακαλύψουν κάπου αλλού την ομορφιά και την οικία τους». 

Ναζιστικό έγγραφο από την περίοδο του εγκλεισμού  του Κάρελ Κοσίκ
 στο  στρατόπεδο συγκέντρωσης του Τερεζίν.   

Τη μετάφραση του κειμένου έχει αποδόσει στα ελληνικά από την τσεχική ο Μάριος Δαρβίρας ενώ όλο το κείμενο αναμένεται να συμπεριληφθεί στην προετοιμαζόμενη έκδοση ανέκδοτων δοκιμίων του πολύ σημαντικού αυτού στοχαστή από τις εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ. 

γ) Το δοκίμιο με τίτλο "Ο (αντικαπιταλιστικός) ρομαντισμός στη Θεωρία του Μυθιστορήματος" ων Robert Sayre και Michael Lowy, όπου οι δύο συγγραφείς από τη σκοπιά της προσέγγισης του Ρομαντισμού την οποία έχουν επιχειρήσει σε αρκετά γραπτά τους , κατά τη διάρκεια πολλών ετών επιχειρούν μια εξέταση του σημαντικού έργου του Ούγγρου φιλοσόφου και διανοουμένου του 20ου αιώνα Γκέοργκ Λούκατς (György Lukács, 13 Απριλίου 1885-5 Ιουνίου 1971) με το τίτλο Η Θεωρία του Μυθιστορήματος, μτφρ. Τσελέντη Ξ. Αθήνα, Πολύτροπον, 2004. 

Οι εν λόγω συγγραφείς έχουν επιχειρήσει μια προσέγγιση του Ρομαντισμού στον αντίποδα των παραδοσιακών ιδεών του Ρομαντισμού είτε ως καθαρά ένα λογοτεχνικό ρεύμα είτε ως μια χρονικά οριοθετημένη περίοδο στις αρχές του 19ου αιώνα, μια προσέγγιση η οποία περιγράφεται κυρίως στο βιβλίο τους Εξέγερση και Μελαγχολία: O Ρομαντισμός στους αντίποδες της Νεωτερικότητας, μτφρ. Καββαδία Δ., Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις. 1999.

Wednesday 1 November 2017

Porajmos, Το λησμονημένο Ολοκαύτωμα

Το Korkoro ("Alone" στα Ρομανί ) είναι μια γαλλική δραματική ταινία του 2009 που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Tony Gatlif, με τους Γάλλους ηθοποιούς Marc Lavoine, Marie-Josée Croze και James Thiérrée. Το κάστ της ταινίας ήταν πολλών εθνικοτήτων, Αλβανοί, Γεωργιανοί , Σέρβοι, Γάλλοι, Νορβηγοί καθώς επίσης και εννέα Ρομά που ο Gatlif ενέταξε στην ταινία που προέρχονταν από την Τρανσυλβανία.

Βασισμένο σε ένα περιστατικό για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο από τον ιστορικό Ρομά Ζακ Σιγκότ, η ταινία εμπνεύστηκε από μία ομάδα Ρομά που διέφυγε από τους Ναζί με τη βοήθεια γαλλικών χωρικών. Περιγράφει το σπάνια τεκμηριωμένο θέμα του Porajmos (το Ολοκαύτωμα των Ρομά). Εκτός από την ομάδα των Ρομά , η ταινία περιλαμβάνει και έναν χαρακτήρα που βασίζεται στην πραγματική ιστορία της Yvette Lundy, μία δασκάλας που ήταν ενεργή στη γαλλική αντίσταση και απελάθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης εξαιτίας της δράσης της να προμηθεύει τους Ρομά. διαβατήρια Ο Gatlif σκόπευε να κάνει ένα ντοκιμαντέρ αλλά η έλλειψη γραπτών αναφορών τον οδήγησε να παρουσιάσει την ιστορία ως δράμα.

Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου και στην Γαλλία βγήκε ως Liberté τον Φεβρουάριο του 2010. Την φοβερή μουσική της ταινίας, συνέθεσαν ο Tony Gatlif και η Delphine Mantoulet.

Το Κορκόρο έχει χαρακτηριστεί ως «σπάνιο κινηματογραφικό αφιέρωμα» σε εκείνους που σκοτώθηκαν στον Porajmos. Σε γενικές γραμμές, έλαβε θετικές κριτικές από τους κριτικούς, που το θεωρούσαν ως ένα από τα καλύτερα έργα του σκηνοθέτη, ενώ ένα από τα προτερήματά του θεωρείται η απεικόνιση των Ρομά με μη στερεότυπο τρόπο , μακριά από τα κλισέ και τις συνήθεις απεικονίσεις τους.


Το λησμονημένο Ολοκαύτωμα

Κατά τη διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου, το Porajmos ήταν η προσπάθεια της ναζιστικής Γερμανίας, της ανεξάρτητης Κροατίας, και της Ουγγαρίας του Miklós Horthy  και των συμμάχων τους να εξοντώσουν τον λαό των Ρομά της Ευρώπης. Κάτω από τη διακυβέρνηση του Χίτλερ, οι Ρομά και οι Εβραίοι ήταν στην πραγματικότητα οι μόνες εθνοτικές ομάδες για τις οποίες η εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία υπεδείκνυε ολοκληρωτική εξόντωση. Το 1935 με τους λεγόμενους νόμους της Νυρεμβέργης, οι Ρομά μαζί με τους Εβραίους άρχισαν να χαρακτηρίζονται Fremdrasse (“αλλοδαπή φυλή») της οποίας το αίμα αποτελούσε θανάσιμη απειλή για την γνησιότητα της γερμανικής φυλής και θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Οι δύο ομάδες υπέστησαν παρόμοιες πολιτικές και διώξεις, με αποκορύφωμα την πληγή εξαφάνιση και των δύο πληθυσμών στις κατεχόμενες από τους Ναζί χώρες . Οι εκτιμήσεις για το θάνατο των Ρομά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο κυμαίνονται από 220.000 έως 1.500.000 .

Επειδή οι κοινότητες των Ρομά στην Ανατολική Ευρώπη ήταν λιγότερο οργανωμένες από τις εβραϊκές κοινότητες, το Porajmos δεν ήταν καλά τεκμηριωμένο. Υπήρξε επίσης μια τάση να υποβαθμιστούν τα πραγματικά στοιχεία, σύμφωνα με τον Ian Hancock, διευθυντή του Προγράμματος Ρομά των Πανεπιστημίων του Τέξας στο Όστιν . Ο Tony Gatlif, του οποίου οι ταινίες έχουν ως επί το πλείστον ανθρώπους Ρομά,  από καιρό ήθελε να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για αυτό το λιγότερο γνωστό θέμα, αλλά η έλλειψη επαρκών τεκμηριωμένων στοιχείων σε συνδυασμό με την απουσία ακριβών αριθμών απογραφής πριν από τον πόλεμο για τους Ρομά δύσκολο .


Η πολύ συγκινητική και εν γένει καταπληκτική αυτή ταινία με τα πολλά νοήματα προβλήθηκε από την ΕΡΤ3 στις 27/10/2017 και αξίζει κάποιος να την αναζητήσει και να την παρακολουθήσει.