Pages

Friday, 2 November 2018

Byung – Chul Han: «Λυπάμαι, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα»

Print Friendly and PDFPrint Friendly


Θεωρείται σταρ μεταξύ των ομοίων του και μπορεί με ελάχιστες προτάσεις να γκρεμίσει ολόκληρα θεωρητικά οικοδομήματα που υποβαστάζουν την καθημερινότητά μας. Γι΄αυτό και είναι αποδέκτης θαυμασμού, αλλά και εχθρότητας. Μια συνομιλία με τον φιλόσοφο Μπιούνγκ – Τσουλ Χαν.
΄
Ο ίδιος είχε προτείνει ως τόπο συνάντησης το καφέ Liebling. Ο συνεσταλμένος φιλόσοφος διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Τεχνών του Βερολίνου και έχει προξενήσει αίσθηση με τα βιβλία του «Η κοινωνία της κόπωσης» και «Η κοινωνία της διαφάνειας». Αποφεύγει τις συνεντεύξεις.
Έχουν περάσει κιόλας δέκα λεπτά από την κανονισμένη ώρα συνάντησης. Επρόκειτο άραγε να μας στήσει; Τότε όμως εμφανίζεται να κατηφορίζει το δρόμο με το ποδήλατο. Μπαίνει, κάθεται και παραγγέλνει μια Κόκα Κόλα.
.
Ερώτηση: Από πού έρχεστε;

Απάντηση: Από το γραφείο, όπως πάντα.
Ε: Πάνω σε τι εργάζεστε αυτό το διάστημα;
Α: Γράφω ένα βιβλίο για το Ωραίο. Πήρα αυτήν την απόφαση, όταν διάβασα μια συνέντευξη του Μπότο Στράους. Στην ερώτηση «Τι είναι αυτό που σας λείπει;», ο Στράους απάντησε: «Το Ωραίο». Δεν είπε περισσότερα. Έτσι σκέφτηκα να γράψω ένα βιβλίο για το Ωραίο.
Ε: Τώρα λοιπόν κάνετε σκέψεις για το Ωραίο. Πώς είναι αυτές οι σκέψεις; Μπορείτε να μας πείτε πιο συγκεκριμένα;
Α: Σκέφτομαι προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω ομοιότητες. Μου συμβαίνει συχνά να αντιλαμβάνομαι ομοιότητες μεταξύ γεγονότων – ανάμεσα σε ένα σύγχρονο και ένα παλαιότερο γεγονός ή μεταξύ πραγμάτων που λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα. Ακολουθώ αυτές τις σχέσεις προσπαθώντας να τις ερμηνεύσω.
O διάσημος μετρ της σύγχρονης Τέχνης Τζεφ Κουνς
Ε: Και τι θα σήμαινε αυτό στην περίπτωση του Ωραίου;
Α: Προσπαθώ να αντιληφθώ τη σχέση που υπάρχει μεταξύ διαφορετικών πραγμάτων που συμβαίνουν σήμερα ή που είναι δημοφιλή στην εποχή μας. Επί παραδείγματι το Brazilian Waxing, τα γλυπτά του Τζεφ Κουνς και το iPhone.
Ε: Συγκρίνετε την αποτρίχωση του σώματος με ένα smartphone και έναν καλλιτέχνη;
Α: Κανείς μπορεί να δει πολύ εύκολα, τι κοινό έχουν: Είναι η λείανση. Το λείο 
χαρακτηρίζει την εποχή μας. Γνωρίζετε το G Flex, ένα smartphone της LG; Αυτό το τηλέφωνο έχει μια ιδιαίτερη επίστρωση. Αν υπάρξουν γρατζουνιές, εξαφανίζονται μέσα σε λίγο χρόνο. Το κινητό έχει ένα αυτοϊούμενο δέρμα, ένα δέρμα σχεδόν οργανικό. Αυτό σημαίνει πως μένει πάντα εντελώς λείο. Αναρωτιέμαι: Γιατί να ενοχλούν μερικές γρατσουνιές που δημιουργούνται σε ένα αντικείμενο; Γιατί να υπάρχει αυτή η επιδίωξη για μια λεία επιφάνεια; Ήδη διαφαίνεται μια σχέση μεταξύ του λείου κινητού τηλεφώνου, του λείου δέρματος και του έρωτα.
Ε: Του έρωτα; Αυτό όμως πρέπει να μας το εξηγήσετε.
Α: Αυτή η λεία επιφάνεια του smartphone είναι ένα δέρμα που είναι άτρωτο, που διαφεύγει κάθε τραυματισμό. Και πραγματικά, μήπως δεν ισχύει το ίδιο σήμερα και με τον έρωτα, όπου κανείς αποφεύγει οποιοδήποτε τραύμα; Δεν θέλουμε να είμαστε ευάλωτοι, υποχωρούμε μπροστά σε κάθε τραύμα, σε κάθε πιθανότητα τραυματισμού. Στον έρωτα απαιτείται ένας υψηλός βαθμός προσωπικής συμμετοχής. Όμως αποφεύγουμε αυτήν την συμμετοχή, γιατί οδηγεί σε τραυματισμό. Αποφεύγουμε το πάθος και το να αφεθούμε στον έρωτα μοιάζει ήδη με σοβαρό τραύμα.
Δεν επιτρέπεται να αφεθούμε πια στον έρωτα. Στα Γαλλικά θα ονομαζόταν “tomber amoureux”. Αυτή η άφεση – η πτώση – θεωρείται υπερβολικά αρνητική, σαν ένα τραύμα που πρέπει να αποφευχθεί. Αυτό το συνδέω με άλλες σκέψεις…
Ζούμε στην εποχή του like. Στο facebook δεν υπάρχει πλήκτρο dislike, κάτι που θα επιβράδυνε την επικοινωνία. Κατά τον ίδιο τρόπο και μια συναισθηματική πληγή επιβραδύνει την επικοινωνία. Ακόμη και η Τέχνη δεν θέλει σήμερα να πληγώνει. Στα γλυπτά του Τζεφ Κουνς δεν υπάρχουν τραύματα, ρήγματα, ρωγμές, σημεία τριβής, σπασίματα, αιχμηρές γωνίες, ούτε και ραφές. Η μετάβαση από το ένα σημείο στο άλλο είναι απαλή, λεία, ομαλή. Η επίδραση των γλυπτών είναι ομογενοποιημένη, λειασμένη, εξομαλυσμένη. Η Τέχνη του Κουνς έχει ως στόχο την λεία επιφάνεια. Σήμερα δημιουργείται ένας πολιτισμός της αρέσκειας. Το βλέπω ακόμα και στην πολιτική.

Ε: Δημιουργείται άρα μια λεία πολιτική;
Α: Και η πολιτική αποφεύγει σήμερα αυτήν την συμμετοχή. Προκύπτει μια πολιτική της αρέσκειας. Ποιο θα ήταν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα πολιτικού που επιδιώκει την αρέσκεια; Η Άνγκελα Μέρκελ, ίσως. Γι΄αυτό και είναι τόσο δημοφιλής. Προφανώς δεν έχει σταθερές πεποιθήσεις, δεν έχει οράματα. Βλέπει στο δρόμο και ανάλογα με τις διαθέσεις που επικρατούν στο κοινό, αλλάζει κι αυτή γνώμη. Μετά την πυρηνική καταστροφή στην Φουκοσίμα, ας πούμε, παρουσιάζεται ξαφνικά κατά της ατομικής ενέργειας. Θα μπορούσε να πει κανείς μάλιστα, πως είναι λεία σαν χέλι. Σήμερα έχουμε να κάνουμε μόνο με λείους πολιτικούς.
Υπάρχει ένας ενδιαφέρον συσχετισμός μεταξύ λείου δέρματος, λείας Τέχνης και λείας πολιτικής. Ωστόσο η πολιτική δράση, υπό την έννοια της συναίσθησης, χρήζει ενός μεγάλου βαθμού συμμετοχής. Πρέπει να μπορεί να πληγώσει. Κάτι που η λεία σημερινή πολιτική δεν το κάνει. Όχι μόνο η Μέρκελ δεν είναι ικανή για κάτι τέτοιο, αλλά οι σύγχρονοι πολιτικοί στο σύνολό τους. Είναι μόνο αρεστά τσιράκια του συστήματος. Έχουν ρόλο επισκευαστή εκεί που το σύστημα είναι απόν, έχουν δηλαδή εξωραϊστικό ρόλο στον τομέα έλλειψης εναλλακτικών λύσεων. Όμως η πολιτική πρέπει να προσφέρει εναλλακτικές. Αλλιώς δεν διαφέρει από την δικτατορία. Σήμερα ζούμε σε μια δικτατορία του Νεοφιλελευθερισμού. Στον Νεοφιλελευθερισμό καθένας από εμάς είναι δημιουργός του εαυτού του. Ο Καπιταλισμός στην εποχή του Μαρξ διέθετε μια τελείως διαφορετική εργασιακή δομή. Η οικονομία αποτελείτο από ιδιοκτήτες εργοστασίων. Κανείς εργάτης δεν ήταν δημιουργός του εαυτού του. Υπήρχε μια εκμετάλλευση του Ξένου, ενώ σήμερα λαμβάνει χώρα μια εκμετάλλευση του Εαυτού μας: Με εκμεταλλεύομαι έχοντας την ψευδαίσθηση της αυτοπραγμάτωσης.
Ε: Γι΄αυτό και ο Νεοφιλελευθερισμός χαρακτηρίζεται και ως το αντίπαλο δέος της Αριστεράς.
Α: Δεν είναι αλήθεια. Ο Νεοφιλελευθερισμός χαρακτηρίζει πολύ καλά την κατάσταση της σημερινής κοινωνίας, η οποία έχει να κάνει με την εκμετάλλευση και χρήση της ελευθερίας. Το σύστημα θέλει να γίνεται όλο και πιο παραγωγικό, αλλάζοντας έτσι πορεία, από την εκμετάλλευση του Ξένου στην εκμετάλλευση του Εαυτού μας, επειδή κάτι τέτοιο δίνει ώθηση για μεγαλύτερη αποδοτικότητα και παραγωγικότητα, καλυμμένες υπό τον μανδύα της ελευθερίας.
Ε: Η ανάλυσή σας δεν ηχεί ιδιαίτερα ενθαρρυντική. Εκμεταλλευόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό, δεν διακινδυνεύουμε τίποτα, τόσο στον έρωτα όσο και στην πολιτική, δεν θέλουμε να πληγωθούμε ή να πληγώσουμε.
Α: Λυπάμαι, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα.
Ε: Και πώς μπορεί το μεμονωμένο άτομο να ευτυχίσει στην σημερινή κοινωνία; Οφείλουμε μήπως να αγωνιστούμε περισσότερο για τα ιδανικά μας;
Α: Αυτό εμποδίζεται από το σύστημα. Κατ΄αρχάς δεν ξέρουμε ούτε οι ίδιοι, τι θέλουμε. Οι ανάγκες που αντιλαμβάνομαι ως δικές μου, δεν είναι δικές μου. Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση της φθηνής εταιρείας ενδυμάτων Primark. Υπάρχουν άνθρωποι που δημιουργούν ομάδες και συνταξιδεύουν προκειμένου να ψωνίσουν σε αυτά τα καταστήματα, εφόσον η πόλη τους δεν διαθέτει υποκατάστημα. Πηγαίνουν και σχεδόν λεηλατούν το μαγαζί. Πρόσφατα διάβασα ένα άρθρο σε μια εφημερίδα για ένα κορίτσι που μόλις έμαθε ότι η αλυσίδα Primark ανοίγει υποκατάστημα στην περιοχή της, ούρλιαζε από χαρά λέγοντας, πως τώρα η ζωή της θα είναι πια ολοκληρωμένη. Είναι μια τέτοια ζωή πραγματικά τέλεια, ή πρόκειται για μια ψευδαίσθηση που έχει δημιουργήσει ο καταναλωτικός μας πολιτισμός; Ας δούμε όμως με μεγαλύτερη προσοχή, τι ακριβώς συμβαίνει: Τα κορίτσια αγοράζουν εκατοντάδες φορέματα και κάθε φόρεμα κοστίζει ίσως πέντε Ευρώ – κάτι που αυτό καθαυτό αποτελεί τρέλα, αφού για τέτοια ρούχα πεθαίνουν άνθρωποι σε χώρες όπως το Μπαγκλαντές, αν τα εργοστάσια γκρεμιστούν ή πάρουν φωτιά. Τα κορίτσια αγοράζουν, λοιπόν, εκατοντάδες φορέματα, ξέρετε όμως τι τα κάνουν;
Ε: Επιδεικνύουν τα ρούχα σε βίντεο στο YouTube.
A: Ακριβώς! Κάνουν διαφήμιση φορώντας τα! Φτιάχνουν μαζικά βίντεο, στα οποία εγκωμιάζουν τα ρούχα που αγόρασαν κάνοντας τα φωτομοντέλα. Κάθε τέτοιο βίντεο το έχει δει μισό εκατομμύριο τουλάχιστον θεατές. Οι καταναλωτές αγοράζουν ρούχα ή άλλα πράγματα, τα οποία τελικά δεν χρησιμοποιούν, αλλά κάνουν με αυτά διαφήμιση, η οποία με τη σειρά της ενεργοποιεί περαιτέρω κατανάλωση. Αυτό σημαίνει πως έχει δημιουργηθεί μια απόλυτη κατανάλωση που έχει αποσυνδεθεί από την χρήση των πραγμάτων. Η επιχείρηση έχει περάσει την διαφήμιση στους καταναλωτές. Η ίδια η εταιρεία δεν κάνει διαφήμιση. Αυτό είναι ένα τέλειο σύστημα.
Ε: Θα όφειλε κανείς να διαμαρτυρηθεί;
Α: Γιατί να διαμαρτυρηθούμε, όταν έρχεται η Primark και κάνει την ζωή μου τέλεια;
Ε: «Η ελευθερία θα έχει υπάρξει ως ένα επεισόδιο», γράφετε στο καινούργιο σας βιβλίο «Ψυχοπολιτική». Γιατί;
Α: Η ελευθερία είναι ο αντίποδας του εξαναγκασμού. Όταν κάποιος αισθάνεται τον εξαναγκασμό, στον οποίο έχει υποταχθεί ασυνείδητα, ως ελευθερία, αυτό είναι και το τέλος της ελευθερίας. Για αυτό το λόγο και βρισκόμαστε σε κρίση. Η κρίση της ελευθερίας συνίσταται στο ότι βιώνουμε τον εξαναγκασμό ως ελευθερία. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν είναι δυνατή οποιαδήποτε αντίσταση. Αν με εξαναγκάσετε σε κάτι, μπορώ να αμυνθώ ενάντια σε αυτόν τον εκ των έξω εξαναγκασμό. Εάν όμως δεν υπάρχει πια κάποιο Απέναντι που με εξαναγκάζει να κάνω κάτι, τότε δεν είναι δυνατή και μια αντίσταση. Γι΄αυτό και το μότο στο βιβλίο μου είναι «Protect me from what I want», η διάσημη φράση της καλλιτέχνιδος Jenny Holzer.
Ε: Πρέπει, λοιπόν, να προστατεύσουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας;
A: Αν ένα σύστημα περιορίζει την ελευθερία, πρέπει να αμυνθώ. Το ύπουλο όμως είναι, ότι το σύστημα σήμερα δεν διαβρώνει την ελευθερία, αλλά την μετατρέπει σε εργαλείο. Ένα παράδειγμα: Όταν στην δεκαετία του ογδόντα ανακοινώθηκε απογραφή πληθυσμού, κατέβηκαν όλοι στους δρόμους. Σε μια δημόσια υπηρεσία μάλιστα εξερράγη βόμβα. Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους, γιατί είχε έναν εχθρό – το κράτος – , που ήθελε να του αποσπάσει πληροφορίες παρά τη θέλησή του. Σήμερα αποκαλύπτουμε περισσότερα δεδομένα για εμάς τους ίδιους από ποτέ. Γιατί δεν υπάρχει κάποια διαμαρτυρία; Μα γιατί, σε αντίθεση με παλαιότερα, νιώθουμε ελεύθεροι. Οι άνθρωποι ένιωθαν παλαιότερα να υπάρχει μια επέμβαση, ένας περιορισμός στην ελευθερία τους. Γι΄αυτό και ξεχύθηκαν στους δρόμους. Σήμερα αισθανόμαστε ελεύθεροι. Δίνουμε οικειοθελώς προσωπικά δεδομένα.
Ε: Ίσως γιατί το smartphone μας βοηθά να φτάσουμε εκεί που θέλουμε. Θεωρούμε ότι η ωφέλεια είναι μεγαλύτερη από την ζημιά.
Α: Μπορεί, όμως σε ό, τι αφορά τη δομή, αυτή η κοινωνία δεν διαφέρει από την Φεουδαρχία του Μεσαίωνα. Οι ψηφιακοί φεουδάρχες, όπως το Φέισμπουκ, μας δίνουν γη και μας λένε: Δουλέψτε την, την παίρνετε δωρεάν. Κι εμείς την καλλιεργούμε αυτή τη γη, σαν τρελοί. Στο τέλος εμφανίζονται αυτοί οι χωροδεσπότες και παίρνουν την συγκομιδή. Αυτό αποτελεί εκμετάλλευση της επικοινωνίας. Επικοινωνούμε μεταξύ μας και παράλληλα νιώθουμε ελεύθεροι. Οι φεουδάρχες αποκτούν κεφάλαια από αυτήν την επικοινωνία. Οι μυστικές υπηρεσίες την αστυνομεύουν. Αυτό το σύστημα είναι τρομακτικά αποδοτικό. Δεν υπάρχει διαμαρτυρία, γιατί ζούμε σε ένα σύστημα που εκμεταλλεύεται την ελευθερία.
Ε: Κι εσείς προσωπικά πώς τα αντιμετωπίζετε όλα αυτά;
Α: Όπως όλοι μας είμαι κι εγώ ανήσυχος, όταν δεν έχω πρόσβαση στο διαδίκτυο. Είμαι κι εγώ ένα θύμα. Χωρίς όλη αυτή την ψηφιακή επικοινωνία δεν μπορώ να εξασκήσω το επάγγελμά μου, ως καθηγητής και ως συγγραφέας. Όλοι συμμετέχουμε, έχουμε πιαστεί σε αυτά τα δίχτυα.
Το κτίριο της Acxiom στο Αρκάνσας 
Ε: Ποιο ρόλο παίζουν οι big data τεχνολογίες;
Α: Μεγάλο. Γιατί δεν χρησιμοποιούνται μόνο για να παρακολουθήσουν, αλλά και για να κατευθύνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Και όταν η ανθρώπινη συμπεριφορά κατευθύνεται, όταν οι αποφάσεις που παίρνουμε αισθανόμενοι ότι είμαστε ελεύθεροι, είναι απολύτως χειραγωγημένες, τότε είναι σε κίνδυνο η ελεύθερή μας βούληση. Με άλλα λόγια, αυτές οι τεχνολογίες αμφισβητούν την ελεύθερή μας βούληση.
Ε: Γράφετε, πως η big data συντελεί στη δημιουργία μιας καινούργιας κοινωνίας ταξικών διαχωρισμών.
Α: Η σημερινή ψηφιακή κοινωνία δεν είναι αταξική. Ας πάρουμε την εταιρεία δεδομένων Αcxiom: Χωρίζει τους ανθρώπους σε κατηγορίες. Η τελευταία κατηγορία ονομάζεται «waste» – σκουπίδια. Η Acxiom χειρίζεται τα δεδομένα περίπου 300 εκατομμυρίων ανθρώπων στις ΗΠΑ – σχεδόν όλων δηλαδή. Εν τω μεταξύ, η συγκεκριμένη εταιρεία γνωρίζει περισσότερα για τους πολίτες από το ίδιο το FBI, ίσως περισσότερα και από την ΝSA. Στην Acxiom οι άνθρωποι χωρίζονται σε εβδομήντα κατηγορίες, στον κατάλογο προσφέρονται ως εμπορεύματα και για κάθε ανάγκη υπάρχει κάτι που μπορεί να αγοραστεί. Οι καταναλωτές με υψηλή θέση στην αγορά βρίσκονται στην ομάδα «shooting stars», είναι μεταξύ 26 και 45 χρονών, δυναμικοί, σηκώνονται νωρίς το πρωί για τρέξιμο, δεν έχουν παιδιά, τους αρέσουν τα ταξίδια. Κατ' αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μια νέα, ψηφιακή ταξική κοινωνία.
Ε: Και ποιοι ανήκουν στην τάξη των «Σκουπιδιών»;
Α: Εκείνοι με κακή αξιολόγηση απόδοσης. Αυτοί για παράδειγμα δεν παίρνουν πιστώσεις. Έτσι δημιουργείται, παράλληλα με το Πανόπτικουμ, ένα «Μπανόπτικουμ*», όπως το έχει ονομάσει ο κοινωνιολόγος Ζύγκμουιντ Μπάουμαν. Το Πανόπτικουμ επιβλέπει τους έγκλειστους επιβαίνοντες του συστήματος, το Μπανόπτικουμ είναι αντιθέτως το δυναμικό που αποκλείει και χαρακτηρίζει ως ανεπιθύμητα τα άτομα που είναι μακριά και εχθρικά προς το σύστημα. Το κλασσικό Πανόπτικουμ είναι στην υπηρεσία της πειθαρχίας, ενώ αντίθετα το Μπανόπτικουμ φροντίζει για την ασφάλεια και την αποδοτικότητα του συστήματος. Είναι ενδιαφέρον, ότι η NSA και η Αcxiom συνεργάζονται, οι μυστικές υπηρεσίες και η αγορά δηλαδή.
Ε: Θα ήταν δυνατόν η τάξη αυτή των «Σκουπιδιών» να αποκτήσει κάποια στιγμή ένα τέτοιο υπολογίσιμο μέγεθος, ώστε να μην μπορεί να χειραγωγηθεί πια;
Α: Όχι, επειδή κρύβονται. Ντρέπονται, ζουν για παράδειγμα από το επίδομα ανεργίας και είναι θύματα ενός συνεχούς εκφοβισμού. Είναι τρομερό, με τι φόβο ζουν αυτοί οι άνεργοι επιδοτούμενοι στην Γερμανία. Παραμένουν έγκλειστοι σε ένα Μπανόπτικουμ χωρίς να μπορούν να στραφούν εναντίον του μέσα από το κελί του φόβου τους. Γνωρίζω πολλούς ανέργους. Τους μεταχειρίζονται σαν σκουπίδια. Σε μια από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου υπάρχουν άνθρωποι που αντιμετωπίζονται σαν αποβράσματα. Στερούνται της αξιοπρέπειάς τους. Αυτοί οι άνθρωποι φυσικά δεν διαμαρτύρονται, γιατί ντρέπονται. Αυτοενοχοποιούνται, αντί να κατηγορήσουν ή να θεωρήσουν υπεύθυνη την κοινωνία. Από αυτή την τάξη δεν αναμένεται πολιτική δράση.
Ε: Είναι θλιβερό. Και που θα τελειώσει όλο αυτό;
Α: Σίγουρα όλο αυτό δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι και εξαιτίας των υλικών αποθεμάτων. Το πετρέλαιο αρκεί πιθανόν για 50 ακόμη χρόνια. Εδώ, στη Γερμανία, ζούμε σε μια ψευδαίσθηση. Έχουμε μετατοπίσει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής στο εξωτερικό. Οι υπολογιστές, τα ρούχα και τα κινητά μας παράγονται στην Κίνα. Όμως η έρημος πλησιάζει όλο και πιο πολύ το Πεκίνο και οι άνθρωποι δεν μπορούν σχεδόν πια να αναπνεύσουν από το νέφος. Όταν ήμουν στην Κορέα, είδα με τα μάτια μου αυτά τα κίτρινα σύννεφα να φτάνουν μέχρι την Σεούλ. Έπρεπε να φοράμε προστατευτικές μάσκες, γιατί η σκόνη βλάπτει τους πνεύμονες. Η εξέλιξη των πραγμάτων είναι δραματική. Όμως, ακόμη αν και για κάποιο διάστημα συνεχίσει καλά – τι ζωή είναι αυτή; Κοιτάξτε τους ανθρώπους που εξοπλίζουν το κορμί τους με ό,τι αισθητήρες μπορεί κανείς να φανταστεί και μετρούν είκοσι τέσσερεις ώρες το 24ωρο την πίεση του αίματος, το ζάχαρο, το λίπος στους ιστούς και κατόπιν ανεβάζουν αυτά τα στοιχεία στο διαδίκτυο! Αυτό ονομάζεται Self -Tracking. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ήδη ζόμπι, είναι κούκλες, από τις οποίες επωφελούνται άγνωστες δυνάμεις, όπως αναφέρει ο Γκέοργκ Μπύχνερ στον «Θάνατο του Νταντόν».
Ε: Κύριε καθηγητή, στην Νότια Κορέα σπουδάσατε Μεταλλουργία. Πώς και ο μελλοντικός τεχνικός Μπιουνγκ – Τσουλ Χαν μεταμορφώθηκε σε φιλόσοφο και σφοδρό επικριτή του συστήματος;
Α: Λατρεύω την τεχνολογία. Ως παιδί μαστόρευα με πάθος ραδιόφωνα και άλλες ηλεκτρικές και μηχανικές συσκευές. Στην πραγματικότητα ήθελα να σπουδάσω Ηλεκτρολογία ή Μηχανολογία, αλλά τελικά σπούδασα Μεταλλουργία. Ήμουν πραγματικά ένας ενθουσιώδης τεχνίτης και μάστορας.
Ε: Και γιατί σταματήσατε;
Α: Γιατί σε ένα πείραμα με χημικά έγινε μια έκρηξη. Έχω ακόμα τις ουλές. Κόντεψα σχεδόν να πεθάνω ή να τυφλωθώ.
Ε: Πού συνέβη αυτό;
Α: Στο σπίτι μου, στη Σεούλ. Ήμουν μαθητής. Μαστόρευα, φρέζαρα και συγκολλούσα όλη μέρα. Το συρτάρι μου ήταν γεμάτο σύρματα, συσκευές μέτρησης και χημικά. Κατά κάποιο τρόπο ήμουν ένας αλχημιστής. Και η Μεταλλουργία είναι μια σύγχρονη Αλχημεία. Μετά την έκρηξη όμως σταμάτησα. Μαστορεύω και σήμερα ακόμη, όχι όμως με σύρματα και συγκολλήσεις. Και η σκέψη είναι ένα μαστόρεμα και μπορεί να οδηγήσει σε έκρηξη. Η σκέψη είναι η πιο επικίνδυνη δραστηριότητα, ίσως πιο επικίνδυνη και από αυτήν την ατομική βόμβα, γιατί μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Γι΄αυτό και ο Λένιν έλεγε: «Μάθηση, μάθηση, μάθηση!»
Ε: Θέλετε να πληγώσετε τους ανθρώπους;
Α: Όχι. Προσπαθώ να περιγράψω αυτό που υπάρχει μπροστά μου. Είναι δύσκολο να δει κανείς μέσα στα πράγματα. Γι΄αυτό προσπαθώ να δω περισσότερο – να μάθω να βλέπω. Καταγράφω αυτό που έχω δει. Τα βιβλία μου όμως μπορούν ίσως να πληγώσουν, γιατί καταδεικνύω πράγματα, που κανείς δεν θέλει να δει. Δεν είμαστε εγώ ή η ανάλυση μου άσπλαχνοι, αλλά ο κόσμος στον οποίο ζούμε. Αυτός ο κόσμος είναι ανήλεος, τρελός και παράλογος.
Ε: Είστε ένας ευτυχισμένος άνθρωπος;
Α: Δεν κάνω ποτέ αυτή την ερώτηση.
Ε: Εννοείτε, πως αυτή την ερώτηση δεν την θέτει ποτέ κανείς στον εαυτό του;
Α: Στην ουσία είναι μια ερώτηση άνευ περιεχομένου. Η ευτυχία δεν είναι η κατάσταση που επιδιώκω. Η έννοια θα πρέπει να οριστεί. Τι είναι για σας ευτυχία;
Ε: Πολύ απλά: Μου αρέσει που ζω, αισθάνομαι στον κόσμο σαν στο σπίτι μου, χαίρομαι με την ύπαρξη του κόσμου, κοιμάμαι καλά.
Α: Ας αρχίσουμε τότε με το τελευταίο. Κοιμάμαι άσχημα. Προχθές έκανα την έναρξη του συμποσίου με τον φιλόσοφο Βίλχελμ Σμιτ με θέμα το ευ ζην παίζοντας τις Goldberg Variationen του Μπαχ. Ο Μπαχ είχε συνθέσει αυτή την μουσική προς τιμήν ενός κόμη, ο οποίος υπέφερε από βαριές διαταραχές ύπνου. Θύμισα ταυτόχρονα στο κοινό την πρώτη πρόταση από την «Αναζήτηση του χαμένου χρόνου» του Μαρσέλ Προυστ, η οποία είναι στα Γερμανικά: «Πολύ καιρό πήγαινα νωρίς για ύπνο». Στα Γαλλικά όμως η πρόταση αναφέρει: «Longtemps je me suis couché de bonne heure». Βonheur είναι η ευτυχία. Άρα η σωστή μετάφραση θα ήταν: «Πολύ καιρό πήγαινα ευτυχισμένος για ύπνο». Είπα στο κοινό, ότι ο καλός ύπνος είναι γνώρισμα μιας ευτυχισμένης ζωής. Όμως εγώ ο ίδιος έχω διαταραχές στον ύπνο μου.
Ε: Τι κάνετε, όταν δεν μπορείτε να κοιμηθείτε;
Α: Τι κάνω; Παραμένω ξαπλωμένος. Σε ό, τι αφορά τώρα το ερώτημα, αν μου αρέσει που είμαι στον κόσμο; Πως μπορεί να αρέσει σε κάποιον που ζει σε αυτόν τον λάθος κόσμο; Είναι αδύνατον. Γι΄αυτό και δεν είμαι ευτυχής. Συχνά δεν καταλαβαίνω τον κόσμο. Μου φαίνεται μάλλον ιδιαίτερα παράλογος. Ζώντας μέσα στο παράλογο δεν μπορεί να είναι κάποιος ευτυχισμένος. Για την ευτυχία χρειάζεται κανείς – έτσι πιστεύω – πολλή ψευδαίσθηση.
Ε: Χαίρεστε με..;
Α: Με τι;
Ε: Με κάτι, ο,τιδήποτε!
Α: Με τον κόσμο δεν μπορώ να χαρώ.
Ε: Με ένα όμορφο κομμάτι γλυκό;
Α: Δεν τρώω γλυκά. Θα χαιρόμουν με ένα καλό φαγητό, αλλά το φαγητό στο Βερολίνο και γενικά στην Γερμανία είναι πρόβλημα. Οι Γερμανοί φαίνεται πως δεν εκτιμούν το καλό φαγητό. Αυτό έχει μάλλον τις καταβολές του στον Προτεσταντισμό, στην εχθρότητα των αισθήσεων. Το φαγητό έχει στην Ασία μια εντελώς διαφορετική, μια υψηλή αξία. Αλλιώς απ΄ό, τι στην Γερμανία, ο κόσμος στην Ασία ξοδεύει επίσης πολλά χρήματα για το φαγητό. Παραδείγματος χάριν στην Ιαπωνία: Εκεί το φαγητό αποτελεί μια λατρεία και έχει μια αισθητική. Προπαντός εκείνη η απίστευτη φρεσκάδα των πραγμάτων! Και μόνο λίγο μυρωδάτο ρύζι θα μπορούσε να κάνει κάποιον ευτυχισμένο.
Ε: Να, λοιπόν, αυτό ακούγεται σαν μια σταλιά ευτυχίας. Ζείτε εδώ και 30 χρόνια στην Γερμανία. Πώς το αντέχετε;
Α: Δεν θα έλεγα τη λέξη «αντέχω». Μου αρέσει που ζω στη Γερμανία. Μου αρέσει η ησυχία εδώ πέρα. Στη Σεούλ δεν έχω αυτήν την ησυχία. Κυρίως όμως αγαπώ τη γερμανική γλώσσα, τις λέξεις της. Είναι κάτι που κανείς το καταλαβαίνει διαβάζοντας τα βιβλία μου. Εδώ έχω μια γλώσσα, με την οποία μπορώ να φιλοσοφήσω. Ναι, υπάρχουν και πράγματα, που με κάνουν ευτυχισμένο. Όχι τόσο το φαγητό, αλλά ο Μπαχ, όπως τον παίζει ο Glenn Gould. Ακούω συχνά με τις ώρες Μπάχ. Δεν ξέρω, αν θα μπορούσα να έχω μείνει μέχρι σήμερα στη Γερμανία χωρίς τον Μπαχ, χωρίς το «Χειμωνιάτικο Ταξίδι» του Σούμπερτ ή τον «Έρωτα του Ποιητή» του Σούμαν. Παλιά, παράλληλα με τις σπουδές μου στην Φιλοσοφία, τραγουδούσα επίσης πολύ, κυρίως τραγούδια των Σούμαν και Σούμπερτ, και έκανα αρκετά μαθήματα τραγουδιού. Είναι τόσο όμορφο να τραγουδάς το «Χειμωνιάτικο Ταξίδι» με συνοδεία πιάνου…
Ε: Να, λοιπόν, που υπάρχει και το Ωραίο! Περνάτε πολύ χρόνο κατηγορώντας τον κόσμο.
Α: Ίσως. Πραγματικά οδηγώ στην απελπισία τους φοιτητές μου, γιατί τους μιλώ για όλους αυτούς τους προβληματισμούς στις παραδόσεις μου. Όταν στην προτελευταία συνεδρία τους είπα, πως θα προσπαθήσουμε σκεφτούμε λύσεις, μερικοί χειροκρότησαν. Σκέφτηκαν, αυτός τώρα θα μας λυτρώσει από την απελπισία!
Ε: Τι ωραία! Κι εμείς θέλουμε να συζητήσουμε μαζί σας για λύσεις.
Α: Ήθελα να σκεφτώ λύσεις, αλλά συνέχισα να αναφέρω μόνο και άλλα προβλήματα.
Ε: Καλά, λοιπόν. Ποια προβλήματα υπάρχουν ακόμα;
Α: Σήμερα δεν υπάρχει γλώσσα -υπάρχει μια αλαλία και μια αμηχανία. Η γλώσσα έχει αφαιρεθεί από τη γλώσσα. Από την μια υπάρχει ένας τρομακτικός θόρυβος, ο θόρυβος της επικοινωνίας, και από την άλλη μια τρομακτική βουβαμάρα. Η βουβαμάρα διαφέρει από την σιωπή. Η σιωπή είναι εύγλωττη. Η σιωπή έχει γλώσσα. Και η σιγή είναι εύγλωττη. Η σιγή μπορεί να είναι επίσης γλώσσα. Αλλά ο θόρυβος και η βουβαμάρα δεν έχουν γλώσσα. Υπάρχει μόνο άλαλη, θορυβώδης επικοινωνία, αυτό είναι το πρόβλημα. Ούτε καν γνώση δεν υπάρχει σήμερα, παρά μόνο πληροφορία. Η γνώση είναι κάτι τελείως διαφορετικό από την πληροφορία. Η γνώση και η αλήθεια ηχούν σήμερα ως πολύ πεπαλαιωμένες. Η γνώση έχει επίσης μια τελείως διαφορετική χρονική δομή. Εκτείνεται μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, ενώ ο χρόνος της πληροφορίας είναι το παρόν, ο Ενεστώτας. Επιπλέον, η γνώση βασίζεται στην εμπειρία. Ένας αρχιμάστορας διαθέτει γνώση. Σήμερα ζούμε με τον τρόμο του ερασιτεχνισμού.
Ε: Πώς κρίνετε αυτό που κάνει η επιστήμη; Δεν δημιουργεί γνώση;
Α: Οι επιστήμονες δεν αντανακλούν σήμερα το κοινωνικό συγκείμενο της γνώσης. Διεξάγουν μια πρακτική έρευνα. Κάθε γνώση συντελείται μέσα σε μια σχέση κυριαρχίας. Μια σχέση κυριαρχίας είναι μια νέα διαθεσιμότητα που ενεργοποιεί μια καινούργια γνώση, ένα νέο διάλογο. Η γνώση βρίσκεται πάντα μέσα σε μια δομή κυριαρχίας. Κάποιος μπορεί να κάνει πρακτική έρευνα, χωρίς να αναγνωρίζει, ότι τελεί υπό την σαγηνευτική επίδραση αυτής της δύναμης και χωρίς να αναλογίζεται την σύνδεση με το συγκείμενο της γνώσης. Η αίσθηση αυτής της σύνδεσης δεν υπάρχει σήμερα. Και η φιλοσοφία μετατρέπεται σε μια πρακτική επιστήμη. Δεν αναφέρεται στην κοινωνία, αλλά στον ίδιο της τον εαυτό. Έτσι μετατρέπεται σε κοινωνικά τυφλή.
Ε: Αναφέρεστε σε όλο το εύρος των επιστημών;
Α: Λίγο πολύ, ναι. Αυτό που σήμερα λαμβάνει χώρα είναι μια Επιστήμη-Google χωρίς κριτική στάση απέναντι στην ίδια της τη δραστηριότητα. Οι θεωρητικές επιστήμες πρέπει σκέφτονται επιφυλακτικά σε ό, τι αφορά την ίδια τη δική τους δραστηριότητα, κάτι που όμως δεν συμβαίνει. Πολλοί ασχολούνται σήμερα, για παράδειγμα, με την έρευνα των συναισθημάτων. Θα ήθελα να ρωτήσω ένα επιστήμονα, που εμπλέκεται σε αυτή την έρευνα, γιατί κάνει αυτό, που κάνει. Οι επιστήμονες όμως δεν κάνουν σκέψεις που να αφορούν αυτή καθαυτή τη δραστηριότητα τους.
Ε: Τι προτείνετε;
Α: Η κοινωνική σημασία των θεωρητικών επιστημών – αυτό είναι το ζητούμενο. Το κοινωνικό κίνητρο της έρευνας μας πρέπει να μας είναι σαφές, αφού κάθε γνώση βρίσκεται προσδεμένη μέσα στην κυρίαρχη δομή ενός συστήματος. Γιατί υπάρχει σήμερα μια τόσο έντονη ενασχόληση με την διερεύνηση των συναισθημάτων; Ίσως επειδή σήμερα τα συναισθήματα απεικονίζουν μια παραγωγική δύναμη και χρησιμοποιούνται ως μέσον χειραγώγησης. Αν ασκηθεί με επιτυχία επιρροή στον συγκινησιακό κόσμο, τότε η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι στο επίπεδο του ασυνείδητου κατευθυνόμενη και χειραγωγούμενη.
Ε: Ακούγεται σαν θεωρία συνομωσίας. Μπορεί μέσω περισσότερης ευφυϊας να δημιουργήσει κάποιος ένα καλύτερο σύστημα;
Α: Η ευφυϊα ( Intelligenz) είναι ένα intel – legere, μια ανάγνωση του «κρυμμένου», η δυνατότητα να διακρίνεις. Η ευφυϊα είναι μια δραστηριότητα αναγνώρισης διαφορών μέσα σε ένα σύστημα. Η ευφυϊα δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα καινούργιο σύστημα ή μια καινούργια γλώσσα. Το πνεύμα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την ευφυϊα. Δεν πιστεύω, πως ένας ευφυής υπολογιστής μπορεί να αντιγράψει το ανθρώπινο πνεύμα. Ίσως κάποιος μπορέσει να φτιάξει ένα πολύ ευφυές μηχάνημα, όμως αυτό το μηχάνημα δεν θα μπορέσει ποτέ να εφεύρει μια καινούργια γλώσσα ή κάτι τελείως διαφορετικό. Δεν το πιστεύω. Μια μηχανή δεν έχει πνεύμα. Καμιά μηχανή δεν μπορεί να δώσει περισσότερα, από αυτά που έχει προσλάβει. Σε αυτό συνίσταται και το θαύμα της ζωής. Στο ότι, δηλαδή, η ζωή μπορεί να δώσει περισσότερα, από αυτά που έχει προσλάβει. Αυτή είναι η ζωή. Η ζωή είναι πνεύμα. Αυτή είναι και η διαφορά από την μηχανή. Όμως αυτή η ζωή απειλείται εκεί, όπου όλα αντικαθίστανται από μηχανές, όπου όλα κατευθύνονται από λογαρίθμους. Ο αθάνατος μηχανοποιημένος άνθρωπος δεν θα είναι πια άνθρωπος. Ίσως κάποτε μπορέσουμε να αποκτήσουμε αθανασία με την βοήθεια της τεχνολογίας, έτσι όμως θα έχουμε χάσει τη ζωή. Θα έχουμε αποκτήσει αθανασία θυσιάζοντας τη ζωή.
,
*(Σ.τ.μ: Bannoptikum. Από το ρήμα bannen: αποτρέπω, εμποδίζω)

`
***
Η συνέντευξη δόθηκε στην εφημερίδα «Die Zeit», 2014
,
Ο Μπιουνγκ- Τσουλ Χαν γεννήθηκε το 1959 στη Σεούλ και μετοίκησε το 1980 στη Γερμανία όπου σπούδασε Φιλοσοφία, Γερμανική Φιλολογία και Θεολογία στα Πανεπιστήμια του Φράιμπουργκ και Μονάχου. Ολοκλήρωσε την διδακτορική του διατριβή με θέμα το έργο του Χάιντεγκερ. Δίδαξε στα Πανεπιστήμια της Βασιλείας και της Καρλσρούης. Από το 2012 διδάσκει Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Τεχνών του Βερολίνου. Έχει συγγράψει δεκαέξι βιβλία.

`
***
Βιβλία του Μπιουνγκ- Τσουλ Χαν στα Ελληνικά:
,
«Η κοινωνία της κόπωσης» , εκδόσεις opera, 2016
«Η κοινωνία της διαφάνειας», εκδόσεις opera, 2016


(μετφρ. Γιώργος Καρτάκης)
Kαταχώρηση από: Σπύρος Αραβανής
Πρώτη Δημοσίευση: http://www.poiein.gr

0 comments:

Post a Comment