Η φύση...ο πολιτισμός
Τρία ημερόνυχτα έκανε κακοκαιριές.
Ο ουρανός ήταν γεμάτος μαύρα φορτωμένα σύννεφα, σαν σφουγγάρια μουσκεμένα. Πέφτανε
χοντρές στάλες σαν από βρεγμένο σφουγγάρι, ή άξαφνα έπιασε μπόρα σαν κάποιο
χέρι να το ‘στιβε.
Οι χοροδιδάσκαλοι κι οι σωφέρ
χαιρόσαντε, γιατί κάνανε χρυσές δουλειές·
οι αμαξάδες βλαστημούσανε, γιατί με τη
βροχή γλιστράνε τα άλογα στην άσφαλτο ή κολλάνε τα’ αμάξια στους δρόμους που ‘χουνε
κούπες με λάσπη· οι ήσαντε και αυτοί από
τους χολιασμένους…Ε, λίγο πολύ, όλ' οι
άνθρωποι, όλοι θέλουν ε τη βροχή και
άλλοι δεν τη θέλουνε.
Την τρίτη μέρα οι βραδινές
εφημερίδες γράφουνε το δελτίο του Αστεροσκοπείου: “Πιθανός καιρός αύριο:
κυκλώνες και αντικυκλώνες άστατος με βροχές…».
Το «πιθανός» όμως είναι σαν του φυστικά το «ζυγά ή μονά», που παίζει με δικαιώματα και χάνει, καμιά φορά, όλα τα φιστίκια μαζί με το καλάθι. Έτσι την έπαθε και το Αστεροσκοπείο· γιατί την
τετάρτη μέρα ήτανε χαρά Θεού: ξάστερος o ουρανός από το πρωί, έμοιαζε με ένα
μεγάλο γαλάζιο μπαλκόνι που κλείνει μέσα του όλο τον κόσμο.
Ο καφετζής , μόλις εψήλωσε καλά ο ήλιος, έβγαλε το κλουβί με το καναρίνι και το κρέμασε
σε ένα καρφί, που το ’χε επίτηδες καρφώσει στο τηλεγραφόξυλο,
στη γωνία του πεζοδρομίου.
Στη μέση του κλουβιού, είχε ένα φλιτζάνι του τσαγιού γεμάτο νερό. Το
καναρίνι μόλις χτύπησεν ο ήλιος, αρχίνησε να πηδάει από το ‘να ξυλάκι στο άλλο,
αφήνοντας να ξεφεύγουνε από το στόμα του μονόφθογγες γλυκές κλάψες. Πήδησε
κάμποση ώρα, για να ξεμουδιάσει και, μετά, με ένα πήδημα κατέβηκε και έκατσε
στα χείλια του φλιτζανιού. Έσκυψε και έχωσε τη μύτη του στο νερό: την κουνούσε τιναχτά
και πετιότανε το νερό. Κουνούσε την ουρά του και τις φτερούγες του και
ανασηκώνε ούλα τα πούπουλα του κορμιού
του, για να βραχούνε με το νερό που πετιότανε: έκανε το πρωινό του λουτρό.
Δύο σκυλάκια-το ένα σερνικό και τα’ άλλο
θηλυκό, το θηλυκό κατσαρό κανελί χρώμα και το σερνικό με κοντές τρίχες στρωτές, σαν του αλόγου,
μαύρες, με μπαλώματα άσπρα- κυνηγιόσαντε στην πλατεία, απέναντι στην κολώνα που ήταν
κρεμασμένο το καναρίνι. Ήσαντε και τα
δύο χαρούμενα, μεθυσμένα ,τρέλα από τη χαρά. Αγκαλιάζόσαντε σαν παιδάκια·
δάγκωνε το ένα το άλλο, σαν να φιλιόσαντε· ξέφευγε το ένα, και το άλλο το κυνηγούσε· με το δρόμο που έπαιρνε, έπεφτε
πάνω του όταν το ‘φτανε, το αγκάλιαζε,
γιμόσαντε ένα κουβάρι, και περνάνε τέσερες-πέντε τούμπες για να κοπεί η φόρα τους.
Στα καφενεία εκείνου που είχε το
καναρίνι και του αλλουνού που το είχε απέναντι, δίπλα στο μαγέρικο, καθόσαντε φοιτητές, μεσίτες, συνταξιούχοι
αμαξάδες που δεν είχανε αγώγι, και άλλοι
χασομέρηδες άεργοι και άνεργοι, χωρίς
ορισμένο επάγγελμα, και ρουφάγανε τον πρωινό τους καφέ. Ο καπνός από τα στόματα
έβγαινε σαν ατμός από ανοιχτά ρουμπινέτα καζανιού με δρόμο, και, μόλις κοβόταν ο δρόμος του από το ξεφύσημα, γινότανε τουλούμπες σαν ξασμένα μαλλιά
πρόβεια. Από τις κάφτρες όταν δεν
τραβούσανε ανεβαίνανε - δύο κλωστές- και γινόσαντε στεφάνια, που μοιάζανε με
φανταστικά μανιτάρια. Άσπρος διάφανος καθώς είναι ο καπνός, τον χτυπούσε και ο
ήλιος και έπαιρνε το μουντό χρώμα του ασημιού που οι χρυσοχόοι το λένε «μάτι».
Αραίωνε ύστερα ο καπνός και έπαιρνε
χίλια δυο σχήματα· ψιλός σαν αράχνη…και έσβηνε για να βγει άλλος από τα στόματα
και από τις καύτρες, για να σβήσει και αυτός και έτσι να γίνεται τέλεια και
συντομότερη η επιστροφή του χορταριού στη φύση: η στάχτη στη γη και ο καπνός
στον αέρα που θα τον ξαναπάρει η βλάστηση. Οι σχολαστικοί και οι οικονομολόγοι, βλέποντας τον καπνό να σβήνει λένε: « να πως χάνεται το χρήμα». Η φύση όμως δεν
καταλαβαίνει από τέτοιες θεωρίες. Θέλει να καεί, να σαπίσει, να φαγωθεί…το
παλιό χορτάρι· θέλει τη στάχτη και την
κάπνα, τις σαπίλες και τις κοπριές, για
να φτιάξει καινούργιο το καπνό, που θα τον κάμουνε οι άνθρωποι τσιγάρα, μήλα
που θα τα φάνε, κρίνα, παπαρούνες και βατόμουρα για τους αλήτες…
Το καναρίνι δεν ευχαριστιότανε να
στέκεται στα χείλια του φλυτζανιού, και πήδησε μέσα. Κουνούσε το κεφάλι, τις
φτερούγιες και την ουρά του· ανασήκωνε και τα μικρά πούπουλα και έμοιαζε με
παπάκι που βουτάει.
Στο μπαλκόνι, πάνω από το μαγέρικο, η χοντρή
γυναίκα του μάγερα, με γυρισμένη την πλάτη κατά τον ήλιο, καθότανε σε μία
καρέκλα· από το ένα μέρος και από το άλλο κρεμόσαντε οι σάρκες του πισινού της που δεν χωρούσανε στο
κάθισμα και στα ξέπλεκα μαλλιά της τράβαγε ένα χτένι...το κοίταζε…και σκότωνε
αράδα χωρίς οίκτο «τα μικρόβια» που έβγανε.
Τα σκυλάκια που δεν χορταίνανε
παιχνίδια , ξαφνιαστήκανε από ένα αυτοκίνητο, που πέρασε από κοντά τους, και φύγανε τρομαγμένα κάτω μέρος της πλατείας
που περνάει το τραμ. Εκείνη τη στιγμή ανέβαινε να τραμ τον ανήφορο…τα σάστισε…το ένα πρόλαβε και
προσπέρασε και έγινε άφαντο. Μερδικό σ τις χαρές έπαιρνε με το άλλο μονάχα. Στο
δυστύχημα και στις λύπες το εγκατέλειψε. Το θηλυκό το πήρανε αποκάτου
οι ρόδες. Σταμάτησε το τράμ δυο μέτρα μετά, στη στάση του.
Το σκυλί έμεινε, κοντά στις
πισινές ρόδες, με τα μπροστινά πόδια λιωμένα· σπαρταρούσε από τους πόνους και
έσκουζε δυνατά.
Οι επιβάτες που κατεβήκανε ακούσανε
τα σκουξήματα και σκύψανε να δούνε.
Ένας έλεγε: «-Το καυμένο»· άλλος ρωτούσε: «Ποιανού είναι;»· τρίτος: «- Μα πως το έκοψε;»…
και άλλοι ζητάγανε πληροφορίες για το καϋμένο, το δυστυχισμένο»… γιατί το λυπόσαντε.
Πολλοί από το καφενείο σηκωθήκανε
και πήγανε στο τραμ για να δούνε.
Άλλοι που περνούσανε από μακριά και είδανε τον κόσμο
μαζεμένον, τρέξανε να δούνε ποιον έκοψε. Ο σκοπός
αρχιφύλακας που είδε κόσμο μαζεμένον, πήγε και αυτός να δει τι τρέχει.
Το σκυλί είχε πάψει να σκούζει
και δάγκωνε τα λιωμένα του πόδια. Ο αστυφύλακας του φώναξε «όξω, όξω»- για να βγει από τις γραμμές -μα αυτό δεν το κουνούσε·
έβλεπε τον κόσμο γύρω του και φοβόταν μη βγει και πάθει χειρότερο από ό,τι είχε
πάθει . Κάτου από το τραμ κρυμμένο, του
φαινότανε πως ήτανε ασφαλισμένο, παρά αν έβγαινε. Ο αστυφύλακας βρέθηκε σε
δύσκολη θέση, γιατί δεν ήξερε πώς να διαλύσει τον κόσμο· πήρε έναν αστυφύλακα ακόμα, και ήρθανε και οι τρεις
το τραμ, με το σκυλί από κάτου, ζωσμένο με κόσμο, που ήταν αιτία να σταματήσει
η κίνηση του δρόμου- γιατί το τραμ και τα αυτοκίνητα που πηγαίναμε και ερχόσαντε,
είχανε σταθεί το ένα πίσω από το άλλο, και κάνανε μακριές ουρές. Ένας πολίτης έδωκε το μπαστούνι του στον έναν αρχιφύλακα που τον
παρεκάλεσε να του το δώσει· έσκυψε και κεντούσε το σκυλί, να το αναγκάσει να
βγει από το άλλο μέρος. Το σκυλί που δεν είχε πόδια για να κουνηθεί- μα και να
είχε θα φοβότανε να βγει με τόσο κόσμο που ήταν τριγύρω- δάγκωνε το μπαστούνι
και γκρινιάρικα έσκουζε. Παιδεύτηκε κάμποση ώρα, παίδεψε και το σκυλί, και στο
τέλος, αφού είδανε και απόειδαν-η ουρά που κάνανε τα αυτοκίνητα μεγάλωνε και ο
περίεργος κόσμος πολύστεβε- διάταξε ο αρχιφύλακας τον οδηγό να βάλει μπρος. Εκείνος
έβαλε την «εγκοπή» και τσούλησε, αργά, λιγάκι το τραμ. Το σκυλί φοβήθηκε και
σαλτάρισε…πιάστηκε στο πισινό του πόδι που έμενε ακόμα γερό στην πισινή ρόδα: έμπηξε
πάλι τα σκουξίματα στοιχήματα και χτυπιότανε πάνου στη ρόδα, σαν λαγός
πιασμένος σε δόκανο σιδερένιο.
«-Μη! Μη, το καημένο είναι κρίμα»
φωνάζανε όλοι.
Ο αρχιφύλακας διέταξε τον οδηγό
να σταματήσει. Το σκυλί έσκουζε. Ο αρχιφύλακας τότε διέταξε τον οδηγό να κάνει
λίγο πίσω… Ελευθερώθηκε το σκυλί μου μα ήταν λιωμένο και το τρίτο του πόδι…
Τέλος Α’ μέρους
Βιογραφικά στοιχεία Γιώργη Ζάρκου
Γεννήθηκε στην Αμαλιάδα (1902) και
πέθανε στην Αθήνα (7 Απριλίου 1967) και είχε άλλα 5 αδέρφια. Πήρε το απολυτήριο γυμνασίου από την Αμαλιάδα. Το 1920 πήγε στον Πειραιά και φοίτησε σε τεχνική σχολή. Γιος γιατρού μυήθηκε νεότατος στο κομμουνιστικό κίνημα.
Δούλεψε στα νιάτα του μηχανικός στα καράβια- ταξίδεψε. Εξορίστηκε στην Ανάφη
επί Μεταξά. Μαζί με τους Μαρίνη, τον Τσακίρη, τον Ρίτσο,
τον Θρακιώτη, τον Ηλία Σιμόπουλο κ..α πρωτοστάτησε στη δημιουργία «Εργατικού
θεάτρου» και άλλων πολιτιστικών εκδηλώσεων στο «Ενωτικό εργατικό κέντρο» της
Αθήνας στα χρόνια 1932-36. Τα χρόνια 1945-1950 μοίρασε μεγάλο αριθμό τράκτ, συνήθως χειρόγραφων,
στηλιτεύοντας πρόσωπα και πράγματα του κατεστημένου, πολιτιστικού και πολιτικού
όποιας προέλευσης- ένας ενδεικτικός τίτλος «Σκατά». Στη δεκαετία του ’50
μετέφρασε και δημοσίευσε αμερικάνικη, ρουμάνικη, γιαπωνέζικη κ.ά ποίηση-συχνά
σε ένα φυλλάδιο που τύπωνε ο ίδιος. Στο καφενείο της Στοάς Θεμιστοκλέους όπου
και το εκδοτικό γραφείο Μαυρίδη, μαζί με τον Σπατάλα και τον Μαρίνη ήταν το πιο
αναμφισβήτητο ‘σπουδαίο» πρόσωπο, στο μέσο δεκάδων συγγραφέων τριών γενιών κι
ανάμεσα σε αυτούς και ο Μυριβήλης κι ο Ν. Παπάς, τον αναγνώριζαν μεγάλο και
έτρεμαν το λόγο του…
Στα χρόνια του’ 50 ο Ζάρκος, μοναχικός χωρίς να χρειάζεται
τίποτα, ήταν καφενόβιος και ταβερνόβιος αλλά και ακούραστος περιπατητής,
φτωχός, κουρασμένος, είρων, χιουμορίστας, απαρηγόρητος κομμουνιστής, σοφός,
ωραίος-όλα αυτά πολύ. Έπινε συνεχώς καφέ και κάπνιζε συνεχώς τσιγάρο κ’ έγραφε
πάνω σε πακέτα τσιγάρων και ό,τι χαρτί του βρισκόταν, με μολύβι κοντό την ώρα
που περίμενε στο στέκι, όταν έφτανε πρώτος. Το σπάσιμο της βιτρίνας των
εκδόσεων «Πυρσός», γύρω στο 1930, που του πρωτόβγαλε τη φήμη του τρελού ( γιατί
τρελός ποτέ δεν ήταν) και η θητεία του μετά στο τρελάδικο (η είσοδός του σε
αυτό υπήρξε πράξη βίας και οι λόγοι παραμένουν σκοτεινοί…) και άλλες
καταπληκτικές ιστορίες της ζωής του ήταν γλυκόπικρες
μνήμες πολύ μακρινές για αυτόν…Ο Ζάρκος, που πρωτοδημοσίευσε στα 1927 στη «Νέα Εστία» και
που από το πρώτο του βιβλίο χρησιμοποίησε την φωνητική γραφή, όταν κάποτε θα
γραφεί η ιστορία της ζωής και του έργου του, θα φωτιστούν πολλά σκοτάδια της
γενιάς του ’30.
Εργογραφία
1. Δεν είναι και σπουδαίο πράμα ο θάνατος (1928)
2. Η τρέλα σε όλα τα στάδια (1932)
3. Ζωντανά πτώματα (1934)
4. Βιτριόλι (1936)
5. 5 λίβελοι (1930-1940)
6. Η μεγάλη στρατιά (1945)
7. Ένα αθώο μυθιστόρημα (1945)
8. Ομάδα συμβίωσης πολιτικών εξόριστων Ανάφης (1946)
9. Γιατί άλλαξα ιδέες (1928-1948)
10. Νουβέλες και Διηγήματα (1927-1948)
11. Συνωμοσία - σελίδες χρονικού (1951)
12. Τα σκατά (1953)
0 comments:
Post a Comment