Α
Ονομάζομαι Βίκτωρ Καντέραμπεκ, ηλικίας 63 ετών και είμαι
ιδιοκτήτης ενός μαγαζιού στην πλατεία Ρόκυτσανυ. Από το 1882 είμαι πρόεδρος του
τοπικού παραρτήματος του Συνδέσμου Παλαιών Πολεμιστών και ουδέποτε ο πανάγαθος Θεός
με εγκατέλειψε. Ευτύχησα να έχω πολλά παιδιά που μόνο χαρά μου δίνουν. Στο
σύνδεσμο είμαστε όλοι σαν αδέρφια, γιατί μας ένωναν οι κοινές αναμνήσεις των
μεγάλων μαχών στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη. Στο σύνδεσμο ανήκε και ένα γεροντάκι
που ερχόταν στις συναντήσεις μας πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι. Μίλαγε συχνά για
τη μάχη στην Κουστότσκα κατά των Ιταλών και για το γενναίο στρατάρχη Ραντέσκυ.
Το δημοτικό συμβούλιο και η μητρόπολη ήταν πάντα στο πλευρό μας. Και εμείς
απαντήσαμε κάθε φορά με ιδιαίτερο ενθουσιασμό στις προσκλήσεις τους μετέχοντας
σε όλες τις γιορτές που γίνονταν στην πόλη και πρώτα απ’ όλα στο γιορτασμό της Ανάληψης
του Κυρίου, όταν για τον κόπο μας το τοπικό εργοστάσιο ζυθοποιίας μας έδινε
δωρεάν 18 βαρέλια μπύρα. Θέλω να με πιστέψετε ότι δεν είναι εύκολο πράγμα να
παίρνεις μέρος στη λιτάνευση της εικόνας
της ανάληψης στους κεντρικούς δρόμους, με ζεστή ή βροχή. Αφού τελείωνε η
λιτανεία ακολουθούσε στην ταβέρνα η πραγματική ανάληψη! Όλοι οι παλιοί
πολεμιστές καθόταν μαζί, ο ένας για όλους και όλοι για έναν, μπροστά στα 18 βαρέλια μπύρας και διηγότανε
πως πριν χρόνια γλίτωσαν την Αυστρο-Ουγγαρία από μία βέβαιη καταστροφή. Και σε παρόμοιες στιγμές γεμάτες συγκίνηση και
νοσταλγία, όταν οι καρδιές μας χτυπούσαν
στο ρυθμό των παλιών αναμνήσεων, κανείς
δεν ήταν δυνατόν να σκεφτεί ότι θα έρθει μία μέρα που θα αναγκαστούμε να
παλέψουμε σκληρά για να υπερασπίσουμε ότι το ιερότερο είχαμε, το δικαίωμα της
δημόσιας εκδήλωσης. Αλλά δυστυχώς όπως φαίνεται αυτή είναι η μοίρα του παλιού
πολεμιστή, γεμάτη βάσανα και στενοχώριες, όπως και η ζωή του στρατιώτη.
Και να τι έγινε. Το Γενάρη του 1912 έφτασε στην πόλη μας
είδηση ότι διαλύονται όλοι οι σύνδεσμοι παλαιών πολεμιστών. Τότε εξεγερθήκαμε όλοι
εμείς οι επιζήσαντες των ηρωικών μαχών της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, μαζί και το
γεροντάκι που πολέμησε στην Κουστότσα. Όλοι εμείς που διατηρούσαμε άσβεστη την ιερή
μνήμη του αγώνα υπέρ βωμών και εστιών, και περνάμε δωρεάν από το εργοστάσιο
ζυθοποιίας 18 βαρέλια μπύρας στην επέτειο της Ανάληψης του Κυρίου! Τότε
αποδείξαμε ότι είμαστε πάντα έτοιμοι να υπερασπίσουμε την πατρίδα, θυσιάζοντας
ακόμη και τη ζωή μας.
Β
Η είδηση της δόλιας επιθέσης κατά των ιερών και απαραβίαστο
των δικαιωμάτων μας, έφτασε σε μία στιγμή που κανείς δεν την περίμενε, για αυτό
και κατάληξη ήταν γενική. Ο σημαιοφόρος μας Μέρχαουτ μόλις είχε σφάξει το γουρούνι προς τιμήν του
νέου λάβαρου του Συνδέσμου και είχε οργανώσει για όλα τα μέλη ένα τρικούβερτο
γλέντι στην ταβέρνα του «Αστραφτερός Ήλιος».
Όταν μας έφερε τις πιατέλες με τις αχνιστές ροδοκόκκινες μπριζόλες ο
γενναίος ταβερνιάρης μίλησε κατά συγκινημένος για την παλιά στρατιωτική μας δόξα.
Τότε που στη Βοσνία και στην Ερζεγοβίνη σφάξαμε τους άπιστους τούρκους, καλή ώρα τούτο το γουρούνι. Κι έκλεισε τον
γεμάτο με πατριωτικό παλμό λόγο του με την παρότρυνση: «Αδέλφια μου και τώρα ορμήστε και κατασπαράξτε
τις μπριζόλες, όπως ορμίσατε και κατασπαράξατε την αξέχαστη εκείνη ηρωική εποχή
τους άπιστους τουρκαλάδες!»
Και για να ’ναι η ατμόσφαιρα πιο πειστική, αντίς για γουρούνια
είχαμε στα τραπέζια τις ξιφολόγχες μας. Το παράδειγμα το έδωσε πρώτος ο
σημαιοφόρος, οποίος κάρφωσε στη μύτη της ξιφολόγχης μια τεράστια μπριζόλα που έσταζε λίγδα. Το
παράδειγμα του το ακολουθήσαμε και εμείς.
Έπειτα έφτασαν τα λουκάνικα βρασμένα στο αίμα. Τέτοια υπέροχα λουκάνικα δεν είχαμε
ξαναφάει! Συγκινημένος ο βετεράνος της Κουστότσα
μίλησε με τη σβησμένη φωνή του για τους χιλιάδες Ιταλούς που τους έβγαλαν τ’
άντερα για να κάνουν λουκάνικα! Με Δακρυσμένα μάτια μας παρακίνησε να τα φάμε
σαν να τρώμε τους εχθρούς μας! Έτσι και έγινε, τα κάναμε όλα πάστρα δείχνοντας
ότι δεν μας φοβίζει ο εχθρός. Πραγματικό αποκορύφωμα αποτέλεσε η στιγμή όταν
έφτασαν οι ταβάδες με τα ψητά αμελέτητα. Τότε πήρα και εγώ το λόγο και μίλησα
για τη σημαντική θέση που κατέχει ο σύνδεσμός μας στην Αυστρο-ουγγρική
αυτοκρατορία. Όλοι με καταχειροκρότησαν θερμά. Μόλις κάθισα πρόσφερα μία μερίδα
αχαμνά στην κυρία Βύχοβα, τη μητέρα του Συνδέσμου μας, και ευχήθηκα ολόψυχα όλες
οι νέες γυναίκες να δώσουν στην πατρίδα μία καινούργια γενιά ένδοξη και ηρωική σαν
τη δικιά μας. Και να, μέσα σε εκείνη την
ατμόσφαιρα γενικής ευθυμίας, η πόρτα της
ταβέρνας άνοιξε απότομα και μπήκε μέσα
σαν θύελλα ο ταχυδρόμος Κοτιάτκο.
Ήταν κάτωχρος. Σωριάστηκε
σε μία άδεια καρέκλα και ζήτησε ένα μπουκάλι κονιάκ. Νομίσαμε ότι είναι
μεθυσμένος, αλλά μόλις άδειασε το μπουκάλι μέχρι τη μέση, σηκώθηκε και με
τρεμάμενη φωνή που μας συγκλόνισε όλους, παρακάλεσε να κάνουμε ησυχία. Πραγματικά
ακολούθησε σιγή τάφου , η οποία
διαταράχθηκε από τη βροντερή φωνή του: «Γενναίοι μου συμπολεμιστές! Τώρα μόλις
έφτασε απ’ την Πράγα η Εφημερίδα της Κυβέρνησης στην οποία δημοσιεύεται μία
κατάπτυστη απόφαση!»
Έβγαλε την εφημερίδα από την τσέπη και άρχισε να διαβάζει με
οργίλο τόνο: « Συντόμως η κυβέρνηση προτίθεται να προβεί στην εις την διάλυση
όλων των συνδέσμων των παλαιών πολεμιστών, διότι απεδείχθη ότι έρχονται σε
κατάφωρη αντίθεση με τη στρατιωτική αξιοπρέπειαν».
Σαν ένας άνθρωπος
σηκωθήκαμε όλοι στα πόδια και πλησιάσαμε τον ταχυδρόμο , ο οποίος με δάκρυα στα μάτια έβαλε το χέρι κάτω
από το παλτό του και έβγαλε ένα παλιό σκουριασμένο σπαθί. Το σήκωσε γυμνό ψηλά,
πάνω από τα κεφάλια μας και βροντοφώναξε: «Αδέρφια, δεν θα επιτρέψουμε να γίνει
μία τέτοια ιεροσυλία! Κι αρπάζοντας μία κανάτα γεμάτη μπύρα την ήπιε μονορούφι,
συμπληρώνοντας με την στεντόρεια φωνή του:
«Αδέρφια η απάντησή μας είναι μία! Μολών λαβέ! Αδέρφια, να πιούμε για τη νίκη μας!»
Οργή και αγανάκτηση μας είχε κυριεύσει όλους μόλις ακούσαμε
τη φοβερή είδηση. Η θέση του αρχηγού βρίσκεται πάντα μπροστά. Ανέβηκα πάνω στο
τραπέζι, σκούπισα το λιγδιαμένο στόμα
μου με το μανίκι- σε τέτοιες δύσκολες περιστάσεις καταργούνται οι τυπικότητες
του λεγόμενου πολιτισμού-και άρχισα να μιλάω με σφιγμένες τις γροθιές: «αδέρφια
μου συμπολεμιστές! Αυτά που ακούσαμε απ’ το στόμα του συμπολεμιστή μας Κοτιάτκο
είναι μία ολομέτωπη επίθεση εναντίον μας που παίρνει το χαρακτήρα ιεροσυλίας
γιατί έρχεται ακριβώς τη μέρα της μεγαλύτερης γιορτής. Μιας εκδήλωσης της
αγάπης και της αφοσίωσης μας προς το Σύνδεσμο παλαιών πολεμιστών. Γίνεται τη
στιγμή ακριβώς όταν ο γενναίος σημαιοφόρος μας Μερχάουντ έσφαξε το γουρούνι του
προς τιμή της νέας μας σημαίας. Ακριβώς τη μέρα του ανυπέρβλητου ενθουσιασμού
για τη νίκη των ιερών ιδανικών μας, μας έρχεται το φοβερό μαντάτο ότι η σημαία
μας είναι πια άχρηστη. Αυτοί που κυβερνούν, ποδοπατούν αυθαίρετα τα δικαιώματα
των βετεράνων που δοξάστηκαν στις μάχες κατά του Βοναπάρτη! Ο σύνδεσμός μας
γεννήθηκε απ’ αυτούς τους γενναίους πολεμιστές του Βατερλώ που όταν
περικυκλώθηκαν από τον εχθρό έδωσαν την ηρωική απάντηση «Παραδίδουμε τα όπλα
μας αλλά όχι και την ψυχή μας»! Γι’ αυτό αγαπητοί μου συμπολεμιστές δεν πρέπει
να υποκύψουμε μπροστά στην αυθαιρεσία! Θα δείξουμε σε αυτούς που πήραν την
απόφαση ότι ζει ακόμα ηρωική γενιά της παλιάς φρουράς που έσωσε την
αυτοκρατορία απ’ την καταστροφή. Θα επιβάλουμε το δίκιο μας, έστω και αν
χρειαστούν νέες θυσίες. Ας συνεχίσουμε όμως το φαγητό μας και έπειτα βλέπουμε κι
αποφασίζουμε! Αφού ξεκοκαλίσαμε όλο το γουρούνι και άφησε και δεν αφήσαμε ούτε
σταγόνα μπύρας αποφασίσαμε ομόφωνα να εγκαθιδρύσουμε στρατιωτική δικτατορία
στην πόλη Ροκυτσάνυ και στα περίχωρα της
Δ
Συγκεκριμένα αποφασίσαμε την επόμενη μέρα να καταλάβουμε το
δημαρχείο και τη μητρόπολη. Το σχέδιο επιχειρήσεων πρόβλεπε ότι έπρεπε να
ντυθούμε όλοι τις στρατιωτικές μας το λες και να ‘μαστε καλά οπλισμένοι. Μετά την κατάληψη της μητρόπολης θα παίρναμε
μαζί μας έναν παπά και θα πηγαίναμε στο εργοστάσιο μπύρας για να ευλογήσει
δήθεν τα όπλα μας. Κι ενώ ο πάπας θα μας ευλογούσε, μία ομάδα 10 βετεράνων
έπρεπε να συλλάβει όλο το διοικητικό προσωπικό του εργοστασίου και να το
κλειδώσει στα υπόγεια, εκεί όπου βράζει η μπύρα. Μια άλλη ομάδα θα ενεργούσε
αστραπιαία για να αιχμαλωτίσει τους εργάτες και να τους κλείσει στην κεντρική
αποθήκη. Έτσι, το ζυθοποιείο θα βρισκόταν στα χέρια μας και οι κιτρινόμαυροι
σημαία του Συνδέσμου παλαιών πολεμιστών θα κυμάτιζε νικηφόρα στημένη στην
υψηλότερη καπνοδόχο του εργοστασίου. Σε συνέχεια θα πηγαίναμε να καταλάβουμε το
κτίριο τηλεπικοινωνιών όπου μας περίμενε ο συμπολεμιστής μας Κοτιάτκο με ανοιχτές
τις πόρτες. Μάλιστα είχαμε συμφωνήσει να προβάλλει στην αρχή κάποια αντίσταση
έτσι, για τα μάτια, αλλά τελικά θα φώναζε «Ξέρω ότι αγωνίζεστε για μία δίκαιη
υπόθεση, αλλά το καθήκον είναι καθήκον»!». Τη νεαρή τηλεφωνήτρια που παρά τις
επόμενες προτάσεις τον συμπολεμιστή μας Κοτιάτκο αρνήθηκε να τιμήσει το κρεβάτι
του, θα την κλειδώναμε στο αποχωρητήριο.
Μετά θα κόβαμε όλες τις γραμμές επικοινωνίας με τον έξω κόσμο.
Αφού θα έρχονταν οι ενισχύσεις από το παράρτημα μας στη
γειτονική πόλη Χράστ, θα εγκαθιδρούσαμε μια στυγνή στρατιωτική δικτατορία,
χωρίς να λογαριάζουμε κανένα. Ταυτόχρονα το σχέδιο προέβλεπε την κατάληψη της πυριτιδαποθήκης
της εταιρείας «Σόρεκς και Κραλ» που εκμεταλλεύονταν τα νταμάρια πλησίον της πόλη
μας. Θα ακολουθούσε η σύλληψη του νομάρχη τον οποίο θα κλειδώναμε στην
κρεβατοκάμαρά του δημάρχου. Για μεγαλύτερη σιγουριά σκεφτήκαμε να συλλάβουμε το
διοικητή της χωροφυλακής, δυο τρεις ανώτερους αξιωματικούς και τον γραφιά της νομαρχίας
που δεν πολυσυμπαθούσε το Σύνδεσμός μας. Όλοι αυτοί έπρεπε να οδηγηθούν στις
κεντρικές φυλακές και να κρατηθούν σε αυστηρή απομόνωση. Οι υπόλοιποι
χωροφύλακες και αξιωματικοί θα περνούσαν με το μέρος των πραξικοπηματιών γιατί
ήταν μυστικά μέλη του Συνδέσμου μας. Ύστερα από όλα αυτά θα ακολουθούσε η
επιβολή του στρατιωτικού νόμου και θα ‘μπαινε σε λειτουργία το έκτακτο κινητό
στρατοδικείο το οποίο συνεδρίαζε στο επιλεγμένο αυτοκίνητο του μεγαλέμπορα Σμάτα
ο οποίος ποτέ δεν μας συμπάθησε.
Σε όλα τα δημόσια ιδρύματα επρόκειτο να τοιχοκολληθεί ή
μαύρο πίνακες με τα ονόματα των εχθρών της εξέγερσης που έπρεπε να
εξουδετερωθούν. Ανάμεσά τους είχαμε επιλέξει τους εμπόρους ξυλείας Γιαν
Κοχόουτ, οδός Νερού 20, τον έμπορο
οινοπνευματούχων ποτών οδός Αλατιού 45, τον ιδιοκτήτη του εργοστασίου μπύρας Ρίχαρντ
Κράους, πλατεία Κλάτοβυ 2 και τον αλλαντοπώλη-κρεοπώλη Καμίλ Στάϊν , οδός Πάγου
5.
Είχαμε προβλέψει και τα μέτρα που έπρεπε να πάρουμε για την
αντιμετώπιση μιας ενδεχόμενης εξωτερικής επίθεσης. Έτσι, απ’ το δημοτικό Μουσείο
θα παίρναμε το κανόνι για να το τοποθετήσουμε στην είσοδο της πόλης. Για τη
μετακίνηση του κανονιού θα ζεύαμε τα σκυλιά του γαλατά.
Αφού τακτοποιήσαμε και την τελευταία λεπτομέρεια του σχεδίου
της εξέγερσης και δώσαμε όρκο ότι θα το κάνουμε πράξη, χωρίσαμε και ξεκινήσαμε
τρεκλίζοντας για τα σπίτια μας. Όχι για τίποτε άλλο, αλλά ήταν κιόλας 5 το πρωί.
Κι έπρεπε να ξεκουραστούμε λίγο πριν
κάνουμε την εξέγερση.
Ε
Την άλλη μέρα κανένα από τα μέλη του Συνδέσμου δεν
εμφανίστηκε στην πλατεία του Δημαρχείου, μα ούτε καν βγήκαμε από τα σπίτια μας
γιατί το κίνημα αποκεφαλίστηκε άδοξα. Οι ηγέτες σε στρατιωτικής δικτατορίας,
κατάμαυροι από το ξύλο κείτονταν αναίσθητοι στα κρεβάτια τους. Η τραγωδία αυτή
ήταν αποτέλεσμα της άνανδρης επίθεσης που δέχτηκαν από τις εξαγριωμένες γυναίκες τους όταν γεμάτοι επαναστατική ορμή
έφτασαν στα σπίτια τους μετά τις 5:00 το πρωί.
Μόνο η μητέρα του Συνδέσμου μας η χήρα Βύχοβα, που είχε
πάρει ενεργό μέρος στην προετοιμασία του πραξικοπήματος και δεν ήταν και τόσο
μεθυσμένη, εμφανίστηκε γύρω στις 10 το πρωί στην πλατεία του Δημαρχείου,
οπλισμένη μ’ ένα φτυάρι και ένα καβουρδιστήρι καφέ (της είχαμε υποσχεθεί ότι θα
τις παραχωρούσαμε τον εφοδιασμό του στρατού μας με καφέ) και άρχισε να φωνάζει
όσο μπορούσε πιο δυνατά:
« Κάτω οι κλέφτες! Τελείωσε η εποχή των ληστών! Κρεμάλα, κρεμάλα!
Ζήτω η δικτατορία μας!
Δύο χωροφύλακες που κατέφθασαν βιαστικά, αφού την καταχέριασαν
για τα καλά την οδήγησαν στο φρέσκο και
έτσι χάθηκε και η τελευταία ελπίδα για την επικράτηση της ηρωικής εξέγερσης των
παλαιών πολεμιστών.
Γιαροσλάβ Χάσεκ
0 comments:
Post a Comment