Το «1945» είναι είναι ένα
ασπρόμαυρο δράμα , με φόντο την άμεση μεταπολεμική περίοδο στην αγροτική
Ουγγαρία , του Ούγγρου σκηνοθέτη Ferenc Török που αποτελεί μια προσαρμογή μιας
μικρής ιστορίας από τον Gábor T. Szántó .
Η άφιξη δύο Ορθοδόξων
Εβραίων οι οποίοι έχουν επιζήσει από κάποιο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης ανατρέπει
την ημέρα του γάμου του γιου ενός αγροτικού υπάλληλου στην Ουγγαρία το 1945, ενώ
ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη έχει τελειώσει , σε ένα πικρό χορωδιακό
δράμα σε ασπρόμαυρη έκδοση από το Ούγγρο
σκηνοθέτη Φέρεντς Τόροκ (Ferenc Török).
Στο ιστορικό πλαίσιο, το
ραδιόφωνο, που πληροφορεί για τα πάντα (π.χ. έχει μόλις ριχτεί η ατομική βόμβα
και στο Ναγκασάκι), και δεύτερο, ένα σοβιετικό στρατιωτικό τζιπ, οι άντρες του
οποίου είναι πανταχού παρόντες.
Οι άνθρωποι, ένας γέρος κι ένας νεαρός, έρχονται με το τρένο και σε καλοκαιρία, κουβαλώντας δυο μυστηριώδη μεγάλα ξύλινα κιβώτια. Μισθώνουν ένα κάρο, φορτώνουν τα κιβώτια και, αργά αργά καθώς το υποζύγιο δε βιάζεται, κάνουν σιωπηλοί την απόσταση από το από το σιδηροδρομικό σταθμό του τρένου στο χωριό. Όμως τι έρχονται να κάνουν οι Εβραίοι στο χωριό και -ιδίως- τι κουβαλάνε στα κιβώτια (εδώ θυμήθηκα το διαβόητο Κιβώτιο στο ομώνυμο βιβλίο του μεγάλου Άρη Αλεξάνδρου); Η είδηση του ερχομού ταξιδεύει πριν από αυτούς, φέροντας αναστάτωση στη μικρή κοινωνία, επειδή ξυπνάνε οι μνήμες και οι ενοχές για τη τη συμπεριφορά των χωρικών προς τους Εβραίους, όταν οι τοπικοί ναζί τούς μάζευαν και οι ισχυροί ντόπιοι άρπαζαν τις περιουσίες τους. Έτσι η απροσδόκητη άφιξη, δε διαλύει απλά τις γαμήλιες προετοιμασίες και τον ίδιο το γάμο ίδιο, αλλά θέτει σχεδόν όλους τους χωρικούς αντιμέτωπους με το παρελθόν: ; Μπορεί να είναι συγγενείς ή φίλοι ή ενεργώντας εξ ονόματος των Εβραίων που ζούσαν εκεί; Έχουν έρθει να διεκδικήσουν την ιδιοκτησία και τα υπάρχοντα των τοπικών εβραϊκών οικογενειών που οι υπόλοιποι χωρικοί χωρίστηκαν μεταξύ τους; Η γενική εντύπωση είναι ότι τα κιβώτια έχουν εμπορεύματα, που θα πουληθούνε στο μαγαζί κάποιου επιφανούς Εβραίου, το οποίο έχει καταλήξει στον τοπικό κοινοτάρχη, αφού πρώτα οι νεοφερμένοι το πάρουν πίσω. Έχουν όμως έτσι τα πράγματα;
Τα συναισθήματα των χωρικών καθώς οι δύο άνδρες περνούν σιωπηλά πίσω από το άμαξα με τα άλογα που μεταφέρουν τα αγαθά τους είναι ποικίλα και και οι αντιδράσεις τους αντιφατικές, και πολλές φορές εμφανείς κάτω από μια στέγη: άλλοι νιώθουν ενοχές και θέλουν να δώσουν τα πάντα αμέσως, άλλοι αμφιταλαντεύονται, άλλοι είναι έτοιμοι να λιντσάρουν τους νεοφερμένους. Τα ηθικότερα στοιχεία βρίσκουν την ευκαιρία να εκδηλωθούν. Οι βασικοί εξουσιαστές πάντως -ο κοινοτάρχης, ο αστυνόμος, ο παπάς κι από κοντά ο σταθμάρχης του τρένου, καθώς και μια καταπατήτρια ενός πλούσιου εβραϊκού σπιτιού- (και υπερβολικά ρεαλιστική σύζυγός που προτιμά να κρύβει τα νεοαποκτηθέντα χαλιά και ασημικά στο υπόγειο. «Αν κάποιος ρωτήσει, τα πράγματα δεν είναι εδώ, οι Γερμανοί το πήραν - ή οι Ρώσοι», λέει, εκθέτοντας τόσο τον εγωισμό της όσο και το χάος της αμέσως μεταπολεμικής περιόδου που χρησιμοποίησαν οι χαρακτήρες για να δικαιολογήσουν τη συμπεριφορά τους) - συνωμοτούν ώστε να μην αλλάξει τίποτα. Πανικός, ανησυχία και μίσος απλώνεται παντού.
Ο αυταρχικός κοινοτάρχης,
είναι απόλυτα προκλητικός, συνεχίζοντας τις προετοιμασίες για το γάμο γιου του ,
σαν να μην υπήρχε τίποτα. Ακόμα και αυτό δεν είναι εύκολο έργο.
Οι νεοφερμένοι, πεζοί πίσω από το κάρο που κουβαλάει τα μυστηριώδη κιβώτια τους ολοένα βαδίζουν και βαδίζουν, μέχρι που ξεπερνάνε το χωριό. Που άραγε κατευθύνονται; Γιατί βαδίζουν πίσω από το κάρο και δεν ανεβαίνουν σε αυτό; H ανατροπή του τέλους είναι απόλυτη.
Όμως η καταστροφή στην επίπλαστα ευτυχισμένη τοπική κοινωνία έχει επέλθει,
σε επίπεδο τόσο ζωών, όσο και άνομα αποκτημένων περιουσιών. Η κάθαρση ολοκληρώνεται
με το επόμενο δρομολόγιο του ίδιου τρένου που είχε αποβιβάσει, νωρίτερα την
ίδια μέρα, τους δυο σιωπηλούς Εβραίους: μόνο που τώρα φεύγει με τρεις επιβάτες
και μέσα σε δυνατή βροχή. Τα δίδυμα φαντάσματα της υπαιτιότητας και της ατιμίας
ζωντανεύουν όταν δύο άνθρωποι που θεωρούνται οριστικά εξαφανισμένοι επιστρέφουν
σε μια πόλη που πραγματικά αισθάνεται ότι μετακόμισε στα σπίτια και ξεκίνησε
τρώγοντας τα πιάτα άλλων συνανθρώπων τους που εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Περισσότερο λοιπόν ένα πορτρέτο της συλλογικής ενοχής και της ντροπής μιας κοινότητας παρά ένα δραματικό δράμα για μια χούφτας ατόμων, αυτή η προσαρμογή της σύντομης ιστορίας Η επιστροφή στο σπίτι από τον συν-σκηνοθέτη Gabor T. Szanto είναι πολύ αξιόλογη ιστορική ταινία, που θα μπορούσε να διαδραματίζεται και στην πόλη μας, και θέτει πολλά ερωτήματα το ερώτημα ως προς τι είναι ηθικά σωστό σε περίοδο ειρήνης και τι σε περίοδο πολέμου.
Είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό το ότι ταινία ενδιαφέρεται για την ανθρώπινη συμπεριφορά και τη
δυναμική της ομάδας σε ευρύτερη κλίμακα. Για παράδειγμα, το ερωτικό τρίγωνο, σε
αντίθεση με τις ενέργειες και τα συναισθήματα των κατοίκων του χωριού που
έρχονται αντιμέτωποι με τους δύο ξένους, υπογραμμίζει πως οι άνθρωποι μπορεί να
είναι διανοητικά πρόθυμοι να κάνουν το σωστό ή να συμβιβαστούν εύλογα. Αλλά στο
τέλος, ο λόγος μπορεί να χρειαστεί ακόμα να κάνει δρόμο για να άρει την
καταστροφική δύναμη των εγωιστικών επιθυμιών.
Ως πορτρέτο της ομαδικής συμπεριφοράς που οδηγεί σε ένα σκοτεινό
μονοπάτι, η ιστορία είναι άσχημη αλλά και αρκετά οικεία. Απηχεί το Χρονικό ενός προαναγγελθέντος Θανάτου του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκεζ, με τον τρόπο που οι πράξεις των κατοίκων
του χωριού είναι σχεδόν προκαθορισμένες από ένα συνδυασμό των δικών τους θέσεων
και των προσδοκιών των άλλων.
Οι Έλληνες θεατές αξίζει να δουν την ταινία όχι μόνο σα σινεφίλ, αλλά και σαν απόγονοι όσων είχαν πραγματοποιήσει ανάλογες ή και χειρότερες ιδιοποιήσεις εβραϊκών περιουσιών στην Κατοχή. Γιατί, μαζί με τη Ζάκυνθο, την Κατερίνη ή την Αθήνα, υπήρξαν επίσης οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, της Ρόδου, της Κέρκυρας, των Ιωαννίνων, του Ρεθύμνου και τόσων άλλων περιοχών. Περιοχών μαρτυρικών, με ευθύνη όχι μόνο των ναζί.
Ο Κούρζιο Μαλαπάρτε
σε κάποιες σημειώσεις που είχε αφήσει όταν έγραφε το Δέρμα, το μεγάλο ,μεταπολεμικό, αντιπολεμικό μυθιστόρημα έλεγε
χαρακτηριστικά: «Δεν ξέρω τι είναι πιο δύσκολο,
το επάγγελμα του ηττημένου ή το επάγγελμα του νικητή. Όμως ένα ξέρω στα
σίγουρα, πως η ανθρώπινη αξία των ηττημένων είναι ανώτερη από των νικητών. …Ο
άνθρωπος μέσα στην τύχη του, ο άνθρωπος που κάθεται στο θρόνο της αλαζονείας
του, της ισχύος του, της ευτυχίας του, ο άνθρωπος ντυμένος με τα στολίδια και με την αυθάδεια του νικητή,
ο άνθρωπος καθήμενος επί του Καπιτωλίου, για να χρησιμοποιήσω μια εικόνα από
την κλασσική αρχαιότητα, είναι αποκρουστικό θέμα . Όλοι θυμούνται, επί
παραδείγματι, τους Γερμανούς τα χρόνια του θριάμβου τους. Ήταν αποκρουστικοί. Πιο πολύ φόβο, οι άνθρωποι και
οι λαοί αισθάνονταν γ’ αυτούς απέχθεια. Και ήταν, ωστόσο πανέμορφοι. Νέοι
αθλητικοί, ξανθοι με ανοιχτόχρωμα μάτια, όμοιοι με τους νεαρούς ήρωες για τους οποίους
μιλά ο Χέλντερλιν». Πόσο πολύ δίκιο είχε για αυτήν την σχέση ισχύος αποκρουστικότητας και ομορφιάς!
Όμως όπως φαίνεται δεν είχε καθόλου δίκιο ως προς το "όλοι θυμούνται".
Όμως όπως φαίνεται δεν είχε καθόλου δίκιο ως προς το "όλοι θυμούνται".
Είναι
σίγουρο πως η ταινία αγγίζει συναισθηματικά ευαίσθητες χορδές.
Ελληνικός Τίτλος: 1945
Ετος Πρώτης Προβολής: 2017
Είδος Ταινίας: Drama
0 comments:
Post a Comment