Pages

Friday, 11 May 2018

Η μοναξιά του ανθρώπου

Print Friendly and PDFPrint Friendly


Αν η μνήμη μου δεν με απατάει κι επειδή οι γνώσεις μου στα αρχαία ελληνικά άρχισαν να περιορίζονται , οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν τον καημένο τον άνθρωπο πολιτικό ζώο. Μ’ άλλα λόγια ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ζώο. Έτσι τουλάχιστον το καταλαβαίνω εγώ. Πιστός στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία επιδιώκω πάντα να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους, έστω και αν τους βλέπω για πρώτη φορά στη ζωή μου. Κι όχι μόνο αυτό. Αν δω   που συζητάνε χώνομαι και εγώ ανάμεσά τους και παρά τις έντονες διαμαρτυρίες τους,  κινώ θεούς και δαίμονες να τους κάνω φίλους.
 Δυστυχώς όμως, κάθε φορά που προσπαθώ κάτι τέτοιο, μου δίνεται η ευκαιρία να διαπιστώσω ότι οι αρχαίοι Έλληνες έκαναν μεγάλο λάθος θεωρώντας τον άνθρωπο κοινωνικό ζώο.
Ο σημερινός άνθρωπος είναι ένα φοβερά ακοινώνητο όν. Τελευταία προσπάθησα να γνωριστώ, χωρίς καμία κακή πρόθεση, μ’ ένα ζευγάρι ερωτευμένων  που συνάντησα στο δάσος Κούχλε. Τι έγινε δεν περιγράφεται. Ο νεαρός όχι μόνο με έβρισε χυδαιότατα, αλλά έκανε χρήση και ανεπίτρεπτων χτυπημάτων της ελληνορωμαϊκής πάλης. Τελικά τον ξυλοφόρτωσα για τα καλά και το έβαλε στα πόδια με την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια, μαζί με την ομορφούλα του. Τους πήρα καταπόδι να τους εξηγήσω τις καλές μου προθέσεις,  αλλά έγινα άφαντοι στα νταμάρια.
Το ίδιο αποτέλεσμα είχαν όλες οι προσπάθειές μου να αποκτήσω σχέσεις φιλίας με άγνωστους συνανθρώπους. Να μην τον πολυλογάμε, τζίφος υπόθεση.
Προς την κατεύθυνση αυτή,  εγώ νομίζω ότι το σκυλί είναι κοινωνικότερο ζώο από τον άνθρωπο. Να,  ένα γερμανικό μπουλντόγκ  μόλις  φτάσει στην Πράγα και συναντήσει τυχαία και για πρώτη φορά μία ντόπια σκύλα,  τα φτιάχνουν αμέσως. Αλληλομυρίζονται ,  γαβγίζουν σε ένδειξη αλληλοχαιρετισμού και έρχονται σε φιλική επαφή χωρίς πολυλογίες. Η φιλία τους δεν κρατάει και πολύ,  αλλά είναι τέλεια. Δεν κρατούν απόσταση και δεν ενδιαφέρονται για την κοινωνική τους κατάσταση. Πιστεύουν στην απόλυτη ισότητα.
Αλλά να και εδώ επεμβαίνει ο ιδιοκτήτης του μπουλντόγκ και διαλύει βάναυσα με τη μπαστούνα του ένα τρυφερό δεσμό που μόλις έχει δημιουργηθεί.
Και η καημένη η Σκύλα Μένει μόνη κι απαρηγόρητη στην άκρη του δρόμου, με τι γλώσσα μιλάνε μία σπιθαμή, καταργώντας τον άνθρωπο για την σκυλίσια κακία του! Και δε έχει άδικο, γιατί οι σκύλοι έχουν το όνομα και άνθρωποι τη χάρη!
Έτσι είναι. Με τους ανθρώπους δεν μπορείς να συνεννοηθείς,  όσο κι αν το επιδιώξεις.
Κάποτε καθόμουνα ολομόναχος σε άνα τραπέζι στο εστιατόριο «Αμπασαντόρ». Αισθανόμουνα σν κυνηγημένο σκυλί. Μπροστά μου καθόταν μια παρέα από κυρίους και κυρίες, που το κέφι και η ευθυμία τους με κατενθουσίασαν τόσο πολύ ώστε θέλησα να τους γνωρίσω από κοντά,
Πήρα τον καφέ και την καρέκλα μου και πήγα να καθίσω στο τραπέζι τους. Μόλις πλησίασα την παρέα, ευγενέστατα τους είπα:
-Παρακαλώ, με συγχωρείτε, είμαι ολομόναχος και με πνίγει η μοναξιά και η θλίψη. Βλέπω ότι διασκεδάζετε θαυμάσια. Μου επιτρέπετε να καθήσω και εγώ στην παρέα σας; Αισθάνομαι την ανάγκη μιας παρέας.
Αμέσως οι συζητήσεις και το κέφι κόπηκαν με το μαχαίρι.
Έμειναν όλοι άφωνοι και ανέκφραστοι σαν απολιθωμένοι. Τελικά, κάποιος κύριος, τρίζοντας τα δόντια, με άρπαξε από το γιακά και μου είπε απειλητικά: Τι γαϊδουριά είναι αυτή κύριε; H πράξη σου είναι εξοργιστική! Γκρεμοτσακίσου από δω γιατί θα σε σκίσω! Προσπάθησα να το εξηγήσω ότι είμαι ένας κοινωνικός άνθρωπος, πως δεν είμαι μονήρης, ότι τρελαίνομαι για παρέα και είμαι έτοιμος να αποδεχτώ οποιοδήποτε όρο, αρκεί να με δεχτούν στο τραπέζι τους.
Ξαφνικά σηκώθηκε κι άλλος ένας κύριος της παρέας και με οργίλο τόνο μου λέει:
-Ρε γάϊδαρε, θα ξεκουμπιστείς απ’ εδώ; Ρε άντε χάσου που θα μπεις στην παρέα μας! Τσακίσου γιατί θα καλέσω το μαίτρ!
- Και δεν τον καλάς! Απάντησα εγώ ψύχραιμα.
 Ακολούθησε σωστό πανδαιμόνιο. Κατέφθασε καταϊδρωμένος ο μαιτρ και όλοι άρχισαν να με σκυλοβρίζουν,  λέγοντας ότι σώνει και καλά θέλω να μπω στην παρέα τους. Οι κυράδες  της παρέας με κοίταζαν με τόσο μίσος, ώστε αν μπορούσαν θα με έτρωγαν ζωντανό!
Εγώ απαντούσα θαρραλέα ότι δεν θέλω να μείνω μόνος μου και δεν το κουνάω ρούπι γιατί είμαι κοινωνικό ον κ.λ.π., κ.λ.π.  Άδικος κόπος, ή όπως λέει και το ευαγγέλιο, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω».
Μπροστά στην επιμονή μου, ο μαιτρ και κύριοι της παρέας έκριναν σκόπιμο να με κλωτσοπετάξουν έξω σαν καροτσάκι.
Παρόμοια παθήματα μπορώ να σας αναφέρω με το τσουβάλι. Κάποτε ρώτησα κάτι μία κυρία στο τραμ και αντί για απάντηση αυτή με έβρισε. Αμέσως ο τραμβαγέρης με κατέβασε από τη στάση άλλη.
Παλιά Πράγα
Άλλη μια φορά προσπάθησα να γνωρίσω στο δρόμο ένα κύριο,  γιατί αισθανόμουνα να με πνίγει η μοναξιά.  Έμπηξε τις φωνές και αντί για μία ανθρώπινη συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων,  βρέθηκα στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα για… αλητεία!
Πάλι καλά γιατί υπάρχουν και χειρότερα. Έτσι, ταξιδεύοντας κάποτε με το εξπρές Πράγα-Βιέννη, προσπάθησα να ανταλλάξω καμιά κουβέντα με έναν μαντραχαλά που καθόταν απέναντί μου. Έ, αν δεν επέμβαινε για καλή μου τύχη ο ελεγκτής,  θα με πέταγε από το παράθυρο ο εξαγριωμένος μαντραχαλάς!
Πέντε φορές με έσπασαν στο ξύλο. Τρεις φορές ξυλοφόρτωσε εγώ κάτι τύπους που δεν δέχτηκαν τη φιλία μου. Δύο φορές με πέταξαν από το πλοίο στη θάλασσα και λίγο έλειψε να πνιγώ. Ένας Γάλλος τουρίστας τον οποίο θέλησα να εξηγήσω κάτι σε ένα ιστορικό δρόμο της Πράγας, τράβηξε το πιστόλι. Ευτυχώς  πρόλαβα και τον αφόπλισα.
Πολλές φορές,  ο πόθος μου να γνωρίσω τους ανθρώπους κατέληξε στο αυτόφωρο όπου με την κατηγορία της «παρενόχλησης» με βάλανε στο φρέσκο ποτέ ένα και πότε δύο μήνες.
Αλλά πάντοτε σαν τον Πάολο Μαντεγάτσα,  έλεγα με σθένος και αυτοπεποίθηση: «Δεν υποχωρώ, μένω πιστός στις θέσεις μου. Υποφέρω αλλά δεν υποκύπτω».
Τι το θέλεις και τι το συζητάς. Είμαι ζώον πολιτικό και τέρμα!
Μπροστά στο σιδηροδρομικό σταθμό «Βίλσον» της πρωτεύουσας συνάντησα πρόσφατα μία όμορφη και νεαρή κυρία που μόλις είχε έρθει στην Πράγα. Κρατούσε στην αγκαλιά της ένα φασκιωμένο μωρό. Κατάλαβα αμέσως ότι της ήταν εντελώς άγνωστη η Πράγα,   αφού όπως άκουσα ρωτούσε κάποιο χαμάλη να της πει πού είναι η συνοικία  Σμίχοβ.
Κι  εγώ στο Σμίχοβ πάω, μπερδεύτηκα στη συζήτηση, παρόλο ότι δεν είχα καμία δουλειά εκεί. Αν θέλετε, μπορούμε να πάμε μαζί,  πρόσθεσα ευγενικότατα.
Σμίχοβ-Τσεχία
Δέχτηκε την πρόταση μου και έτσι ξεκινήσαμε για τη Σμίχοβ. Είχα όρεξη για κουβέντα και σε μία στιγμή τη ρώτησα από πού είναι.
-  Και τι σε νοιάζει από πού είμαι; μουκοψε το βήχα η νεαρή κυρία.
-  Έχεις δίκιο παραδέχτηκα,  και το βούλωσα. Φτάνοντας στην οδό Γίντρισκα, εντελώς ξαφνικά, μου λέει πως πείνασε και θα ήθελα να φάει κάτι βραστά λουκάνικα.
Μπήκαμε σε μια ταβέρνα , παραγγείλαμε λουκάνικα και μπύρα και αρχίσαμε να συζητάμε για τα χοιρινά σκουλήκια. Σε συνέχεια περάσαμε στη βουβωνική πανώλη, στα πατατοσκουλήκια και τέλος το άρμεγμα των αγελάδων.
Κι ενώ εμείς ζητούσαμε τόσο σοβαρά και επίκαιρα θέματα,  το μωρό είχε σκάσει στο κλάμα.
Αφού έφαγε κι ήπιε για τα καλά,  η ομορφούλα θυμήθηκε απότομα ότι κοντά,  δίπλα στο ταχυδρομείο, έχει μια θεία  την οποία πρέπει να δει οπωσδήποτε. Γι’   αυτό με παρακάλεσε να τις κρατήσω λίγο το μωρό.
-  Θα έρθω αμέσως,  μου είπε και έγινε άφαντη.
Πήρα υπό την προστασία μου το βυζανιάρικο κι αμέσως αισθάνθηκα να με κατακλύζει μία ανείπωτη νοσταλγία για την οικογενειακή ζεστασιά που ποτέ δεν ένιωσα. Δεν μου έμεινε τίποτε άλλο παρά να περιμένω…
Πέρασε  πάνω από μία ώρα. Το αθώο πλάσμα που κράταγα στην αγκαλιά μου είχε στο μεταξύ μετατραπεί σε ανήμερο θηρίο. Ούρλιαζε λες και το σφάζανε. Ένας μουστερής από κάποιο διπλανό τραπέζι,  φανερά εκνευρισμένος από τα ουρλιαχτά, πλήρωσε και έφυγε αραδιάζοντας πίσω του καντήλια και χριστοπαναγίες. Ο ταβερνιάρης με κατακεραύνωσε με ένα βλέμμα και σε λίγο μη αντέχοντας άλλο ξέσπασε:
-  Ορίστε μας,  έρχεται για πρώτη φορά στην ταβέρνα μου και τη μετατρέπει σε βρεφοκομείο!
 Έπειτα έφυγαν οι άλλοι μουστερήδες, λέγοντας με αγανάκτηση:
 E,  δεν υποφέρεται άλλο! Kαι σιδερένια νεύρα να έχεις σου τα σπάει αυτό το νιάνιαρο! Έκανα πως δεν κατάλαβα και δεν έβγαλα τσιμουδιά. Η ταβέρνα άδειασε. Μερικοί που μπήκαν να πιουν κάτι, μόλις άκουσαν τα ουρλιαχτά του μωρού που είχα στην αγκαλιά μου,  με στραβοκοίταξαν και έφυγαν αμέσως.  Ο ταβερνιάρης τα ‘βάλε με μένα βρίζοντας μ’ ότι χυδαίο ήξερε.
- Άκου εδώ κύριε, αυτός ο μουστερής που ‘φυγε τώρα δα, πίνει στην ταβέρνα μυ 15 μπύρες τη μέρα!
-Αφού του βαστάει η τσέπη! Απάντησα και το βούλωσα αμέσως γιατί κατάλαβα ότι τον ερέθισα με το παραπάνω.
Πέρασε ακόμα μια ώρα. Αφήνοντας κατά μέρος τους τύπους ο ταβερνιάρης με ρώτησε ορθά-κοφτά:
Πότε σκέφτεσαι να ξεκουμπιστείς με το μυξιάρικό σου απ’ εδώ;
Αποφάσισα να του μιλήσω ανοιχτά. Απευθύνθηκα στα ανθρώπινα αισθήματα του,  στην ανάγκη να δείξει κάποια κατανόηση γιατί τα μωρά, όπως λέει κι η επιστήμη,  πρέπει να κλαίνε για ν’ ατσαλωθούν τα πνευμόνια τους. Το κλάψιμο στα μωρά είναι μία μορφή έκφρασης της ζωτικότητας,  γιατί οπωσδήποτε πρέπει να κάνουν και αυτά κάτι. Είναι αδύνατο να κάθονται σαν κούτσουρα,  αφού είναι άνθρωποι. Όλοι οι ταβερνιάρηδες στην ηλικία του μωρού έκλαιγαν και ούρλιαζαν. Και όχι μόνο οι ταβερνιάρηδες,  αλλά και αυτοί που είναι σήμερα κοτζάμ υπουργοί.
Και έτσι κατάφερα να περάσει ακόμα μία ώρα.  Έμεινα κατάπληκτος απ’ την αντοχή και τη ζωτικότητα από το νιάνιαρου. Έκλαιγε και ούρλιαζε χωρίς να μειώσει το ρυθμό και την ένταση. Αναγκάστηκα να διαμαρτυρηθώ έντονα γιατί ο ταβερνιάρης προσπάθησε να με κλωτσοπετάξει στο δρόμο μαζί με το μωρό.
-  Μα τι πράγματα είναι αυτά,  κύριε; Eίναι δυνατόν να πετάξεις ένα αθώο μωρό στο δρόμο;  Aυτό το πλασματάκι,  σωστό αγγελούδι,  έχει ανάγκη από χάδια και στοργή. Το καημένο που έμπλεξε! Άντε καμάρι μου,  κλάψε,  ούρλιαξε όσο μπορείς, να εκτονωθείς λιγάκι παρότρυνα το βυζανιάρικο. Μη φοβάσαι κανένα. Ούρλιαξε μέχρι να πέσουν τα καμπαναριά της απέναντι εκκλησιάς!
-  Φοβερό,  πρωτάκουστο! Μούρχεται ν’ αυτοκτονήσω!  έλεγε και ξανάλεγε ο ταβερνιάρης απελπισμένος. Θα με τρελάνουν για τα καλά!
-Άντε  τώρα μην κάνεις έτσι!  Θα συνηθίσεις,  λιγάκι υπομονή χρειάζεται! τον καλοπήρα εγώ.
Νύχτωσε κι η μάνα του παιδιού δεν φάνηκε. Σ’ όλο αυτό το διάστημα αντιμετώπισα με σθένος τις αλλεπάλληλες επιθέσεις του ταβερνιάρη,  που μη αντέχοντας άλλο ξέσπασε σε λυγμούς. Μόλις άκουσε το γοερό κλάμα του ταβερνιάρη, το μωρό, λες και πήρε δύναμη, άρχισε να ουρλιάζει ακόμα περισσότερο. Αγόρασα ένα μπουκάλι γάλα και τούδωσα να πιει,  του άλλαξα τα σπάργανα και συνέχισα να περιμένω. Ξαφνικά, άρχισα να υποπτεύομαι ότι μάλλον έπεσε θύμα μιας καλοστημένης παγίδας. Θα επρόκειτο ασφαλώς για έκθετο.
 Στο μεταξύ, ο ταβερνιάρης είχε αδειάσει ένα μπουκάλι κονιάκ. Αυτό όμως δεν τον βοήθησε να εξαγνίσει τα αισθήματά του και να μας αντιμετωπίσει με περισσότερη ανθρωπιά. Έβριζε και τους δυό,  δηλαδή εμένα και το βρέφος και μας καταριότανε γιατί του κλείσαμε την ταβέρνα.
Είχα ακούσει τόσα πολλά εκείνο το απόγευμα ώστε τίποτα πλέον δεν μου έκανε εντύπωση. Έτσι, άφησα τον ταβερνιάρη να βρίζει με όλη του την άνεση. Ακριβώς στις δέκα,  μας ανακοίνωσε με επισημότητα:
- Κύριος, κλείνουμε!
Βγήκε έξω και άρχισε να τραβάει τα ρολά. Κι έτσι βρέθηκα στο δρόμο μαζί με το έκθετο.
Στο αστυνομικό τμήμα όπου κατέφυγα,  αφού αφηγήθηκα τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έφτασα να γίνω κηδεμόνας του παιδιού,  ο αστυνομικός της υπηρεσίας μου είπε κοροϊδευτικά:
 - Για δες  βρε να πάρει η οργή,  πως την έπαθες σαν αγράμματος! Αρχίζεις την κουβέντα με μία άγνωστη, την πας στην ταβέρνα και αυτή σου φορτώνει στο λαιμό ένα νιάνιαρο! Έ,  αυτό θα πει ανθρωπιά!  Μου δίνεις, σε παρακαλώ την ταυτότητά σου;  Ά, έτσι λοιπόν, δεν έχεις ταυτότητα!  Μήπως την ξέχασες στο σπίτι;  Πως είπες; Δεν συνηθίζεις να ‘χεις μαζί σου την ταυτότητα; Μάλιστα, κατάλαβα! Bαφτίζεις το παιδί σου έκθετο και το φέρνεις την αστυνομία! Ωραία σκέψη, θαυμάσια! Βρε τομάρι, τι νομίζεις ότι είμαστε εμείς εδώ, ορφανοτροφείο για μπάσταρδα; Aντε, πάρτο, απ’ εδώ και τσακίσου γρήγορα!
Διαμαρτυρήθηκα έντονα για την απρεπή  αυτή η συμπεριφορά, γεγονός που είχε σαν συνέπεια να διαταχθεί η κράτησή μου. Έτσι τουλάχιστο εξασφάλισα ένα λημέρι για ύπνο.
Το πρωί είχαν συγκεντρωθεί τα απαιτούμενα στοιχεία για το πρόσωπό μου. Διαπιστώθηκε ότι ήμουνα φιλήσυχος πολίτης. Βγαίνοντας απ’ το κρατητήριο ο αστυνομικός της υπηρεσίας μου είπε σε τόνο ορμήνειας:
- Kαι άλλη φορά να προσέχεις όταν πιάνεις κουβέντα με άγνωστα πρόσωπα που θέλεις να γνωρίσεις.
Εμένα όμως κανένας δεν θα μπορέσει να με κάνει ν’ αλλάξω γνώμη Παραμένω σταθερός και αμετάκλητος στις θέσεις μου. Ποτέ δεν πρόκειται να απογοητεύσει η κακία των ανθρώπων, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να καταλάβουν ότι ένας κοινωνικός άνθρωπος δεν μπορεί να αλλάξει συμπεριφορά.




Κάπου στην Πράγα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και όπως φαίνεται όχι και τόσο βαθιά στο παρελθόν. Συγγραφέας, Γιάροσλαβ Χάσεκ (1883-1923).





0 comments:

Post a Comment