Η φύση… ο πολιτισμός, το διήγημα για το οποίο κάνει λόγο στους λίβελούς του ο Γιώργης Ζάρκος, είναι από τα πρώτα του και πρωτοδημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία, τεύχος 78, Μάρτιος 1930, σελ. 314-325. Κατόπιν ο συγγραφέας το συμπεριέλαβε- ελαφρά τροποποιημένο-στον ίδιο τόμο με το μυθιστόρημα Η τρέλα σε όλα τα στάδια, 1932. Η τρίτη δημοσίευση έγινε στη συλλογή διηγημάτων Γιατί άλλαξα ιδέες και άλλα διηγήματα, εκδ. Κάλβος, 1981. Αυτή η τρίτη δημοσίευση αποτελεί και την δική μας πηγή.
Η φύση… ο πολιτισμός, Β' Μέρος ( συγγραφέας Γιώργης Ζάρκος)
O καφετζής που ήταν και αυτός με αυτούς που είχαν κυκλώσει το τραμ, σαν ελευθερώθηκε το σκυλί, πριν προφτάσει να τρυπώσει πάλι, άρπαξε από τα χέρια του αστυφύλακα το μπαστούνι και με το γυριστό του μέρος, σβέλτα, το τράβηξε έξω. Το τραμ έφυγε και το αυτοκίνητα αρχίσανε να κοιλάνε. Το σκυλί γλίτωσε το θάνατο για να μαρτυρήσει στη ζωή. Ο αστυφύλακας πήρε νερό από το καφενείο και έπλυνε το μπαστούνι, και τόδωσε στον κύριο με ένα ευχαριστώ ευγενικό. Οι πολίτες, άλλοι κοιτούσανε το σκυλί, και άλλοι τις ματωμένες γραμμές, στο μέρος που του έκοψε τα πόδια.
«-Σα να έκοψε άνθρωπο» είπε κάποιος.
«- Ζωντανό δεν είναι κι αυτό;» είπε άλλος.
«-Και αυτό ψυχή έχει» είπε τρίτος
Η ώρα περνούσε. Οι μεγάλοι φεύγανε γιατί θυμηθήκανε τις δουλειές τους και δεν είχανε καιρό να τον χάσουνε· μείνανε τα παιδιά που δεν σκοτίζονται για τον καιρό που φεύγει στα χαμένα. Όποιος περνούσε έριχνε μία ματιά και έφευγε. Όποιο παιδί, όμως, περνούσε, μένα να δει τι θα απογίνει «το καϋμένο το σκυλάκι».
Κοιτούσαν το σκυλί τα παιδιά με μάτια που δείχνανε φόβο και παρακάλι. Το στόμα του ήτανε γιομάτο λάσπη καμωμένη με το αίμα του. Είχε πάψει να σκούζει και δάγκωνε τα λιωμένα, λασπωμένα με χώματα, πόδια του που τον πονούσανε. Το κοιτάζανε όλα τα παιδιά με βουρκωμένα τα μάτια, και είχανε γύρει θλιμμένα τα κεφάλια τους.
Ο αστυφύλακας, από καλή του καρδιά, του έδωσε να φάει το πνευμόνι για να μην πάει και χαμένο. Όταν είχε πάει να βρει τον αρχιφύλακα, στην επιστροφή περνώντας από το χασάπη το είχε πάρει για να ξεγελάσει μ’ αυτό το σκυλί και να το βγάλει από κάτω που ήτανε τρυπωμένο. Όσοι τον είδανε να του δίνει πλεμόνι να φάει στο χάλι που ήτανε με όλη τους τη θλίψη σκάσανε στα γέλια με την κουταμάρα του.
Ο αρχιφύλακας με τους δυο του αστυφύλακες τραβηχτήκανε στην πάντα και κάνανε συμβούλιο. Πήρανε την τελική απόφαση, αφού πρώτα προτείνανε πολλές λύσεις και οι τρεις και ο ένας έφυγε για να φέρει το κάρο της δημαρχίας.
Το καναρίνι τέλειωσε το λούσιμο και είχε αρχίσει να χτενίζει με τη μύτη του τα φτερά του. Η γυναίκα του μάγερα χτενιζόταν και αυτή στο μπαλκόνι της, στον ήλιο «σαν καναρίνι» και, κάθε φορά που τραβούσε το χτένι, το κοίταζε με προσοχή…
Το κάρο της δημιουργίας ήρθε σε λίγο.
«-Πως θα το ρίξουμε μέσα;» ρώτησε ο σκουπιδιάρης με ύφος που έφερνε αμέσως τον κατακλυσμό. Δεν γινόταν τίποτα. Ήτανε αδύνατο για το σκουπιδιάρη ζωντανό να ριχτεί στο κάρο του που μόνον ψόφια και σάπια είχε συνηθίσει να ρίχνει.
«-Με το φτυάρι», του είπε ο αρχιφύλακας.
«- Ζωντανό πράγμα, στέκεται πάνου στο φτυάρι; Δεν το λυπόσαστε το φουκαριάρικο; να του δώσω μία το φτυάρι να το τελειώσω;»
Ο αρχιφύλακας θύμωσε. Δεν κάλεσε το σκουπιδιάρη για να δώσει συμβουλές. Είχανε κάνει και οι τρεις πριν συμβούλιο και είχανε πάρει απόφαση. Δεν επιτρεπότανε μπροστά στον κόσμο να φανούνε βάρβαροι. Αν ήσαντε σε απόκεντρο μέρος, που δεν θα τους έβλεπε κανείς ξέρανε τι θα κάνανε. Δεν ήτανε ανάγκη να τους το πει ο βρωμοσκουπιδιάρης. Τους λωποδύτες που πιάνουνε στο δρόμο τους πάνε στο κρατητήριο και κει, μακριά από τα μάτια του κόσμου του κόσμου, τους μαυρίζουνε τις φτέρνες στο ξύλο για να μαρτυρήσουν. Μπροστά στον κόσμο τους φέρνονται με ευγένεια. Έτσι πρέπει να φαίνεται -ευγενικό σώμα- η αστυνομία των πόλεων στα μάτια του κόσμου. Προσβλήθηκε και ξεροκοκκίνισε από τις αγύρεφτες συμβουλές του σκουπιδιάρη ο αρχιφύλακας και με τα λόγια που μπερδευόσαντε στο στόμα του από το θυμό διέταξε:
«- Αυτό που σου λέω ΕΓΩ. Δεν σε φέραμε να μας δώσεις γνώμες· κάμε σύντομα ότι σου λέου».
«- Καλά», είπε ο σκουπιδιάρης, μακραίνοντας το «α», δίνοντας ειρωνικό τόνο στη φωνή του.
Έπιασε το φτυάρι ανόρεχτα και προσπαθούσε να φτυαρίσει το ζωντανό σκυλί δίνοντας μια κωμική σοβαρότητα στην έκφραση του προσώπου του και στις κινήσεις του, όπως κάνουνε συνήθως οι άνθρωποι του λαού, που δεν σέβονται τους εξαιρετικούς, όταν θέλουνε να περιγελάσουν τους εκλεκτούς, τους επισήμους
«-Σε διατάζω να μην το πιάσεις, κύριε γιατί φέρω ΕΓΩ ευθύνη για ο,τιδήποτε συμβεί», είπε αυστηρά ο κύριος αρχιφύλακας.
Χωρίς να του δώσει σημασία ο καφετζής σε μία στιγμή το έπιασε άξαφνα από το πετσί του σβέρκου και το πέταξε σπαρταριστό, και σκούζοντας, στο κάρο.
Ο σκουπιδιάρης καβάλησε, κούνησε τα γκέμια του αλόγου, και, σαν ξεκίνησε το κάρο, είπε του σκυλιού για να τα ακούσουνε οι άνθρωποι και πιο πολύ ο αρχιφύλακας που κάνει πως όλα τα ξέρει, που κάνει τον σπουδαίον και δεν καταδέχεται να πάρει από τους κατώτερους του γνώμη:
«-Φουκαργιάρικο, όλοι τους φαίνεται πως σε λυπούνται, και κανένας χριστιανός δε βρέθηκε να σε λυπηθεί αληθινά…γιατί όλοι λυπόσαντε τον εαυτό τους και σκεφτόσαντε πως θα πονάγανε αν τους είχε το τραμ τα δικά του πόδια να λιώσει. Σαν βγούμε πιο όξω, με την κόψη του φτιαριού θα σε κανονίσω. Μια να σου δώσω σου φτάνει για να ησυχάσεις».
Ο ένας αστυφύλακας με το χέρι στην τσέπη (εκείνη που έχει το κλομπ, βαστώντας το, έτοιμο στο χέρι, από συνήθεια που την έχει όταν πλησιάζει ανθρώπους συγκεντρωμένους, με σκοπό να τους διαλύσει με κάθε τρόπο) πήγε κοντά στους μαζεμένους ανθρώπους και τους είπε ευγενικά:
«-Σας παρακαλώ, κύριοι διαλυθείτε».
Το καναρίνι φούσκωνε το λαρύγγι του και ανέβαζε μια φούσκα αέρα στο λαιμό του ίσα με ένα ρεβύθι. Έβγανε μια γλυκεία, στρογγυλή, χαρούμενη και μαζί πένθιμη φωνή: χαιρότανε για την ομορφιά της ημέρας και θλιβότανε γιατί ήτανε σκλαβωμένο μέσα στο κλουβί.
Η γυναίκα του μάγερα έκαμε την τουαλέτα της και βγήκε για να κάμει τον πρωινό της περίπατο. Δουλειά στην κουζίνα του σπιτιού δεν είχε, γιατί τα φαγιά του σπιτιού ετοιμάζονται από τον άνδρα της στην κουζίνα του μαγεριού μαζί με τα φαγιά των πελατών.
Πέρασε από κείνο το μέρος, μπροστά στα αίματα, έκαμε ένα μορφασμό αηδίας-κείνο που για τους άλλους ήτανε τραγικό και τους συγκινούσε γ’ αυτήν ήτανε σιχαμερό- και τράβηξε για το «άλσος». Συνηθισμένη από τα κρέατα τα αίματα… από τα κοτόπουλα που σφάζει ο άνδρας της και βλέπει ή σφάζει και αυτή κάθε μέρα για το μαγέρικο…δεν μπορούσε ποτέ να την συγκινήσει το αίμα και μάλιστα αίμα σκυλιού· γι’ αυτό, φυσικά, της έφερε αηδία.
Στο άλσος που πήγε και κάθησε σε ένα παγκάκι, που είχε μπόλικο φάρδος-κάθησε στη μέση και το σανίδι λύγιζε λίγο- κάθισε αναπαυτικά γιατί έστρωσε όλος ο πισινός της και δεν κρεμότανε κρέατα, όπως στο κάθισμα, από τόνα μέρος κι από το άλλο, κι άρχισε με το ραχάτι της ακουμπώντας τα χέρια της στην πρησμένη κοιλιά της να πλέκει το καινούργιο της τσαντάκι.
Ευτυχισμένη γυναίκα γιατί ξέρει να ζει ευχάριστα…
Τι να τις κάμει τις μεγάλες χαρές· αυτές μονάχα κείνοι που ζούνε με θλίψεις και αγωνίες τις νιώθουν για μια στιγμή και πάλι πέφτουν στην αγωνία… εξαιτίας της ανησυχίας τους.
«Να λέει κανείς εμείς και να εννοεί εγώ είναι από τις πιο εξεζητημένες προσβολές» , Theodor Adorno