Ο Ίμρε Κέρτες γεννήθηκε στη Βουδαπέστη το 1929 και πέθανε το 2016 στη Βουδαπέστη, όπου επέστρεψε μετά από πολλά χρόνια που έζησε στο Βερολίνο. Το 1944 συλλαμβάνεται από τους ναζί και μεταφέρεται μαζί με χιλιάδες άλλους Ούγγρους στο Άουσβιτς και έναν χρόνο αργότερα στο Μπούχενβαλντ. Εργάστηκε πολλά χρόνια ως μεταφραστής, μεταφράζοντας μεταξύ άλλων έργα των Βίτγκενσταϊν, Κανέτι, Νίτσε, Σνίτσλερ Φρόιντ, Χόφμαν από τα γερμανικά στα ουγγρικά. Το 1975 εκδίδεται το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο». Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί επίσης τα έργα του «Καντίς για ένα αγέννητο παιδί» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2003, μετάφραση Μάγκυ Κοέν), «Εκκαθάριση» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2004, μετάφραση Γ.Λαγουδάκου), «Φάκελος Κ. - Μια έρευνα» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007, μετάφραση Γ.Λαγουδάκου), «Αστυνομική ιστορία» (Εκδόσεις Κέδρος, 2007, μετάφραση Κατερίνα Τσόκα). Από το σύνολο του έργου του και χωρίς φυσικά να τίθεται ζήτημα αξιολόγησης, δύο έργα μπορούν να θεωρηθούν εμβληματικά και αυτά δεν είναι άλλα από το «Εγώ, ένας άλλος» και το «Μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο».
Το «Εγώ, ένας άλλος» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2002, μετάφραση Γ.Λαγουδάκου) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί χρονικό, καθώς διατρέχει αρκετές πόλεις και χώρες, με ταυτόχρονες καταγραφές υπαρξιακών προβληματισμών, ομιλίες και διαλέξεις του γράφοντος, για να φτάσει στον θάνατο της γυναίκας του και στο τέλος ενός δυστυχισμένου γάμου, με μια βαθιά αγάπη να συνδέει ωστόσο τους δύο συζύγους. Ένα κείμενο, που σε αρκετά σημεία έχει τη μορφή λογοτεχνικού ή φιλοσοφικού δοκιμίου και ταυτόχρονα παρουσιάζει έναν μινιμαλιστικό ρεαλισμό, χωρίς στομφώδεις εξάρσεις και εντυπωσιασμούς, ένα κείμενο που, με τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης ως υπόβαθρο, εστιάζει κατά κύριο λόγο στην έννοια της γλώσσας, της μνήμης, της λήθης, κυρίως όμως στη διάσταση της ύπαρξης, της «εβραϊκότητας» και της «ουγγρικότητας» του συγγραφέα, της προσωπικής ταυτότητας στο πλαίσιο της πραγματικότητας, με τη μορφή λογοτεχνίας που κάθε άλλο παρά διδακτική φιλοδοξεί να είναι.
«Εκείνη έφυγε και πήρε μαζί της το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου, την εποχή που άρχισε η δημιουργία μου και έγινε πραγματικότητα και που –μέσα στον δυστυχισμένο γάμο μας– αγαπιόμασταν τόσο βαθιά. [...] Η ιστορία μου αποστάτησε: ξαφνικά η ισορροπία μου κλονίζεται σαν να έχω χαθεί και γλιστρώ, βγαίνοντας από τον χρόνο, ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Κάποτε, κάποια φορά, θα ανακάμψω από αυτή την κατάρρευση, θα ακολουθήσω την επίμονη φωνή που ξεπροβάλλοντας μέσα από την γκρίζα μου ομίχλη με καλεί να ξαναγυρίσω στη ζωή. Προς στιγμή όμως στέκω δίχως να ξέρω και δίχως να καταλαβαίνω κατά κάποιο τρόπο στο κατώφλι μεταξύ ζωής και θανάτου, το σώμα μου στρέφεται προς τον θάνατο, το κεφάλι γυρίζει προς τη ζωή, το πόδι σηκώνεται διστακτικά και ετοιμάζεται να κάνει το επόμενο βήμα. Ένα βήμα για πού; Δεν έχει σημασία, αφού αυτός που κάνει το βήμα δεν είμαι πια εγώ, είναι ένας άλλος...». Αυτός είναι ο τρόπος που τελειώνει το βιβλίο.
Η εμπειρία του στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, καταλυτική αυτή καθαυτή, πόσω μάλλον στην ηλικία των δεκαπέντε χρόνων, ενυπάρχει είτε σε πρώτο επίπεδο είτε διαχέεται χωρίς άμεση αναφορά σε όλα του τα έργα. Ο ίδιος δήλωνε άλλωστε πως «το Άουσβιτς είναι παντού». Ο Το ερώτημα της ύπαρξης και της ταυτότητα αποτελούν τα σημεία εστίασης του συγγραφέα σε όλο του το έργο.
Στο «Μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2003, μετάφραση Γ.Λαγουδάκου), το οποίο δικαίως θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του 20ου αιώνα, παρακολουθούμε την εμπειρία ενός δεκαπεντάχρονου αγοριού που συλλαμβάνεται από τους ναζί, οδηγείται στο Άουσβιτς και στη συνέχεια στο Μπούχενβαλντ. Αντιλαμβάνεται τον ζόφο των στρατοπέδων με έναν δικό του αθώο τρόπο, ενώ ταυτόχρονα την εξέλιξη μοιάζει να ορίζει η δυναμική τής ίδιας της ζωής. Επιβιώνει, γυρίζει στο σπίτι του, συγγενείς και φίλοι τον συμβουλεύουν να ξεχάσει και να προχωρήσει – γεγονός που του προκαλεί αμηχανία. Αν και το βιβλίο βασίζεται σε αυτοβιογραφικά στοιχεία, ο συγγραφέας το αρνείται λέγοντας πως «Τα πάντα είναι μυθοπλασία. Ο άνθρωπος είναι μια μυθοπλασία». Είναι ένα μυθιστόρημα που σπάει τη νόρμα των μεταπολεμικών μυθιστορημάτων, κάνοντας ταυτόχρονα τον αναγνώστη να βλέπει τον κόσμο με μια καινούρια ματιά: τη ματιά ενός αγοριού που φτάνει στο Άουσβιτς χωρίς να ξέρει τίποτα για τα εκατομμύρια των Εβραίων που θανατώθηκαν, για τη ράμπα, τη διαλογή των κρατουμένων, τα κρεματόρια, τις καπνοδόχους. Με έναν τόνο που ο ίδιος ο Κέρτες αργότερα χαρακτήρισε «ατονικό», έναν τόνο που απέχει από κάθε προσπάθεια λογοτεχνικής υπερβολής και διάνθισης, με μια γλώσσα που περιγράφει ανεπιτήδευτα το ανείπωτο, βιώνουμε με τρόμο το αδιανόητο σαν να επρόκειτο για κάτι φυσικό – τόσο λεπτά είναι τα όρια που χωρίζουν τη λογική από την παράνοια.
«Ας μην υπερβάλλουμε όμως, γιατί εκεί ακριβώς βρίσκεται η παγίδα: είμαι εδώ και ξέρω καλά ότι μπορώ να δεχτώ την οποιαδήποτε άποψη με αντίτιμο ότι μπορώ να ζήσω. Ναι, και καθώς κοιτάζω την ήρεμη πλατεία που την τυλίγει το σούρουπο, το δρόμο που έχει δοκιμαστεί από τις επιθέσεις και που ωστόσο είναι γεμάτος υποσχέσεις, νιώθω μέσα μου να μεγαλώνει και να φουντώνει η διάθεση να συνεχίσω την ύπαρξή μου που δεν είναι δυνατό να συνεχιστεί.Η μητέρα μου με περιμένει και πιθανώς θα χαρεί που θα με δει, η καημένη. Θυμάμαι ότι παλιότερα σχεδίαζε να γίνω πολιτικός μηχανικός γιατρός ή κάτι ανάλογο. Κατά πάσα πιθανότητα θα γίνει αυτό που επιθυμεί. Δεν υπάρχει παραλογισμός που δεν θα τον ζούσε κανείς με εντελώς φυσικό τρόπο και στο δρόμο μου, το ξέρω ήδη καραδοκεί σαν αναπόφευκτη παγίδα η ευτυχία μου. Γιατί ακόμα και εκεί, στις καπνοδόχους, στα διαλείμματα ανάμεσα σε όλα εκείνα τα μαρτύρια υπήρχε κάτι που έμοιαζε με ευτυχία. Όλοι με ρωτούν μονάχα για τα δεινά, για τις "φρικαλεότητες":παρόλο που για μένα αυτή ακριβώς η ανάμνηση είναι εκείνη που αξίζει περισσότερο απ' όλες να θυμάμαι. ναι, για αυτά, για την ευτυχία των στρατοπέδων συγκέντρωσης θα έπρεπε να τους μιλήσω την επόμενη φορά που θα με ρωτήσουν.
Αν με ρωτήσουν βέβαια. Και να δεν το ξεχάσω και εγώ» ( Η κατακλείδα του Μυθιστορήματος).
Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης το έτος 1975 |
Αυτή του η εμπειρία, αναπότρεπτα καθοριστική για το σύνολο του έργου του, θα αποτελέσει για τον ίδιο υπαρξιακή συνειδητοποίηση. Η σχέση μας λοιπόν με την πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Κέρτες, δεν είναι αυτή του μεμονωμένου ατόμου με μια αντικειμενική πραγματικότητα που υπάρχει ανεξάρτητα και αυτόνομα, μετατρέποντας έτσι τον άνθρωπο σε αντικείμενο, αλλά όπως είπε στην ομιλία του κατά την απονομή του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας: «Εγώ, αντιθέτως, μια ωραία ανοιξιάτικη μέρα του 1955 συνειδητοποίησα ότι υπάρχει μία και μόνη πραγματικότητα – και αυτή η πραγματικότητα είμαι εγώ ο ίδιος, η ζωή μου, αυτό το εύθραυστο δώρο που μου δόθηκε για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, που κατασχέθηκε από άγνωστες, ξένες δυνάμεις και που έπρεπε να το ξαναπάρω πίσω από τη λεγόμενη Ιστορία, αυτόν τον τρομερό Μολώχ, επειδή ανήκει μόνο σε μένα και επειδή έπρεπε να το μεταχειριστώ αναλόγως».
«Μόνο στο Τσάϊτς Κατάλαβα ότι και η αιχμαλωσία έχε την καθημερινότητά της, μάλιστα ότι η πραγματική αιχμαλωσία αποτελείται κατά βάθος από μια γκρίζα καθημερινότητα». (σελ.109)
Τιμημένος το 2002 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο Κέρτες σε όλη του την ζωή δεν έπαψε ποτέ να πιστεύει πως αυτό που συνέβη στο Άουσβιτς είναι το βαθύτερο ιστορικό τραύμα της Ευρώπης: ο ολοκληρωτισμός αλλάζει τους ανθρώπους και η μορφή την οποία πήρε το τραύμα αποτελεί ένα ιδιαιτέρως κρίσιμο ερώτημα για τον σύγχρονο πολιτισμό. Εκείνος που θα θελήσει να μιλήσει όντως για το τραύμα δεν θα γίνει κατανοητός. Ο μόνος τρόπος είναι να το περικυκλώσει μέσω των τεχνασμάτων της μυθοπλασίας. Ο Κέρτες ισχυριζόταν πως η μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας υπάρχει μια συνεχής διαπάλη και πως αυτή η διαπάλη καταλήγει σ’ ένα Άουσβιτς φτιαγμένο με λέξεις: ένα Άουσβιτς που δεν είναι σε καμιά περίπτωση το πραγματικό Άουσβιτς, είναι, όμως, το μοναδικό Άουσβιτς το οποίο έχει την ικανότητα να παραστήσει η λογοτεχνία.
«Κάποιος ούρλιαξε: Είμαστε ελεύθεροι!»
«Βαθιά/ στη ρωγμή του Χρόνου/ μέσα/ στην παγοκερήθρα/ περιμένει/ ένα κρύσταλλο Ανάσας,/ η δικιά σου αδιάψευστη/ μαρτυρία »( PAUL CELAN, Atemwende)
«Niemand zeugt fur den Zeugen (Κανένας δεν μαρτυρεί για τον μάρτυρα)». PAUL CELAN
Συνέντευξη :
Ίμρε Κέρτες : Ήμουν ένας Άουσβιτς – κλόουν
Ο Ούγγρος νομπελίστας Ίμρε Κέρτες (9 Νοεμβρίου 1929 – 31 Μαρτίου 2016) σε ένα
ξεκάθαρο και πικρό απολογισμό της ζωής του ως συγγραφέας και επιζών του
Άουσβιτς.
Ένας Άνθρωπος Δίχως Πεπρωμένο
Sorstalansag / Fateless
Ιστορική 2005 | Έγχρ. | Διάρκεια: 134'
0 comments:
Post a Comment