Τα Εγκαίνια
του Μουσείου Μπελογιάννη
Το
Μουσείο
Αναμφισβήτητα τα εγκαίνια ενός Μουσείου δεν είναι ένα γεγονός που
συμβαίνει κάθε μέρα, μία ρουτίνα και αυτό ισχύει στο μέγιστο όταν λόγος γίνεται
για το για το Μουσείο «Νίκος Μπελογιάννης-Μουσείο Εθνικής Αντίστασης και Μουσείο Εμφυλίου
πολέμου» στη γενέτειρα πόλη του Μπελογιάννη. Σε αυτή την περίπτωση
δεν έχουμε να κάνουμε με γεγονός αλλά με
συμβάν και το συμβάν είναι λεπτή κόκκινη γραμμή, εξαιρετικότητα, τομή, ρωγμή
στο χωροχρόνο.
Φυσικά όπως είχαμε
επισημάνει και σε προηγούμενη αναφορά μας «εγκαινιάζω ένα μουσείο» εν γένει δεν
σημαίνει σε καμιά περίπτωση καλώ επισήμους , κόβω την κορδέλα εγκαινίων,
φωτογραφίζομαι, , βγάζω δακρύβρεχτους και
καθολικούς λόγους , στέλνω φωτογραφίες στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και
κάνω αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συντρώγω μετά οινοποσίας με τους επισήμους και
τους επαΐοντες, ένθεν και κείθεν, συζητώντας ταυτόχρονα για το «μεγαλείο» της
θυσίας ή και το «μάταιο» και το «άδικο» πολλές φορές. Με άλλα λόγια , δεν σημαίνει
ότι, στο φόντο της ζωής μιας σπουδαίας
προσωπικότητας και ενός μεγάλου γεγονότος , κάποιοι θα πρέπει να στριμωχτούν, σε ένα τόπο στο χώρο και στο
χρόνο, σε ένα ιδιότυπο διαγωνισμό για το
ποιος «θα γίνει πιο ορατός» από τον άλλον.
«Εγκαινιάζω
το μουσείο» «Νίκος Μπελογιάννης-Μουσείο Εθνικής Αντίστασης και Μουσείο Εμφυλίου
πολέμου», στην Αμαλιάδα του Νίκου
Μπελογιάννη, αλλά και των τόσων άλλων γνωστών και άγνωστων συντρόφων του και
συναγωνιστών , στα δύο αυτά μεγάλα ιστορικά γεγονότα για την Ελλάδα του
εικοστού αιώνα, την Εθνική αντίσταση και τον Εμφύλιο δεν σημαίνει να τηρώ
απόλυτη σιγή ιχθύος για τα ίδια τα γεγονότα με τα οποία δέθηκαν οι
πρωταγωνιστές, να μην τα θεματοποιώ ούτε στο ελάχιστο, να μην καθιστώ την
οποιαδήποτε έως τώρα κατανόησή και πλαίσιο ερμηνείας τους προβληματική, όχι
δηλαδή ένα σημείο τερματισμού αλλά ένα νέο , φρέσκο και καινοτόμο σημείο αφετηρίας
ευρύτερου προβληματισμού, συζήτησης και συλλογικής δράσης. Διότι ο Νίκος Μπελογιάννης και άγνωστοι
σύντροφοί του και συναγωνιστές του στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής τους δεν
ήταν κομπάρσοι, αλλά πρωταγωνιστές και
τραγικοί ήρωες, και οι πρωταγωνιστές έχουν λόγους για τους οποίους
αναλαμβάνουν τους ρόλους τους αλλά κυρίως έχουν
ιδέες, ιδεώδη και ιδανικά. Και ιδανικά και ιδέες τα οποία ριζώνουν στο
παρελθόν , ενεργοποιούνται στο παρόν και κατευθύνονται στο μέλλον, στις νέες
γενιές, στα νέα προβλήματα. Είναι δηλαδή ιδέες συγχρονικές αλλά και διαχρονικές.
Ανάμεσα
στη βιογραφία και το έργο υπάρχει
μια πολύ ουσιαστική και θεμελιώδη διαφορά. Η πρώτη ασχολείται με το παρελθόν,
με μια διάσταση του χρόνου, είναι μονοδιάστατη ενώ το έργο είναι
τρισδιάστατο, περιλαμβάνει και τις τρεις
διαστάσεις του χρόνου, το παρελθόν το παρόν αλλά και το μέλλον, με κέντρο του
το παρόν. Η βιογραφία, τα βιογραφικά στοιχεία είναι ακίνητα και σταθερά, το
έργο όμως είναι ζωντανό, γίνεται παρόν, γίνεται μέλλον, μετασχηματίζεται . Δεν
γνωρίζουμε τίποτα για τον Όμηρο, δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα ποιος ήταν,
γνωρίζουμε όμως το έργο του και αυτό μα επιτρέπει να ισχυριζόμαστε ότι ξέρουμε
ποιος ήταν αλλά και να θέλουμε να μάθουμε ποιος πραγματικά ήταν.
Άραγε
η διαδικασία των «εγκαινίων ενός μουσείου» των πρωταγωνιστών στον τόπο που
γεννήθηκαν , όπου η ψυχή τους και η σκέψη τους σκίρτησε για πρώτη φορά, θα
πρέπει να έχει σχέση και με αυτές τις
ιδέες και το έργο τους, θα πρέπει να είναι τόπος συνάντησης με αυτές ,
συζήτησης και κριτικής ενασχόλησης με αυτές ή απλώς θα πρέπει να «αποκαλύπτει»
μια τυπική σχέση του ήρωα με τον τόπο, όπου μέσα από κάδρα, φωτογραφίες,
προθήκες, πάγκους κ.λ.π θα «αποκρυπτογραφείται» ο «ήρωας», η σχέση του με την
εποχή του, και όπου διάφοροι «κομπάρσοι της ιστορίας» και του παρόντος θα
προσπαθούν και θα επιθυμούν να βρεθούν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, να
παίζουν συνήθεις σημερινούς ρόλους, δηλαδή
να φαίνονται? Ο «χαμογελαστός» «άνθρωπος με το γαρύφαλλο» και οι σύντροφοί
του, τόσο οι εκτελεσμένοι μαζί του, όσο
και αυτοί πριν ή μετά από αυτούς, είχαν
άραγε ιδέες, είχαν άραγε ιδανικά, είχαν έργο που
πήγαζε από αυτά και σχετιζόταν με αυτά, οραματίζονταν μια άλλη Ελλάδα, ελεύθερη,
χωρίς εξάρτηση, χωρίς καταπίεση και εκμετάλλευση, πράγματα που η πλειοψηφία των
εγκαινιαζόντων έχουν προ πολλού εναποθέσει σε «άλλες προθήκες»; Μπορούμε άραγε
να μιλάμε για αυτούς, να γνωρίσουμε ποιοι ήταν πέρα από αυτά, χωρίς ή
ανεξάρτητα αυτά, χωρίς το έργο και τα
ιδανικά τους;
Φυσικά και δεν μπορούμε. Διότι
τότε το μουσείο γίνεται ένας χώρος ,
όπου στους διαδρόμους και αίθουσες του κοντοστέκονται και περιδιαβαίνουν ενδιαφερόμενοι ή αδιάφοροι μελετητές, είτε αργόσχολοι είτε
πολυάσχολοι και πολυπράγμονες , οι οποίοι περιεργάζονται με περιέργεια τα
πράγματά του, τα εκθέματά του, τα αντικείμενα που περιέχει. Όμως το έργο δεν είναι
παραγωγή και σωρός αντικειμένων, δεν είναι νεωτερικό ή μετανεωτερικό θέαμα. Το
μουσείο και πολύ περισσότερο το εν λόγω μουσείο δεν είναι επίσης κάποιο
μαυσωλείο για ρομαντικούς νοσταλγούς, ευλαβείς προσκυνητές. Δεν είναι
νεκροτομείο όπου πάνω στα τραπέζια του εξασκούνται στην κατάτμηση των πτωμάτων
ειδικοί του θανάτου, ειδικοί στο θάνατο των ονείρων και των ουτοπιών, της
επανάστασης των επαναστάσεων, του Κομμουνισμού, της Ιστορίας.
Ένα μουσείο «Νίκος Μπελογιάννης-Μουσείο Εθνικής
Αντίστασης και Μουσείο Εμφυλίου πολέμου»,
στην Αμαλιάδα του Νίκου Μπελογιάννη, αλλά και των τόσων άλλων γνωστών και
άγνωστων συντρόφων του και συναγωνιστών είναι ένα
ιστορικό μουσείο, και άρα σημαίνει τοποθέση όσο αφορά την Ιστορία. Δεν μπορεί να
είναι κανείς μέλος της οποιασδήποτε κοινότητας αν δεν τοποθετεί τα ιστορικά
πρόσωπα, το έργο τους και τις πράξεις τους
σε σχέση με το παρελθόν, αν δεν τοποθετείται σε σχέση με το παρελθόν έστω και
για να το αρνηθεί, αν δεν τοποθετείται σε σχέση με το παρελθόν ουσιαστικά και
όχι τυπικά ( αφού το τυποποιημένο κοινωνικό παρελθόν δεν μπορεί σε καμιά
περίπτωση να συνιστά Ιστορία), αν δεν βλέπει το παρελθόν με όρους αλήθειας. Τι
σημαίνει όμως να λέμε αλήθεια για την ιστορία? Μπορεί να υπάρχει ιστορία χωρίς
διάκριση ανάμεσα στο αποδείξιμο γεγονός και στη μυθοπλασία ανάμεσα σε
τεκμηριωμένες προτάσεις και ατεκμηρίωτες, ανάμεσα σε αλήθεια και ψεύδος?
Τι άραγε συμβαίνει ή παθαίνει ένας λαός όταν η συνείδησή του
γεμίζει από σύγχυση, που δεν έχει ξεκαθαρίσει αν νίκησε ή ηττήθηκε, ποιος
νίκησε και ποιος ηττήθηκε, ποιος αγωνίστηκε με το μέρος του δικαίου ή του
άδικου?
Ο Τσέχος μαρξιστής διανοητής Κάρελ Κόσικ
σε ένα δοκίμιό του που φέρει το σημαδιακό τίτλο Το αγόρι και ο θάνατος, απαντά στο παραπάνω ερώτημα ως εξής :
"Ακόμα
και η συνείδηση ενός λαού πάσχει από σύγχυση. Ένας λαός που δεν έχει
ξεκαθαρίσει εάν νίκησε ή ηττήθηκε στον πόλεμο, εάν η υπόθεση που υπερασπίστηκε
ήταν καλή ή κακή, αν αγωνίστηκε με το μέρος του δικαίου ή του αδίκου, αν πρέπει
να προτιμήσει τη γενναιότητα ή τη συνετή αναμονή- αυτός ο λαός εκτίθεται στον κίνδυνο να χάσει το μέτρο και το μέσο, να
βουλιάξει στη μετριότητα και να γίνει άθυρμα στα χέρια ξένων και ντόπιων
δολοπλόκων. Ο λαός δέρνεται από
αμφιβολίες οι οποίες δεν έχουν τίποτα το κριτικό και δημιουργικό αλλά είναι
καταστρεπτικές". Ο λαός γίνεται άθυρμα στα
χέρια κάποιων ηθικών νάνων.
Σχετικό με το παραπάνω είναι και ένα ακόμη ερώτημα: μήπως ένα
μουσείο και δειν το μουσείο «Νίκος
Μπελογιάννης-Μουσείο Εθνικής Αντίστασης και Μουσείο Εμφυλίου πολέμου» είναι κάτι σαν μια «αποζημίωση»
σε κάποιους «παθόντες» και μάλιστα αποζημίωση εφάπαξ? ¨Ένα σημείο όπου τα
συνήθως εννοούμενα θύματα-παθόντες των συγκυριακών και κυρίως έξωθεν ανωμάλων παραγόντων
( βία, πόλεμος, κατοχή, αρρώστειες) που εισέβαλλαν στην ζωή τους , έχοντας
πάθει ζημιές στις περιουσίες τους, βλάβες στην υγεία τους, όντας χτυπημένοι από τη μοίρα και αδικημένοι
ζητάνε συμπόνια, ευσπλαχνία, ανθρωπιά, δικαιοσύνη, αναδρομική αποζημίωση,
αποκατάσταση, επανόρθωση ή εκδίκηση?
Η
«γενναιόδωρη» πράξη της «εφάπαξ καταβολής αποζημίωσης στους «παθόντες» δεν αποτελεί
καθόλου μια ασήμαντη πράξη αλλά κρύβει μέσα της ένα μικρόψυχο νόημα και αυτό γιατί συγχέει ασύγκριτα πράγματα,
δημιουργεί ανεπίτρεπτες και μη αντιστρέψιμες συσκοτίσεις εκεί που υπάρχει ουσιώδης,
μη μετατρέψιμη σε ομοιότητα, διαφορά. Οι άνθρωποι που αντιστάθηκαν στην
Γερμανική κατοχή και στην συνέχεια ενάντια σε κάθε ντόπιο και ξένο δυνάστη ,
είτε στην Εθνική Αντίσταση είτε τον Εμφύλιο δεν ήταν θύματα. Το να είσαι
θύμα ενός Κακού και να του αντιστέκεσαι είναι εντελώς αντίθετα πράγματα και
με την «απόδοση εφάπαξ αποζημίωσης» υποβαθμίζεται η ηρωική αντίσταση σε
μαρτυρική πράξη, σε αδικία και συμφορά, η μετατροπή των αγωνιστών σε θύματα και
παθόντες, στους οποίους γίνεται έστω και
καθυστερημένα μια «ανθρωπιστική χειρονομία αποκατάστασης», μια «ελεήμων πράξη».
Το πιο βασικό όμως είναι ότι με τη χρήση αυτού του τεχνάσματος διαστρέβλωσης αποκρύπτονται
οι αιτίες του Κακού, η συζήτηση μετατοπίζεται στα αποτελέσματά του και η
ενεργητική αντίσταση απέναντί του μετατρέπεται σε παθητική και ανήμπορη
προσπάθεια αποφυγής των αποτελεσμάτων του. Η μετατροπή γίνεται πλήρη
αντιστροφή.
Αλήθεια
πολλά ακούσθηκαν όλες αυτές τις ημέρες και πολλά πρόκειται ακόμη να ακουσθούν.
Και τα περισσότερα δεν είχαν καμιά σχέση με το ποιος ήταν ο Μπελογιάννης και οι
συναγωνιστές του σαν άτομα, σαν
προσωπικότητες μέσα σε κορυφαία γεγονότα όπως Εθνική αντίσταση και τον Εμφύλιο,
ποιες ήταν οι ιδέες τους και τα ιδανικά τους, αλλά κυρίως με το με ποιες
στρατηγικές επιβίωσης θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ή να χρησιμοποιηθούν ώστες να γλιτώσουν από τα βάρβαρα χέρια
των διωκτών και θυτών τους, αλλά και, κυρίως, σε ποιους ανήκει η παρακαταθήκη τους,
είτε αποκλειστικά είτε κατά προτεραιότητα. Έτσι λοιπόν διάφορες απόψεις
κυκλοφορούν και αναπαράγονται στο ιδεολογικά «ταχυφαγεία» είτε των νικητών,
είτε των «φιλελεύθερων και αδογμάτιστων»
είτε των «υπεραγωνιστών και γνήσιων κομμουνιστών» είτε διαφόρων «υπερεπαναστατών
μη προσκυνημένων». Απόψεις που δείχνουν εύγλωττα την «ιστορική σιγουριά» όσων
τις εκφέρουν και το τελεσίδικο της απόφανσης εκ μέρους τους.
Όμως
τα εγκαίνια , η λειτουργία και κυρίως το νόημα ενός τέτοιου μουσείου δεν είναι σύμβαση, δεν είναι
ρουτίνα, μηχανική επανάληψη τετριμμένων πράξεων ή απόψεων , υποταγμένων στην συγκυρία και την
πολιτική ανταπόδοση και αποτελεσματικότητα, ερμηνειών και χειρισμών , χωρίς
καμία έμφαση στο περιεχόμενο. Τα
εγκαίνια , η λειτουργία και κυρίως το νόημα ενός τέτοιου μουσείου είναι ιεροτελεστία και
ως τέτοια δεν αποτελεί καμία πράξη εθιμοτυπική και συμβατική. Μια πράξη που τα
στάδια της γίνονται με τρόπο τελετουργικό, με τήρηση κανόνων, καθορισμένη σειρά
και λοιπά, αυτό στα ελληνικά ονομάζεται ιεροτελεστία Η ιεροτελεστία αποδίδει
τιμές και αναγνωρίζει. Δεν αποδίδουν όμως και δεν αναγνωρίζουν τιμές οι
ζωντανοί στους νεκρούς όταν τους
ανακατεύουν στα επίγεια παιγνίδια τους, όταν σέρνουν τους νεκρούς από το
βασίλειο της λάμψης της θυσίας τους στο επίγειο σκότος τους, όταν χρησιμοποιούν
τους τιμημένους νεκρούς ως ασπίδα και μέσο για να επιβάλλουν δικά τους ιδιοτελή
συμφέροντα, συσκοτίζοντας τις πράξεις των νεκρών και δυσκολεύοντας τις γενιές
που μεγαλώνουν σήμερα να καταλάβουν την σημασία τους, οδηγώντας την να τις αντιμετωπίζει με ατάραχη
αδιαφορία. Τόσο η απόρριψη της θυσίας όσο και ο δοξασμός της με ιδιοτέλεια, αποτελούσαν αποτελούν και θα αποτελούν
μπακαλίστικους υπολογισμούς και ωφελιμιστικές αντιλήψεις ζωής.
Η θυσία
Η
λέξη θυσία δεν είναι ποτέ μονοσήμαντη αλλά «πολυσήμαντη», έχει δηλαδή πολλές
σημασίες. Παρόλα αυτά όμως έχει μία μόνο δομή: “entweder
–oder”, είτε-είτε. « Η κατηγορία για κατασκοπεία είναι άτιμη και συκοφαντική
και δεν στηρίζεται σε κανένα πραγματικό στοιχείο. Και η ίδια η ζωή μου τους
διαψεύδει. Από ηλικία 17 χρονών, σπουδαστής ακόμη, πίστεψα στα ιδανικά του
σοσιαλισμού και από τότε, 20 ολόκληρα χρόνια, η ζωή μου είναι αφιερωμένη στον
αγώνα για τον εκδημοκρατισμό, την ανεξαρτησία και την ευημερία της πατρίδας
μου. Για την ιδεολογία μου, οι αντιδραστικοί με έδιωξαν από το Πανεπιστήμιο των
Αθηνών, με εξόρισαν, με εφυλάκισαν τον καιρό της μεταξικής δικτατορίας. Αντί να
διαλέξω τη ζωή της καριέρας-και μπορούσα εύκολα να δημιουργήσω τέτοια-προτίμησα
μια ζωή γεμάτη διωγμούς, στερήσεις, πόνους και δάκρυα. Οι Ιταλοί και οι
Γερμανοί καταχτητές μ’ έκλεισαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Κατάφερα να φύγω
και τους πολέμησα, μ’ όλη μου τη δύναμη, συνεργασζόμενος συχνά με τις αγγλικές
αποστολές. Μετά την απελευθέρωση συνέχισα τους πολιτικούς μου αγώνες».
entweder –oder,
«Αντί να διαλέξω-προτίμησα…» Αντί του ανθρώπου-θύματος των συνθηκών, του
εγωισμού, της αλαζονείας και του υπολογισμού , κυριαρχούμενου από ξένες καταστρεπτικές
δυνάμεις , ο άνθρωπος που σπάζει τα παραπάνω φράγματα αποποιείται τον εγωισμό
του, τον θυσιάζει, λυτρώνεται από το βάρος του και ανοίγεται στην προοπτική της
ελευθερίας. Στο παραπάνω απόσπασμα από το τελευταίο γράμμα του Ν. Μπελογιάννη
στις 12/3/1952, δύο δηλαδή εβδομάδες πριν την εκτέλεσή του, δείχνει ότι δεν
έχει κανένα δισταγμό για την επιλογή ανάμεσα στη θυσία ή τον εγωισμό του. Ο Νίκος δεν
είναι ανήμπορος. Γνωρίζει ότι μόνο αν διστάσει και εμείνει στον εγωισμό , θεωρώντας
τον την υπόσταση του ιδίου και των ιδεών του, τότε θα γίνει ανήμπορος, έρμαιο, ενώ θα
παραπλανεί, θα ξεγελά τον εαυτό του ότι είναι πανίσχυρος. Ο Νίκος δεν είναι μόνος. Πάλι
μετα λόγια του ίδιου « Μέσα σε 5 χρόνια,
1945-1950, εκδόθηκαν περίπου 50.000 καταδικαστικές αποφάσεις και γύρω στις
5.000 άνθρωποι καταδικάστηκαν σε θάνατο! Από αυτούς περίπου 2.000 εκτελέστηκαν,
μεταξύ των οποίων πολλές γυναίκες, γριές και κοπέλες 17 χρονών….Γεννιέται όμως
τώρα το ερώτημα: Ποια είναι τα αίτια της πρωτοφανούς αυτής αγριότητας;»
Σε
καθέναν που για το καλό, αντιστεκόμενος στο κακό καραδοκεί ένας κίνδυνος, κίνδυνος μετά θάνατον, μηδένα μετά του τέλους μακάριζε: οι απόγονοι να αμφισβητήσουν την
πράξη του ως ματαιότητα, αποτέλεσμα λάθους στους υπολογισμούς ή ακόμη να την
οικειοποιηθούν και να την κόψουν και ράψουν στα δικά τους μέτρα, να την
προσαρμόσουν στους δικούς τους ιδιοτελείς σκοπούς. Έτσι λοιπόν συχνά πυκνά
ακούγονται ρήσεις του τύπου «κρίμα στα νιάτα του» ή στα «νιάτα τους», θα
μπορούσε να ζήσει ( πως ακριβώς;), έτσι και αλλιώς η θυσία του πήγε χαμένη, ή
ακόμη πιο προωθημένα , «καλύτερα που η υπόθεση για την οποία πάλευε» ο
τιμημένος νεκρός ηττήθηκε. Αλλά και η
αντίθετη στην προηγουμένη στάση είναι ενδιαφέρουσα : ο νεκρός εξυμνείται,
παρουσιάζεται ως προκάτοχος,
αποτίεται φόρος τιμής στην πράξη του η οποία επαυξάνεται ή έχει νόημα μόνο μέσω της δικής τους αναγνώρισης. Και πάλι η γενιές που μεγαλώνουν στο παρόν
δεν καταλαβαίνουν τις πράξεις και τις αντιμετωπίζουν με αδιαφορία.
Η
κοινή συνείδηση εννοεί τη θυσία ιδεολογικά και την αναγνωρίζει πρωτίστως
ευτελώς: ως συμφορά ή ως αλισβερίσι (Η θυσία της Ιφιγένειας είναι το βαρύ
τίμημα που πληρώνει ο πατέρας σ’ ένα αλισβερίσι με το θείο για να γεμίσει ο
ούριος άνεμος τα πανιά των Αχαιών και να τους πάει στην Τροία) ή εμπορικό
αλισβερίσι (θυσιάζω κάτι για να τα «κερδίσω όλα»). Όμως επίσης και ως τυφλή
πτώση στο κενό του θανάτου εξαιτίας φανατικών ιδεών, ως πίστη σε μια μάταιη και
ολέθρια υπόθεση. Έτσι λοιπόν για αυτή τη συνείδηση το γεγονός ότι οι θυσίες
μπορούν να συνυφανθούν με χαρά και εορτασμό αποτελεί ασύλληπτο, ακατάληπτο
αίνιγμα.
Στον
αντίποδα της ευτελούς , ανάξιας, φτηνής
θυσίας, αυτή που κανένας δεν λογαριάζει βρίσκεται η δυνατή θυσία, η μεγάλη θυσία, η οποία λειτουργεί ως προάγγελος
εξαιρετικότητας που ανακόπτει τις συνηθισμένες ροές και δημιουργεί χώρο για
εορτή και ελπίδα. Στο κεφάλαιο με τίτλο
«ο τελευταίος» ο Πρίμο Λέβι στο αριστούργημά του «Εάν αυτός είναι ο άνθρωπος»
με θέμα τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως αφηγείται τον απαγχονισμό μπροστά σε όλο το
στρατόπεδο ενός επαναστάτη που έλαβε μέρος στην ανατίναξη ενός από τα
κρεματόρια του Μπιρκενάου, βοήθησε στην οργάνωση της εξέγερσης και υποκίνησε
τον ένοπλο αγώνα κατά των Ναζί μέσα στο Άουσβιτς. Αφηγείται λοιπόν ο Λέβι: « Ο άνδρας που σήμερα θα πεθάνει μπροστά μας
βοήθησε με κάποιο τρόπο στην εξέγερση. Λέγεται ότι είχε σχέσεις με τους
εξεγερμένους του Μπιρκενάου, ότι έφερε όπλα στο στρατόπεδο μας και ότι
υποκινούσε μια ταυτόχρονη ανταρσία ανάμεσά μας. Σήμερα θα πεθάνει μπροστά στα
μάτια μας· ίσως οι Γερμανοί δεν θα καταλάβουν ότι ο μοναχικός θάνατος, ο
ανθρώπινος θάνατος που του δόθηκε, θα του χαρίσει δόξα και ντροπή.
Όταν τελείωσε το λόγο του ο Γερμανός, λόγος
που κανένας δεν κατάλαβε, ακούστηκε ξανά η βραχνή φωνή: «Haubt ich verstanden;» (Καταλάβατε;)
Ποιος απάντησε «Jawohl»; Όλοι και κανένας: ήταν σαν η καταραμένη υποταγή μας να
ενσαρκώθηκε από μόνη της, σαν να μετατράπηκε σε μια συλλογική φωνή πάνω από τα
κεφάλια μας. Αλλά όλοι άκουσαν την κραυγή του ετοιμοθάνατου που διαπέρασε το
ακατανίκητο τείχος της αδράνειας και της υποταγής και συγκλόνισε τη ζωντανή
ανθρώπινη ουσία μέσα μας.
-Kameraden, ich bin der Letzte!
( Σύντροφοι, είμαι ο τελευταίος).
Θα ευχόμουν να
μπορούσα να διηγηθώ ότι μέσα από αυτό το ελεεινό κοπάδι ακούστηκε μια φωνή, ένα
μουρμουρητό, ένα σημάδι επιδοκιμασίας. Όμως τίποτα δεν συνέβη. Μείναμε
ακίνητοι, γκρίζοι, με σκυμμένο κεφάλι, και βγάλαμε τον μπερέ μόνο όταν μας
διέταξε ο Γερμανός. Άνοιξε η καταπακτή, το σώμα τρομακτικό σπαρτάρισε. Η μπάντα
ξανάρχισε τη μουσική της κι εμείς, σε παράταξη, παρελάσαμε μπροστά από το
σύντροφο που ψυχορραγούσε. Κάτω απ’ την αγχόνη στέκονται οι Ες Ες και μας
κοιτούν καθώς περνάμε με απάθεια: το έργο τους ολοκληρώθηκε με επιτυχία». Η αφήγηση
συγκλονίζει. Η κραυγή αναγγέλει σαν άγγελος την το τέλος των Ναζί, κομίζει την
ελπίδα. Η μεγάλη θυσία ανοίγει άλλους χώρους και χρόνους, εγκαινιάζει μια άλλου
είδους κίνηση, απελευθερώνει από τη συνήθεια και το μούδιασμα, από την ρουτίνα,
την επανάληψη, την καθημερινότητα.
«Οι
γραμμές αυτές γράφονται πρόχειρα και βιαστικά από το κελί των μελλοθανάτων,
όπου βρίσκομαι απομονωμένος, περιμένοντας το θάνατο. Ίσως όταν θα τις διαβάζετε
να μην ζω πια. Θα ευχόμουνα το αίμα μας να συντελούσε στην ειρήνευση της
πολύπαθης αυτής χώρας. Δυστυχώς όμως θα συμβεί το αντίθετο. Και αυτό γιατί η Δεξιά
ποτέ δεν θέλησε την ειρήνευση και τη συμφιλίωση του λαού μας. Εν πάση
περιπτώσει, ότι και να γίνει, θα θυμάμαι μέχρι τις τελευταίες μου στιγμές με
απέραντη ευγνωμοσύνη τις ευγενικές προσπάθειες των ανθρώπων που προσπάθησαν και
προσπαθούν να μας σώσουν από το δήμιο».
Έτσι
απλά, χωρίς φανφάρες, εκφράζει την ευγνωμοσύνη του στους ανθρώπους
που διαισθάνονται το νόημα της δικής του θυσίας του ο Νίκος Μπελογιάννης
Οι νέοι παίζουν με τη φωτιά, η φωτιά είναι ένα
παιχνίδι που αρέσει πολύ σε αυτούς, ευχαριστιούνται να παίζουν μαζί της. Η
φωτιά λάμπει, εξαφανίζει το σκοτάδι, όμως κάποιες φορές χτυπά σαν αστραπή και
κεραυνός και σκορπάει τον όλεθρο και τον θάνατο. Συνάγεται από αυτό ότι η νιότη
σαν μεγαλώσει και αποκτήσει σύνεση, η φλόγα μετατρέπεται σε βιομηχανική φωτιά που
λιώνει το σίδερο, που πια δεν εξυψώνει παρά μόνο διευκολύνει και φέρνει στην ζωή
όφελος, το «αγαθό της ενηλικίωσης;
Τριάντα
επτά χρονών ήταν ο Νίκος όταν εκτελέσθηκε, όταν μια τεχνική , βιομηχανικού τύπου,
αστραπή θέρισε τη ζωή του και των συντρόφων και συναγωνιστών του. Όταν ο
επικεφαλής του αποσπάσματος φώναξε είπε εκείνο το «Οπλίσατε – Επί σκοπόν – Πυρ!», στις 4.12
π.μ στις 30/3/1952. Ήταν νέος ο Νίκος όταν παρέδωσε το σώμα του στις φλόγες, γινόμενος
ζωντανός πυρσός, διαβαίνοντας για πάντα το κατώφλι της ιστορίας. Ήταν πολύ νέος ο Νίκος. Μαρτυρά άραγε τίποτε
αυτή η θυσία για τη σχέση ανάμεσα στης νιότη και τις συγκυρίες;
Η
έννοια της συγκυρίας έχει εν γένει το νόημα της συντυχίας, της σύμπτωσης, όμως αυτό
είναι μόνο η φαινομενική της σημασία. Η ουσία της είναι αλλού: στην σταθερότητα,
στην ισορροπία ως προς τα ισχύοντα συστήματα και τους τρόπους αξιολόγησης, στην
παγίωση της σκέψης. Η νιότη όμως λαχταρά άλλες συγκυρίες. Η νιότη σημαίνει τόλμημα
του πετάγματος και όχι βεβαιότητα της ένταξης. Η νιότη σημαίνει εν γένει μετάβαση,
όμως μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να καταργήσει τις συγκυρίες,
να καταδείξει τη διαφορά ενηλικίωσης και ανδρείας, να δείξει ότι μπορεί να έχει
και άλλο νόημα εκτός από την ενσωμάτωση στα έτοιμα από τους προηγούμενους, στην
ένδυση στα ακατάλληλα ρούχα των προηγούμενων. Και μόνο τότε η νιότη όχι μόνο λόγω
της πράξης της αλλά και του τέλους της δεν γερνάει ποτέ. Μόνο τότε ο νέος ο νέος που απόδειξε μεμιάς ότι δεν είναι μόνο νέος,
ότι έγινε άνδρας.
Για να γεννηθεί και να αποκαλυφθεί μια τραγική ύπαρξη οι άνθρωποι της
συγκεκριμένης εποχής πρέπει να πέσουν σε λησμονιά και να αποσυρθούν διακριτικά
από τις αναμνήσεις των συγχρόνων τους. Τότε είναι η κρίσιμη στιγμή όπου
χωρίζουν οι δρόμοι ανάμεσα στην μνήμη
και την ανάμνηση. Οι αναμνήσεις μιλούν για τις πράξεις με μια μορφή
διασκορπισμού προσωπικών εντυπώσεων. Π.χ κάποιος πήγαινε σε αυτό το σχολείο, ντυνόταν
με ένα συγκεκριμένο τρόπο, έφερε αυτό το μπαστούνι, δεν είχε μεγάλη γενειάδα ή
φορούσε λαμπερή στολή ή φτωχικά ρούχα ήταν σπάταλος, φιλάργυρος ή προνοητικός κ.λ.π.
Τέτοιου είδους λεπτομέρειες οπωσδήποτε συνδέονται με τη δραστηριότητα και το
έργο ενός ανθρώπου αλλά δεν συνιστούν το θεμέλιο του. Η ανάμνηση ταξινομεί τα
σημαντικά και τα δευτερεύοντα όμως η
μνήμη ανακαλύπτει και διατηρεί τα ουσιαστικά. Αυτή ακριβώς η ασυμφωνία
κρύβεται πίσω από το γεγονός, πολλές φορές οι σύγχρονοι να μην έχουν επίγνωση
του τι συμβαίνει, ποια είναι η σημασία και το νόημα της εποχής τους.
Οι άνθρωποι έχουν δύο μάτια, οι τραγικοί άνθρωποι όμως
έχουν ένα μάτι παραπάνω, και είναι ακριβώς αυτή η εξαιρετική διαύγεια της
όρασης που ξεχωρίζει την τραγική ύπαρξη από τους άλλους ανθρώπους. Είναι η ίδια
δύναμη που αποτελεί και την άμεση αιτία της καταστροφής τους, αφού το άτομο σε
αυτήν την περίπτωση όχι μόνο παρατηρεί και κατανοεί καλύτερα τι συμβαίνει γύρω
του αλλά διαισθάνεται και αντιλαμβάνεται τι πρέπει να πράξει σαν οραματιστής
και ποια δράση είναι υποχρεωμένος να αναλάβει. Και τότε η τραγική ύπαρξη κρίνει
την εποχή της και την θέση της μέσα σε αυτήν με ορθάνοιχτα μάτια, ξύπνια
(οὐ δεῖ ὥσπερ καθεύδοντας ποιεῖν καὶ λέγειν- Δεν πρέπει να ενεργούμε και να
μιλάμε όπως αυτοί που κοιμούνται, Ηράκλειτος απ.73) και μέσα από αυτήν την
υπερθέα την οδηγείται σε συμπλοκή και ανέκδοτες καταστάσεις από τις οποίες η
μόνη διέξοδος είναι ο θάνατος.
Ο θάνατος ως φυσική μοίρα του ανθρώπου δεν είναι
τραγικός. Ο θάνατος ως αποτέλεσμα κακοτυχίας ονομάζεται τραγικός. Όμως ο
θάνατος γίνεται πραγματικά τραγικός, αληθινά τραγικός μόνο τότε όταν είναι το
τίμημα που πρέπει να πληρώσει ένα άτομο όταν έχει το κουράγιο να σταθεί πρόσωπο
με πρόσωπο απέναντι στο κακό και να μην τρομοκρατηθεί από την φαινομενική
αυτοδυναμία και υπεροχή του. Γιατί τότε,
σε ένα τέτοιο θάνατο , είναι παρούσα η αναλαμπή της απελευθέρωσης από το Κακό.
Που λοιπόν ανήκει ο Μπελογιάννης; Σίγουρα όχι στους ειδικούς
στο θάνατο της Ουτοπίας, της Επανάστασης, του Κομμουνισμού ή της Ιστορίας, όποια
μορφή και προσωπείο και αν αυτοί φέρουν.
Που ανήκει ο Μπελογιάννης; Σίγουρα ανήκει στους ορίζοντες
του μέλλοντος που χάραξε.
«Ο ελεύθερος άνθρωπος για κανένα άλλο πράγμα
δεν σκέφτεται λιγότερο όσο για τον θάνατο, και η σοφία δεν είναι μελέτη θανάτου
αλλα στοχασμός για τη ζωή» έλεγε ο μεγάλος εβραίος φιλοσοφος Μπαρούχ Σπινόζα
στο μεγάλο έργο της ζωής του.
Που ανήκει ο θάνατος του Μπελογιάννη και των συντρόφων
του: στη ζωή, μας λέει ξεκάθαρα ο Σπινόζα.
Υ.Γ Το Μουσείο εγκαινιάσθηκε, είναι σοβαρό ζήτημα αυτό
, όπως ακόμη παραμένει «κλειστό». Το ίδιο το μέλλον θα το ανοίξει…
Μάριος Δαρβίρας 29/3/2017