Η επιστήμη αυτοκτονεί όποτε υιοθετεί ένα δόγμα.

Thomas Huxley, 1825-1895, Βρετανός βιολόγος.

Το ανθρώπινο πόδι… ένα θαύμα της Μηχανικής.

Λεονάρντο Ντα Βίντσι, 1452-1519, Ιταλός σοφός.

Ο σκοπός της τέχνης είναι να δώσει στη ζωή σχήμα.

Γουίλιαμ Σαίξπηρ, 1564-1616, Άγγλος δραματουργός.

Pages

Tuesday, 27 October 2020

Ο συγγραφέας μιλά με τον εαυτό του- Κ. Τσάπεκ

 


Τι θα γινόταν αν θα έπρεπε κανείς να πολεμήσει εναντίον ενός είδους γιγαντιαίων νεωτερικών σαλαμανδρών;

Ο Κάρελ Τσάπεκ (Karel Čapek, 9 Ιανουαρίου 1890 - 25 Δεκεμβρίου 1938)  ήταν Τσέχος μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας, γεννημένος στο Μάλε Σβατονόβιτσε της ανατολικής Βοημίας , που εκείνη την εποχή  τότε ανήκε  Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Για την ιστορία θα αναφέρουμε πως δύο τσέχοι συνάδελφοί του συγγραφείς , σύγχρονοι με αυτόν, σημάδεψαν επίσης ανεξίτηλα την ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας : ο Γιαροσλάβ Χάσεκ ( Jaroslav Hašek)  γράφοντας στα Τσεχικά όπως ο Τσάπεκ και ο Φράντς Κάφκα ( Franz Kafka) γράφοντας στα Γερμανικά. Ο Τσάπεκ σπούδασε Φιλοσοφία και Φιλολογία σε τσεχικά, γερμανικά και γαλλικά πανεπιστήμια και εκτός από την Τσεχική μιλούσε Αγγλικά, Γαλλικά και Γερμανικά. Ήταν ένα αληθινό παράδειγμα ενός κεντροευρωπαίου φωτισμένου διανοούμενου και, ευτυχώς για εμάς και για τη λογοτεχνία, παρέκαμψε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω των χρόνιων ιατρικών του προβλημάτων που τον κατέστησαν ακατάλληλο για μάχη. Ο Κ. Τσάπεκ πέθανε στην Πράγα το 1938, λίγο μετά τη δημοσίευση του έργου του Πόλεμος με τις Σαλαμάνδρες . Τολμούμε να πούμε ότι μας άφησε τη σωστή στιγμή, δεδομένου ότι η γνωστή στάση του εναντίον του φασισμού θα τον οδηγούσε με βεβαιότητα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης μόλις οι Ναζί κατέλαβαν την Τσεχοσλαβακία. Στην πραγματικότητα, ο αδερφός του, ο ζωγράφος και ποιητής Γιόζεφ Τσάπεκ , δολοφονήθηκε στο στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν το 1945.

Saturday, 1 August 2020

Ο Φοίβος και o Μπρόκι μου

Ο Φοίβος

Από ΤΟ ΔΕΡΜΑ τού Μαλαπάρτε (μετάφρ. Α.Χρυσοστομίδης, εκδ. Θεμέλιο ΄90, σελ. 176-184)

Είχα αναγνωρίσει εκείνη τη σιωπή. Το χειμώνα του 1940, για να δραπετεύσω από τον πόλεμο και τους ανθρώπους, για να γιατρευτώ από εκείνο το σιχαμερό κακό που ο πόλεμος γεννά στην καρδιά των ανθρώπων, είχα καταφύγει στην Πίζα, σ΄ένα νεκρό σπίτι, στο βάθος ενός δρόμου από τους πιο όμορφους και πιο νεκρούς, αυτής της πανέμορφης και νεκρής πολιτείας. Είχα μαζί μου τον Φοίβο, το σκύλο μου Φοίβο, που είχα μαζέψει μισοπεθαμένο από την πείνα στην ακτή της Μαρίνα Κόρτα, στη νήσο Λίπαρι, και είχα γιατρέψει, μεγαλώσει, φροντίσει στο νεκρό μου σπίτι στο Λίπαρι και είχε αποδειχτεί ο μοναδικός μου σύντροφος κατά τη διάρκεια των έρημων χρόνων της εξορίας σ’ εκείνο το θλιβερό και τόσο αγαπητό νησί.


Δεν αγάπησα ποτέ μου τόσο πολύ γυναίκα, αδελφό, φίλο, όσο τον Φοίβο
. ‘Ηταν ένας σκύλος σαν κι εμένα. Γι’ αυτόν έγραψα τρυφερές σελίδες στο Ένας σκύλος σαν κι εμένα. ‘Ηταν ένα ευγενές ον, το πιο ευγενές πλάσμα που συνάντησα ποτέ στη ζωή μου. ‘Ήταν από εκείνη την οικογένεια των σπάνιων πλέον, και ευαίσθητων λαγωνικών, που ήρθαν από τις ακτές της Ασίας κατά τη διάρκεια των πρώτων ιωνικών μεταναστεύσεων, που οι βοσκοί του Λίπαρι ονομάζουν “τσερνέγκι”. Είναι τα σκυλιά που οι αρχαίοι Έλληνες γλύπτες λάξευαν στα επιτύμβια ανάγλυφα τους.
 “Διώχνουν το χάρο”, λένε οι βοσκοί του Λίπαρι.

Είχε το τρίχωμα στο χρώμα του φεγγαριού, ροδαλό και χρυσωμένο, το χρώμα του φεγγαριού πάνω από τη θάλασσα, το χρώμα του φεγγαριού πάνω στα σκούρα φύλλα της λεμονιάς και της πορτοκαλιάς, στα λέπια των νεκρών ψαριών που η θάλασσα, μετά από μια καταιγίδα, ξέφραζε στην ακτή, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού μου. Είχε το χρώμα του φεγγαριού πάνω από την ελληνική θάλασσα του Μπάρι, του φεγγαριού στο στίχο της Οδύσσειας, του φεγγαριού σ’ εκείνη την άγρια θάλασσα του Λίπαρι που διέσχισε ο Οδυσσέας για να φτάσει στη μοναχική παραλία του Αιόλου, του βασιλιά των ανέμων. Το χρώμα του νεκρού φεγγαριού, λίγο πριν την αυγή. Τον φώναζα Κανελούνα.

Δεν απομακρυνόταν σπιθαμή από κοντά μου. Με ακολουθούσε σαν σκυλί. Λέω πως με ακολουθούσε σαν σκυλί. Η παρουσία του, στο φτωχικό μου σπίτι στο Λίπαρι που χτυπιόταν χωρίς αναπαμό από τον άνεμο και τη θάλασσα, ήταν μια εκπληκτική παρουσία. Τη νύχτα, φώτιζε το άδειο μου δωμάτιο με τη φωτεινή ζεστασιά των φεγγαρίσιων ματιών του. Το χρώμα τους ήταν εκείνο το χλωμό γαλάζιο, το χρώμα της θάλασσας όταν βασιλεύει το φεγγάρι. Ένιωθα την παρουσία του όπως την παρουσία μιας σκιάς, της δικής μου σκιάς.

‘Ηταν σαν το αντικαθρέφτισμα του πνεύματός μου. Και μόνο με την παρουσία του, με βοηθούσε να ξαναβρώ εκείνη την περιφρόνηση των ανθρώπων, που είναι η πρώτη συνθήκη για την ηρεμία και τη σοφία της ανθρώπινης ζωής. Ένιωθα πως μου έμοιαζε, πως δεν ήταν τίποτα άλλο, δεν ήταν παρά η εικόνα της συνείδησής μου, της μυστικής μου ζωής. Το πορτραίτο του εαυτού μου, το πορτραίτο από ό,τι πιο βαθύ, πιο απόκρυφο, πιο δικό μου υπάρχει στον εαυτό μου: του υποσυνείδητου και, που λέει ο λόγος, του καθρέφτη μου.

Από αυτόν, πολύ περισσότερο από ό,τι από τους ανθρώπους, την κουλτούρα τους, τη ματαιοδοξία τους, έμαθα ότι η ηθική είναι αυθαίρετη, ότι σκοπό έχει μόνο τον εαυτό της, ότι καν δεν έχει το στόχο να σώσει τον κόσμο (καν να σώσει τον κόσμο!) αλλά μονάχα να δημιουργήσει νέα προσχήματα για την αδιαφορία της, για το ελεύθερο παιχνίδι της. Η συνάντηση ενός ανθρώπου και ενός σκυλιού είναι πάντα η συνάντηση δυο ελεύθερων πνευμάτων, δυο μορφών αξιοπρέπειας, δυο αυθαίρετων ηθικών. Είναι η πιο αυθαίρετη και η πιο ρομαντική συνάντηση. Από αυτές που ο θάνατος φωτίζει με τη χλωμή λάμψη του, όμοια με το χρώμα ενός νεκρού φεγγαριού πάνω στη θάλασσα, στον πράσινο ουρανό της αυγής.

Αναγνώριζα πάνω του τις πιο μυστηριώδεις μου κινήσεις, τα μυστικά μου ένστικτα, τις αμφιβολίες μου, τις τρομάρες μου, τις ελπίδες μου. Δική μου ήταν η αξιοπρέπειά του μπροστά στους ανθρώπους, δικά μου το κουράγιο του και η περηφάνειά του μπροστά στη ζωή, δική μου η περιφρόνησή του για τα εύκολα αισθήματα του ανθρώπου. Αυτός, όμως, ήταν πολύ περισσότερο από μένα ευαίσθητος στα σκοτεινά προαισθήματα της φύσης, στην αόρατη παρουσία του θανάτου, που γυρίζει πάντα σιωπηλός καί καχύποπτος γύρω από τους ανθρώπους. Ένιωθε να έρχονται από μακριά, τη νύχτα, τα θλιβερά φαντάσματα των ονείρων, όμοια μ’ εκείνα τα νεκρά έντομα που ο άνεμος φέρνει ποιος ξέρει από που.

Και κάποιες νύχτες, κουλουριασμένος στα πόδια μου, στο γυμνό δωμάτιό μου του Λίπαρι, παρακολουθούσε γύρω μου, με τα μάτια, μια αόρατη σκιά που πλησίαζε, απομακρυνόταν, έμενε ώρες πολλές να με κατασκοπεύει πίσω από το τζάμι του παραθυριού. Κάθε τόσο, αν η μυστηριώδης παρουσία με πλησίαζε τόσο ώστε ν’ ακουμπά σχεδόν το μέτωπό μου, ο Φοίβος γαύγιζε απειλητικός, με τις τρίχες ορθωμένες στην πλάτη του: κι εγώ άκουγα μια παραπονιάρικη κραυγή να απομακρύνεται μέσα στη νύχτα, και σιγά σιγά να πεθαίνει.

Ήταν ο πιο αγαπητός από τ’ αδέλφια μου, ο πραγματικός μου αδελφός, αυτός που δεν προδίδει, που δεν ταπεινώνει. Ο αδελφός που αγαπά, που βοηθά, που καταλαβαίνει, που συγχωρεί. Μονάχα όποιος έχει υποφέρει πολλά χρόνια εξορίας σ’ ένα άγριο νησί και γυρίζοντας ανάμεσα στους ανθρώπους βλέπει να τον αποφεύγουν σαν να΄ναι λεπρός, από όλους εκείνους που μια μέρα, όταν θα πεθάνει ο τύραννος, θα παριστάνουν τους ήρωες της ελευθερίας, μονάχα αυτός ξέρει τι μπορεί να είναι ένας σκύλος για ένα ανθρώπινο πλάσμα.

Ο Φοίβος με παρατηρούσε συχνά με μια μορφή θλιμμένης και ευγενικής επίπληξης στο τρυφερό του βλέμμα. Ένιωθα τότε μια περίεργη ντροπή, σχεδόν μια ενοχή για τη θλίψη μου, ντρεπόμουνα μπροστά του. Ένιωθα πως, εκείνες τις στιγμές, ο Φοίβος με περιφρονούσε: με πόνο, με τρυφερότητα: στο βλέμμα του υπήρχε μια σκιά οίκτου και, ταυτόχρονα, περιφρόνησης. ‘Ηταν όχι μόνο αδελφός για μένα, αλλά και δικαστής. Ήταν ο φύλακας της αξιοπρέπειάς μου και, ταυτόχρονα, για να χρησιμοποιήσω και μια αρχαιοελληνική λέξη, το δορυφόρημά μου.

Ήταν ένα μελαγχολικό σκυλί, με σοβαρά μάτια. Τα βράδια περνούσαμε ώρες ολόκληρες στο ανεμοδαρμένο κατώφλι του σπιτιού μου, βλέποντας τη θάλασσα. Ω, η ελληνική θάλασσα της Σικελίας, ω, ο κόκκινος βράχος της Σκύλλας, εκεί, μπροστά στη Χάρυβδη, και η χιονισμένη κορυφή του Ασπρομόντε, και η πάλευκη πλάτη της Αίτνας, του Ολύμπου της Σικελίας. Πραγματικά, όπως τραγουδάει και ο Θεόκριτος, δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο στον κόσμο από το να θαυμάζεις από κάπου ψηλά τη θάλασσα της Σικελίας. Στα βουνά άναβαν οι φωτιές των βοσκών, στη θάλασσα οι βάρκες έβγαιναν να συναντήσουν το φεγγάρι και η παραπονιάρικη κραυγή των κοχυλιών, με τα οποία οι ψαράδες φωνάζουν ο ένας τον άλλο, χανόταν στην ασημένια φεγγαρίσια αχλύ.

Το φεγγάρι γεννιόταν στο βράχο της Σκύλλας, και το Στρόμπολι, το ψηλό, απροσπέλαστο ηφαίστειο καταμεσής του πελάγους, έκαιγε σαν μοναχική πυρά μέσα στο βαθύ τυρκουάζ δάσος της νύχτας. Εμείς κοιτάζαμε τη θάλασσα, εισπνέοντας την πικρή μυρωδιά του αλατιού, και τη δυνατή, μεθυστική μυρωδιά των πορτοκαλεώνων, και τη μυρωδιά του κατσικίσιου γάλακτος, τη μυρωδιά των κλαδιών του κεδρόρακκου στα τζάκια, κι εκείνη τη ζεστή και βαθιά μυρωδιά γυναίκας που είναι η μυρωδιά της σικελικής νύχτας, όταν τα πρώτα αστέρια σηκώνονται χλωμά στο βάθος του ορίζοντα.

Ύστερα, μια μέρα, με οδήγησαν με τις χειροπέδες από το Λίπαρι σε ένα άλλο νησί, και από εκεί, μετά από αρκετούς μήνες, στην Τοσκάνη. Ο Φοίβος με ακολούθησε από μακριά, κρυμμένος ανάμεσα στα βαρέλια με τις αντσούγες και τους σωρούς τα παλαμάρια, στη γέφυρα του Σάντα Μαρίνα του μικρού πλοίου που κάνει κάθε τόσο τη διαδρομή Λίπαρι-Νάπολη, κι ανάμεσα στα καλάθια με ψάρια και ντομάτες στη μηχανοκίνητη βάρκα που ταξιδεύει μεταξύ Νάπολης, Ίσκια και Πόντζα. Με το κουράγιο που έχουν πάντα οι δειλοί και που αποτελεί το μοναδικό προνόμιο που έχουν οι υπηρέτες για να αποκτήσουν κι αυτοί δικαίωμα στην ελευθερία, ο κόσμος σταματούσε να με κοιτάξει με μάτια γεμάτα περιφρόνηση, βρίζοντάς με μέσα από τα δόντια τους.

Μονάχα οι χασομέρηδες που βρίσκονταν μονίμως ξαπλωμένοι στα παγκάκια του λιμανιού της Νάπολης και λιάζονταν, μου χαμογελούσαν κρυφά, φτύνοντας καταγής ανάμεσα στα παπούτσια των καραμπινιέρων. Κάθε τόσο γύριζα το κεφάλι μου για να δω αν ο Φοίβος με ακολουθούσε, και τον έβλεπα να περπατά με την ουρά ανάμεσα στα σκέλια κατά μήκος των τοίχων, στους δρόμους της Νάπολης, από την Ιμμακολάτα μέχρι το Μόλο Μπεβερέλλο, με μια εξαίσια θλίψη στα φωτεινά του μάτια.

Στη Νάπολη, ενώ προχωρούσα με τις χειροπέδες ανάμεσα στους καραμπινιέρους στην οδό Παρτένοπε, δυο κυρίες με πλησίασαν χαμογελώντας: ήταν η γυναίκα του Μπενεντέττο Κρότσε και η Μίννι Καζέλλα, η γυναίκα του αγαπητού μου Γκάσπαρε Καζέλλα. Με χαιρέτησαν με τη μητρική ευγένεια των ιταλίδων γυναικών, μου έβαλαν μερικά λουλούδια ανάμεσα στο χέρι και στις χειροπέδες, και η κυρία Κρότσε παρακάλεσε τους καραμπινιέρους να με πάνε να πιω κάτι, να τονωθώ. Ήταν δυο μέρες που δεν έτρωγα. “Τουλάχιστον αφήστε τον να περπατά στη σκιά”, είπε η κυρία Κρότσε. Ήταν Ιούνιος, και ο ήλιος βάραγε στο κεφάλι σαν σφυρί. “Ευχαριστώ, δεν έχω ανάγκη από τίποτα”, είπα. “Θα σας παρακαλούσα μονάχα να δώσετε λίγο νερό στο σκύλο μου”.

Ο Φοίβος είχε σταματήσει μερικά βήματα πιο πέρα και κοίταζε την κυρία Κρότσε με μια σχεδόν βασανιστική ένταση. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε το πρόσωπο της ανθρώπινης καλοσύνης, της θηλυκής ευγένειας, του οίκτου. Πριν πιει, μύρισε ώρα πολλή το νερό. Όταν, λίγους μήνες μετά, με μεταφέρανε στη Λούκα, έμεινα για πολύ καιρό κλεισμένος στη φυλακή της. Κι όταν βγήκα πάλι ανάμεσα στους φρουρούς, για να οδηγηθώ στο νέο μου τόπο εξορίας, ο Φοίβος με περίμενε μπροστά από την πόρτα της φυλακής, αδύνατος και καταταλαιπωρημένος. Τα μάτια του έλαμπαν, γεμάτα με μια τρομερή γλυκύτητα.

Η εξορία μου διήρκεσε ακόμα δυο χρόνια, και για δυο χρόνια ζήσαμε σ’ ένα σπιτάκι στο βάθος ενός δάσους, όπου σ’ ένα δωμάτιο κατοικούσαμε ο Φοίβος κι εγώ, και στο άλλο οι φρουροί μου καραμπινιέροι. Κι όταν επιτέλους απόκτησα πάλι την ελευθερία μου, αυτό που εκείνα τα χρόνια σήμαινε ελευθερία, για μένα ήταν σαν να βγήκα από ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα για να μπω σε ένα στενό δωμάτιο χωρίς τοίχους. Πήγαμε να μείνουμε στο σπίτι μου στη Ρώμη: ο Φοίβος ήταν θλιμμένος, λες και το θέαμα της ελευθερίας μου τον ταπείνωνε. Ήξερε πως η ελευθερία δεν είναι κάτι το ανθρώπινο, πως οι άνθρωποι δεν μπορούν, και ίσως δεν ξέρουν, να είναι ελεύθεροι, πως η ελευθερία, στην Ιταλία, στην Ευρώπη, βρωμάει όσο και η σκλαβιά.

Όσο καιρό μείναμε στην Πίζα, μέναμε σχεδόν όλη τη μέρα κλεισμένοι στο σπίτι, και μονάχα προς το μεσημέρι βγαίναμε για μια βόλτα στο ποτάμι, εκείνο το ωραίο ποτάμι της Πίζας, τον Άρνο, με τ’ ασημένια χρώματα, με τις κρύες και φωτεινές του όχθες: ύστερα πηγαίναμε στην Πλατεία των Θαυμάτων, όπου υψώνεται ο κεκλιμένος πύργος που έκανε την Πίζα διάσημη σ΄όλο τον κόσμο. Ανεβαίναμε στον πύργο, κι από εκεί πάνω ατενίζαμε την πεδιάδα μέχρι το Λιβόρνο, μέχρι τη Μάσσα, και τους πευκώνες, τη θάλασσα παρακάτω, το λαμπερό βλέφαρο της θάλασσας, και τις Απουανές Άλπεις, άσπρες από το χιόνι και τα μάρμαρα. Αυτή ήταν η χώρα μου, αυτή ήταν χώρα μου της Τοσκάνας, αυτά ήταν τα δάση μου κι αυτή ήταν η θάλασσά μου, αυτά ήταν τα βουνά μου, αυτά τα χώματά μου, αυτά τα ποτάμια μου.

Προς το βραδάκι πηγαίναμε να καθήσουμε στο ανάχωμα του Άρνου (εκείνο το στενό πέτρινο ανάχωμα, πάνω στο οποίο ο λόρδος Βύρων, τις μέρες της εξορίας του στην Πίζα, κάλπαζε καθημερινά πάνω στο πανέμορφο άτι του, μέσα στις τρομαγμένες κραυγές των φιλήσυχων κατοίκων), και κοιτάζαμε το ποτάμι να κυλά παρασέρνοντα στο φωτεινό του ρεύμα φύλλα καμένα από το χειμώνα και ασημένια σύννεφα του πανάρχαιου ουρανού της Πίζας.

Ο Φοίβος περνούσε ατέλειωτες ώρες κουλουριασμένος στα πόδια μου, και κάθε τόσο σηκωνόταν, πλησίαζε την πόρτα και γύριζε να με κοιτάξει. Εγώ πήγαινα να του ανοίξω: κι ο Φοίβος έβγαινε, γύριζε μετά από μια ώρα, μετά από δυο ώρες, λαχανιασμένος, το τρίχωμά του λείο από τον άνεμο, τα μάτια λαμπικαρισμένα από τον κρύο ήλιο του χειμώνα. Τη νύχτα, ανασήκωνε το κεφάλι του για ν’ ακούσει τη φωνή του ποταμού, τη φωνή της βροχής πάνω στο ποτάμι. Κι εγώ, κάθε φορά που ξυπνούσα, ένιωθα πάνω μου το θερμό κι ελαφρύ του βλέμμα, εκείνη τη ζωντανή και τρυφερή παρουσία του μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, κι εκείνη τη θλίψη του, εκείνη τη γεμάτη ερημιά προαίσθηση που είχε, του θανάτου.

Μια μέρα βγήκε και δεν ξαναγύρισε. Τον περίμενα μέχρι το βράδυ, κι όταν νύχτωσε για τα καλά, αμολήθηκα στους δρόμους φωνάζοντας το όνομά του. Γύρισα στο σπίτι αργά, ρίχτηκα στο κρεβάτι μου, με το πρόσωπο στραμμένο στη μισάνοιχτη πόρτα. Κάθε τόσο άνοιγα το παράθυρο και φώναζα, ώρα πολλή, το όνομά του. Σαν χάραξε έτρεξα και πάλι στους έρημους δρόμους, ανάμεσα στις βουβές προσόψεις των σπιτιών που, κάτω από το χλωμό ουρανό, έμοιαζαν φτιαγμένες από βρώμικο χαρτί.

Ο Μπρόκι μου

Ο δικός μου Φοίβος έφερε το όνομα Μπρόκι και είμασταν, για περισσότερο από έντεκα χρόνια, σχεδόν αχώριστοι. Άλλαζα δουλειές, άλλαζα παραστάσεις, άλλαζα εικόνες, άλλαζα βιβλία που διάβαζα, άλλαζα σκέψεις,  άλλαζα σχέσεις με ανθρώπους και πράγματα, αλλά ο Μπρόκι ήταν πάντα στο σπίτι, στη δουλειά, στο παιγνίδι, στις φοβερές μας βόλτες. Ήταν πάντα εκεί, περίμενε ένα καλό φαγητό, λίγο φρέσκο και δροσερό νεράκι, μια  γλυκιά αγκαλιά, μία βολτίτσα, ήταν πάντα εκεί και με περίμενε, πότε άγρυπνος φρουρός (δεν αγαπούσε καθόλου τις γάτες και τα ποντίκια όταν παραβίαζαν το χώρο του, βρισκόταν πάντοτε σε ετοιμότητα για θανάσιμο καυγά μαζί τους και εγώ πάντοτε σε ετοιμότητα για να αποτρέπω τα χειρότερα, επίσης αντιπαθούσε και τις κουκουβάγιες), πότε βυθισμένος στην αγκαλιά του Μορφέα, απολαμβάνοντας περιπέτειες γεμάτες δράση. Ποτέ δεν πείραξε άλλο σκύλο ή άνθρωπο, ήταν απίστευτα φιλικός, και όταν χρειαζόταν, αδιάφορος. Ο Μπρόκι δεν  ήταν ιδιοκτησία μου, δεν ήταν το κατοικίδιό μου, ήταν αδερφός μου, (άλλωστε το όνομά του είχε τη ρίζα στη λέξη Brother- αδέρφι, και αποτελεί παραλλαγή της), πότε μικρότερος που τον μάθαινα πράγματα και τον προφύλασσα από τις κακοτοπιές ενός κόσμου που δεν εμπιστεύεται και δεν αγαπά πλάσματα σαν και του λόγου του, και πότε μεγαλύτερος, που όχι μόνο τρελαινόμουν να κάνω  παρέα μαζί του,  αλλά και με μυούσε όλα αυτά τα χρόνια σε μια σχέση, που ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να έχω πριν από αυτόν. Ο Μπρόκι ήταν φίλος μου, έγινε φίλος μου, όχι με την έννοια κάποιας συνάφειας ή οικειότητας που γίνονται πιο στενές εξαιτίας κάποιας βολικής περίστασης, αλλά μέσω ενός ιδιαίτερου δεσμού, στον οποίο, δύο εντελώς διαφορετικές ψυχές σμίγουν και συγχέονται με ένα ταίριασμα παράξενα ολοκληρωτικό όπου "η ραφή που τις ένωσε χάνεται και δεν ξαναβρίσκεται". Δεν κρύβω ότι υπήρχε  ένα στοιχείο στο οποίο θα ήθελα να του έμοιαζα και πάντοτε θαύμαζα πάνω του : η απλότητα του. Ο Μπρόκι μου ήταν πανέμορφα απλός, ενίοτε πολύ οργισμένος, αλλά πάντοτε ορεξάτος και χαρούμενος. Ήταν πάντοτε η φωνή της εμπειρίας μια ζωής από την οποία έχει αποκλειστεί  παντελώς η φανφάρα, και αυτό ήταν ανεκτίμητο για μένα.

Έφυγε από κοντά μου μια πολύ πολύ θερμή μέρα του περασμένου Ιούνη. Διακριτικά, χωρίς παράπονο, παλεύοντας μέχρι το τέλος. Το τελευταίο πράγμα που είπα στον Μπρόκι πριν φύγει, ήταν να πάρει ένα πολύ μεγάλο υπνάκο, να ξεκουραστεί λίγο,  και μετά να ξεκινήσει καινούργιες φιλίες εκεί που πάει, να βρει τη Τζένη, τη Ρόξι, τον Σάρικ, την Μίνα, τον Φοίβο και όλη την παλιοπαρέα, να το ρίξουν στα τρεχαλητά, τα παιγνίδια και τα χάδια, και στον ελεύθερο χρόνο να ετοιμάζει χώρο για όλη την αγέλη, που θα πάει κάποια στιγμή κοντά του για το ατέλειωτο καλοκαίρι της Λεύκας.  Τώρα ο ακριβός μου φίλος αναπαύεται σε μια γωνιά του κήπου που έζησε ανέμελα και χαρούμενα, κατά τη φορά της ανάμνησης. Ελπίζω πως για την ώρα δεν αισθάνεται φοβερή μοναξιά. 

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον μοναδικό μου Μπρόκι! Τον αγαπούσα γιατί ήταν εκείνος! Για μένα θα είναι πάντοτε κάτι πολύ δυνατό, πολύ παραπάνω από ανάμνηση

Μ.Δ


Μπρόκι, 2008-2020

Thursday, 23 July 2020

Αντίο Θόδωρε!

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΠΑΣΙΑΚΟΣ
(30 Ιανουαρίου 1963 – 19 Ιουλίου 2020)

Με αφορμή τον αναπάντεχο φευγιό του αγαπημένου μας φίλου που πέρασε κάποια χρόνια της ζωής του στην Αμαλιάδα και όσοι τον γνώρισαν ξέρουν πως άφησε πίσω ιδιαίτερα ίχνη και αναμνήσεις,  νιώθουμε την ανάγκη να δημοσιεύσουμε μια συνέντευξή του, όπως επίσης ελάχιστες κουβέντες ανθρώπων που τον αγαπούσαν...



Αντίο Θόδωρε...ο ποιητής πέθανε αλλά εμείς δεν μοιρολογούμε, επειδή μας έμαθε «να διαβάζουμε σαν ποίηση πράγματα που πριν δεν διαβάζονταν έτσι».


Παντού υπάρχουν χρώματα – αρώματα, ήχοι – στίχοι. Υπάρχουν παντού τοίχοι και τείχη, δεν υπάρχει όμως τύχη. Ολόγυρα καιροφυλακτούν μπάτσοι, μα όπως είπαν οι Μπρετόν-Σουπώ, εμάς «ο έρωτας μάς κάνει αόρατους». Ο έρωτας… Ο έρωτας σε όλες τις εκφάνσεις και εκφράσεις του: έρωτας για την ποίηση, έρωτας για τη μουσική, έρωτας για το κρασί, έρωτας για τη γυναίκα, έρωτας για τον άνδρα, έρωτας για τη ζωή. Παντού υπάρχει και φωλιάζει ο έρωτας. Κάποιοι ονειροπόλοι, προερχόμενοι απ’ το χτες, που δεν γνωρίζουν χρονικά δεσμά, (δεν γνωρίζουν γενικά από δεσμά), συνεχίζουν να ερωτεύονται. Δημιουργοί νέων κόσμων εντός του κόσμου, διαγράφουν τη δική τους τροχιά γύρω από τον ήλιο ενός ατέρμονου καλοκαιριού, που πολλές φορές, αυτοί οι ίδιοι είναι που αναρωτιούνται αν ποτέ θα τελειώσει. Ένας τέτοιος ονειροπόλος και ο Θεόδωρος Μπασιάκος. Ονειρεύεται και ζει, μεθάει, μα πάνω απ’ όλα, ερωτεύεται. Έρχεται απ’ το χτες, δεν ζει στο χτες. Γνωστός στα στέκια των ποιητών και ‘κείνων που αμφισβητούν την εικονική ειρήνη που σαν τα ηρεμιστικά χάπια κρατάει σε καταστολή τα ένστικτά μας. Ορθώνει το ανάστημά του δίχως να μεγαλοπιάνεται και να γίνεται σκλάβος ενός από τα μεγαλύτερα ελαττώματα που διέπουν τους κύκλους των ποιητών, το ελάττωμα της ματαιοδοξίας. (Δεν έχω κανέναν σκοπό να κάνω κάποια προσέγγιση θρησκευτικού περιεχομένου, έτσι, ονομάζω απλά ως ελάττωμα τη ματαιοδοξία κι όχι ως αμαρτία που δεν με απασχολεί ούτως ή άλλως ως έκφραση). Κυρίες και κύριοι, ο Γκανγκαν: 

Wednesday, 8 July 2020

Βάκχες του Ευριπίδη


Βάκχες του Ευριπίδη Βάκχες του Ευριπίδη, μια από τις πιο αινιγματικές τραγωδίες της αρχαιοελληνικής γραμματείας


Η υπόθεση του δράματος

Παραθέτω αυτούσια και πλήρη τη συγκλονιστική υπόθεση των «Βακχών» από τον συγγραφέα Γιώργο Χειμωνά. Ο Χειμωνάς συνοψίζει, σχολιάζοντας παράλληλα τη φοβερή τραγωδία του Ευριπίδη:


«Ο θεός Διόνυσος (ή Βάκχος ή Βάκχιος ή Βρόμιος) έρχεται από την Ασία στην Ελλάδα για να επιβάλει τη λατρεία του. Τον ακολουθούν οι Μαινάδες, ιέρειες σε κατάσταση ένθεης μανίας. Οι τελετουργίες της νέας θρησκείας είναι ομαδικά όργια έκστασης, μακριά από τις πόλεις, επάνω στα βουνά. Ο Διόνυσος είναι γιος του Δία και μιας θνητής – της Σεμέλης, κόρης του Κάδμου, βασιλέα των Θηβών.
Έγκυος ακόμα, κάηκε ζωντανή από τις φωτιές που τύλιγαν το σώμα του Διός, όταν αυτός ντυνόταν την πύρινη στολή του. Του το είχε ζητήσει σαν χάρη η ίδια η Σεμέλη, ύστερα από κακόβουλη συμβουλή της Ήρας που ήθελε να την εξοντώσει.
Ο Ζευς πρόλαβε κι άρπαξε μέσα από τη φλεγόμενη μήτρα της ζωντανό το έμβρυο, το παιδί του, και το έραψε βαθιά στον μηρό του για να το σώσει από την Ήρα. Από τον μηρό του Δία θα γεννηθεί ο Διόνυσος, αυτό σημαίνει το όνομά του: ο γεννημένος δυο φορές.
Ο Ευριπίδης, που επινόησε τον από μηχανής θεό, φθάνει εδώ στο άλλο άκρο: δημιουργεί τον αμήχανο θεό. Ο Διόνυσος, μονάχος στο βάθος της σκηνής, αβέβαιος, σχεδόν τρομαγμένος. Η τελευταία φράση του είναι ένας ψίθυρος, μια άναρθρη απολογία: «Δεν φταίω εγώ για όλα αυτά. Άλλος τα αποφάσισε» ‒ και μάλιστα «από πολύ παλιά».

Tuesday, 23 June 2020

«Αναβάτες του πεπρωμένου» (Riders of destiny)

Η Ινδονησία είναι ένα σύμπλεγμα νησιών στην Νοτιοανατολική Ασία. Αποτελείται από περίπου 18.000 μικρά – και μεγάλα – νησάκια ενώ διαθέτει πληθυσμό άνω των 265 εκατομμυρίων! Είναι η τέταρτη πολυπληθέστερη χώρα στον κόσμο ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων είναι μουσουλμάνοι.Η Ινδονησία είναι γνωστή ως ένας σπουδαίος ταξιδιωτικό προορισμός καθώς διαθέτει κάποια εκπληκτικά μέρη όπως το Μπαλί ενώ η γεωγραφική της θέση – κοντά στην Σιγκαπούρη αλλά και την Αυστραλία – την έχει κάνει κεντρικό κόμβο τουρισμού. 

Ας παρακολουθήσουμε  ωστόσο και μια άλλη, διαφορετική εικόνα. 

Νησί Σουμπάουα, ένα απομακρυσμένο νησί της χώρας. Δύο παιδιά 5 και 7 ετών εξασκούνται εξαντλητικά κάθε μέρα υπό αντίξοες συνθήκες, με σκοπό να θριαμβεύσουν στους εθνικούς αγώνες ιπποδρομίας. Οι δύο ανήλικοι αναβάτες τρέχουν με ταχύτητες που αγγίζουν τα 70 χιλιόμετρα την ώρα , χωρίς τον απαραίτητο εξοπλισμό, δίχως σέλα και παπούτσια, ρισκάροντας τη σωματική τους ακεραιότητα, αν όχι και τη ζωή τους. 

Προέρχονται κυρίως από φτωχές αγροτικές οικογένειες και οι μικροί «ήρωες» δεν μπορούν να κρατηθούν μακριά από ένα περιβάλλον όπου οι παιδικές ιπποδρομίες αποτελούν μια παραδοσιακή ενασχόληση. 

Η σκληρή καθημερινότητα των παιδιών, , η ελλιπής εκπαίδευση, η μεγάλη εισοδηματική ανισότητα είναι ορισμένοι από τους παράγοντες που αναγκάζουν τις οικογένειες προκειμένου να βιοποριστούν, να κάνουν τα παιδιά τους «αναβάτες του πεπρωμένου». Μικρά, αθώα παιδιά, 4-7 ετών, ωθούνται (ευγενικά!) από τους ίδιους τους τους γονείς να γίνουν αναβάτες σε άλογα κούρσας, σε αγώνες της πλουτοκρατίας, του τζόγου και της εφήμερης δόξας.
Μέσα σε μια απέραντη φτώχεια κι ένδεια, η ιθύνουσα τάξη εκμεταλλεύεται μια παράδοση αιώνων, τους αγώνες αλόγων, για την διασκέδασή της και από την άλλη μεριά μια ξέφρενη κούρσα με προδιαγεγραμμένο πεπρωμένο: την οριστική απώλεια της παιδικής αθωότητας. Αντιπροσωπεύει η παραπάνω εικόνα κάτι το ακατανόητο για το σημερινό κόσμο ή μήπως συνιστά μία φρικιαστική κανονικότητά του



Το ντοκιμαντέρ «Αναβάτες του πεπρωμένου» (Riders of Destiny), παραγωγής Γερμανίας 2019.προβλήθηκε από την ΕΡΤ2, την Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020 και ώρα 23:45, στο πλαίσιο της ζώνης «Doc on ΕΡΤ» –σε Α΄ τηλεοπτική μετάδοση- με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Κατά της Παιδικής Εργασίας (12 Ιουνίου). Εμείς είχαμε την ευκαιρία να το παρακολουθήσουμε στα πλαίσια των εκδηλώσεων του Φεστιβάλ Πελοποννήσου στην πόλη της Αμαλιάδας στις 24 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2020. 

Βραβείο Doc on Air καλύτερου πρότζεκτ στο EDN Docs in Thessaloniki του 20ού Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (2-11 Μαρτίου 2018). 

Σκηνοθεσία: Μάικλ Νίερμαν. 

Παραγωγή: Άνσγκαρ Πόλε, 7T1 Media, με την υποστήριξη της ΕΡΤ. 

Διάρκεια: 88΄ 



Όσον αφορά τον διακηρυγμένο από τα Ηνωμένα Έθνη στόχο για την εξάλειψη της παιδικής
εργασίας έως το 2025, εννοείται ότι ο ρυθμός μείωσής της παραμένει πολύ πιο αργός από αυτόν που θα οδηγούσε στην επίτευξη αυτού του στόχου. Άλλωστε το διεθνές κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό σύστημα στο οποίο ζούμε ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με αντίστοιχες ζωτικές για την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό στοχεύσεις.  Η παιδική εργασία φαίνεται ότι θα συνεχίσει να αποτελεί φαινόμενο γερά ριζωμένο κυρίως στις κοινωνίες.  ( Για περισσότερο αναλυτιά στοιχεία βλ. στην παρακάτω διεύθυνση- Στοιχεία-σοκ για την παιδική εργασία σε όλο τον κόσμο).











Friday, 5 June 2020

Αστρικός χορός στην καρδιά του Γαλαξία

Αστρικός χορός στην καρδιά του Γαλαξία επιβεβαιώνει τον Αϊνστάιν… ξανά!

Διεθνής ομάδα ερευνητών, που τα τελευταία χρόνια καταγράφει προσεκτικά την τροχιά ενός άστρου γύρω από την γιγάντια μαύρη τρύπα του Γαλαξία μας, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι το άστρο αυτό κινείται ακριβώς όπως προβλέπει η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας (ΓΘΣ), που δημοσίευσε ο Αϊνστάιν το 1915. Τα σχετικά δεδομένα ελήφθησαν με την βοήθεια του τηλεσκοπίου VLT, που έχει εγκατασταθεί στην έρημο Ατακάμα της Χιλής από το Ευρωπαϊκό Νότιο Αστεροσκοπείο (ESO), ενώ η σχετική μελέτη δημοσιεύθηκε στις 16 Απριλίου στο επιστημονικό περιοδικό Astronomy & Astrophysics.
Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, οι αστρονόμοι γνώριζαν ότι η ελλειπτική τροχιά του πλανήτη Ερμή γύρω από τον Ήλιο δεν είναι σταθερή, αλλά περιφέρεται γύρω του, διαγράφοντας ένα μοτίβο που θυμίζει κάπως τα πέταλα μίας μαργαρίτας. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως η μετάπτωση του περιηλίου του Ερμή.
Την εποχή εκείνη, οι περισσότεροι αστρονόμοι θεωρούσαν ότι η παράξενη αυτή τροχιά του Ερμή οφειλόταν στις συνδυασμένες βαρυτικές αλληλεπιδράσεις των υπόλοιπων πλανητών του Ηλιακού μας συστήματος. Ο Γάλλος μαθηματικός Urbain Le Verrier (1811–1877), όμως, γνωστότερος για την μαθηματική πρόβλεψη της ύπαρξης του πλανήτη που αργότερα ονομάστηκε Ποσειδώνας, απέδειξε ότι οι αλληλεπιδράσεις αυτές δεν αρκούσαν προκειμένου να δικαιολογήσουν το σύνολο της μετάπτωσης του Ερμή. Δύο ήταν οι πιθανές λύσεις της αναντιστοιχίας αυτής: είτε οι παρατηρούμενες τροχιακές διακυμάνσεις του Ερμή οφείλονταν στην βαρυτική έλξη ενός άγνωστου ως τότε ουράνιου σώματος, είτε οι γνώσεις μας για την βαρύτητα ήταν ελλιπείς.



Εντέλει, χρησιμοποιώντας την ΓΘΣ που είχε μόλις διατυπώσει, ο Αϊνστάιν απέδειξε το 1915 ότι η λύση του μυστηρίου δεν ήταν η βαρυτική επιρροή ενός άγνωστου πλανήτη, αλλά η ελλιπής κατανόηση της βαρύτητας στο πιο θεμελιώδες επίπεδο. Πραγματικά, ο πρώτος θρίαμβος της νέας αυτής θεωρίας του Αϊνστάιν για την βαρύτητα ήταν η εντυπωσιακής ακρίβειας θεωρητική πρόβλεψη αυτής ακριβώς της μετάπτωσης του περιηλίου του Ερμή, που η Νευτώνεια φυσική αδυνατούσε να ερμηνεύσει.

Εκατό και πλέον χρόνια αργότερα, το ίδιο αυτό φαινόμενο παρατηρήθηκε και στην καρδιά του Γαλαξία μας. Σ’ αυτή την περίπτωση όμως, η μετάπτωση δεν αφορούσε σε κάποιον μακρινό εξωπλανήτη που περιφέρεται γύρω από κάποιο άστρο, αλλά σε ένα άστρο που περιφέρεται γύρω από την κεντρική μαύρη τρύπα του Γαλαξία μας. Όπως δήλωσε σχετικά ο Reinhard Genzel, διευθυντής του Ινστιτούτου Εξωγήινης Φυσικής Max Planck (MPE) στην Γερμανία και αρχιτέκτονας του πολυετούς ερευνητικού προγράμματος που οδήγησε στο σπουδαίο αυτό αποτέλεσμα, «ανιχνεύσαμε το ίδιο ακριβώς φαινόμενο στην κίνηση ενός άστρου που περιφέρεται γύρω από την συμπαγή ραδιοπηγή Τοξότης Α* στο κέντρο του Γαλαξία μας. Το μεγάλο αυτό παρατηρησιακό επίτευγμα ενισχύει τις αποδείξεις ότι ο Τοξότης Α* είναι μία υπερμεγέθης μαύρη τρύπα με μάζα 4 εκατ. φορές μεγαλύτερη από αυτήν του Ήλιου».

Τοξότης Α
Περίπου 26.000 έτη φωτός μακριά από τον Ήλιο, ο Τοξότης Α* και το πυκνό αστρικό σμήνος που τον περιβάλλει, παρέχουν στους αστρονόμους ένα μοναδικό εργαστήριο, με την βοήθεια του οποίου μπορούν να ελέγξουν συγκεκριμένες προβλέψεις της ΓΘΣ σε ένα εν πολλοίς ανεξερεύνητο, αλλά σίγουρα ακραίο περιβάλλον βαρύτητας. Πραγματικά, το άστρο του σμήνους με την κωδική ονομασία S2, που ολοκληρώνει μία τροχιά γύρω από την γιγάντια μαύρη τρύπα του Γαλαξία μας σε 16 χρόνια, έφτασε στο πλησιέστερο σημείο της τροχιάς του γύρω της (σε απόσταση μόλις 120 φορές μεγαλύτερη από την μέση απόσταση της Γης από τον Ήλιο) μόλις πέρυσι, κινούμενο με ταχύτητα που αγγίζει τα 8.000 km/s. Εάν η κλασική, Νευτώνεια θεώρηση της βαρύτητας ήταν σωστή, το S2 θα συνέχιζε να κινείται ακριβώς πάνω στην ίδια τροχιά που είχε μόλις ολοκληρώσει. Αυτό που παρατηρήθηκε, ωστόσο, ήταν διαφορετικό: το S2 συνέχισε να κινείται σε μία τροχιά ανεπαίσθητα μετατοπισμένη σε σχέση με την προηγούμενη, έτσι ώστε σε βάθος χρόνου να διαγράφει το χαρακτηριστικό μοτίβο της εικόνας που παραθέτουμε, όπως δηλαδή προβλέπει η ΓΘΣ. «Παρακολουθώντας την τροχιά του άστρου για περισσότερες από δυόμισι δεκαετίες, οι εκπληκτικής ακρίβειας μετρήσεις μας ανιχνεύουν πέραν πάσης αμφιβολίας την μετάπτωση της τροχιάς του S2 γύρω από τον Τοξότη*», λέει σχετικά ο Stefan Gillessen, ερευνητής του MPE και επικεφαλής της ανάλυσης των σχετικών δεδομένων.


Όπως, δηλαδή, συμβαίνει με την τροχιά του Ερμή γύρω από τον Ήλιο, η μετάπτωση του άστρου S2 μετατοπίζει ανεπαίσθητα την θέση του πλησιέστερου σημείου της τροχιάς του γύρω από την γιγάντια μαύρη τρύπα του Γαλαξία μας, έτσι ώστε η επόμενη τροχιά του να είναι ελάχιστα διαφορετική από την προηγούμενη κ.ο.κ., σχηματίζοντας το χαρακτηριστικό σχήμα της ροζέτας που έχουν οι μαργαρίτες. Οι τελευταίες αυτές μετρήσεις βρίσκονται σε εκπληκτική συμφωνία με την αντίστοιχη θεωρητική πρόβλεψη που γίνεται στο πλαίσιο της ΓΘΣ, ενώ το φαινόμενο αυτό που είναι γνωστό ως η μετάπτωση Schwarzschild, δεν είχε ποτέ έως τώρα παρατηρηθεί σε ένα άστρο που περιφέρεται γύρω από μία υπερμεγέθη μαύρη τρύπα.

Όπως, μάλιστα, υποστηρίζουν πολλοί αστροφυσικοί, με τα τηλεσκόπια νέας γενιάς που ήδη κατασκευάζονται, θα κατορθώσουν να παρακολουθήσουν την τροχιά και άλλων άστρων, τα οποία βρίσκονται σε ακόμη μικρότερες αποστάσεις από την κεντρική μαύρη τρύπα του Γαλαξία μας. Όπως εξηγεί και ο Andreas Eckart από το Πανεπιστήμιο της Κολωνίας και ένας από τους επικεφαλής επιστήμονες της σχετικής έρευνας, «εάν είμαστε τυχεροί, μπορεί να εντοπίσουμε άστρα τα οποία θα βρίσκονται σε τόσο μικρές αποστάσεις από την γαλαξιακή μαύρη τρύπα, που θα “αισθάνονται” την περιστροφή της», γεγονός που θα τους επιτρέψει να μετρήσουν με ακρίβεια την ιδιοπεριστροφή και την μάζα της. «Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα τελείως διαφορετικό επίπεδο ελέγχου θεωρίας της σχετικότητας», καταλήγει ο Eckart.

Κομβικό ρόλο στην προσπάθεια αυτή αναμένεται να διαδραματίσει το Εξαιρετικά Μεγάλο Τηλεσκόπιο της Ευρώπης E-ELT (European Extremely Large Telescope), το οποίο θα «βλέπει» στο οπτικό και στο εγγύς υπέρυθρο τμήμα του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος και το οποίο θα έχει διάμετρο κύριου κατόπτρου 40 m. Με την έναρξη της λειτουργίας του, το E-ELT αναμένεται να συμβάλει, όσο κανένα άλλο οπτικό τηλεσκόπιο, στη διερεύνηση των μεγάλων αστροφυσικών και κοσμολογικών ερωτημάτων, που εξακολουθούν να παραμένουν αναπάντητα. Το πρώτο βήμα για την κατασκευή του νέου αυτού τηλεσκοπίου πραγματοποιήθηκε το 2014, με μία ελεγχόμενη έκρηξη στην κορυφή του όρους Armazones, στην έρημο Atacama της Χιλής, που ήταν απαραίτητη για την διαμόρφωση της ευρύτερης έκτασης, στην οποία θα εγκατασταθεί. Οι πρώτες παρατηρήσεις του, 

όμως, δεν αναμένονται νωρίτερα από το 2025.


Wednesday, 29 April 2020

Γιάροσλαβ Χάσεκ- Ο Σωσμένος


Σίγουρα δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που ο Πάταλ έπρεπε να κρεμαστεί. Όποιο κι αν ήταν όμως το έγκλημά του, δεν μπόρεσε να κρύψει το χαμόγελό του όταν ο δεσμοφύλακας εκείνη τη νύχτα, πριν από το πρωί που είχε προγραμματιστεί να τον κρεμάσουν, του έφερε στο κελί ένα μπουκάλι κρασί και ένα κομμάτι καλοψημένου μοσχαρίσιου συκωτιού.
«Αυτά είναι για μένα;» ρώτησε.
«Ναι» αποκρίθηκε ο δεσμοφύλακας θλιμμένα, «απολαύστε τώρα στο τέλος ό,τι μπορείτε περισσότερο. Θα σας φέρω ακόμη καμιά αγγουροσαλάτα, διότι δεν μπορούσα να τα πάρω όλα μαζί μου μεμιάς. Έρχομαι αμέσως. Θα σας φέρω επίσης και κουλουράκια. Επιστρέφω αμέσως».
Ο Πάταλ κάθισε αναπαυτικά στο τραπέζι και, χαμογελώντας, δάγκωσε ευτυχισμένος το καλοψημένο κρέας. Όπως φαίνεται, ήταν λίγο κυνικός, κατά τ’ άλλα όμως ήταν ένας τελείως λογικός άνθρωπος, που προσπαθούσε να απολαύσει μέσα στον κόσμο οτιδήποτε θα μπορούσε να απολαύσει κανείς αυτές τις ελάχιστες εναπομείνασες ώρες ζωής που είχαν καθοριστεί από το δικαστήριο.
Μια σκέψη μόνο στριφογύριζε συνεχώς στο μυαλό του και τον βασάνιζε λίγο: ότι όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που το ίδιο πρωί του είχαν ανακοινώσει πως το αίτημα για απονομή χάριτος που υπέβαλε είχε απορριφθεί και επομένως η εκτέλεση της ποινής θα πραγματοποιούνταν κανονικά μέσα σε 24 ώρες –ώστε ο κατάδικος να είναι σε θέση να προετοιμαστεί κατάλληλα για την επιτυχή εφαρμογή της και την τακτοποίηση αυτής της εκκρεμότητας–, όλοι εκείνοι που θα τον μετέφεραν στον τόπο εκτέλεσης, θα τον εκτελούσαν και θα αντίκριζαν τον θάνατό του, όλοι εκείνοι λοιπόν, την επόμενη μέρα, τη μεθεπόμενη, και ούτω καθεξής, θα παρέμεναν ζωντανοί και ήσυχοι, θα επέστρεφαν κανονικά στις οικογένειές τους, ενώ αυτός δεν θα υπήρχε πια.
Φιλοσοφούσε έτσι, τρώγοντας παράλληλα το συκώτι, και όταν του έφεραν τη σαλάτα και τα κουλουράκια, σηκώθηκε όρθιος και εξέφρασε την επιθυμία να του φέρουν μια πίπα και λίγο καπνό.
Του αγόρασαν, λοιπόν, ό,τι ήθελε για να μπορέσει άνετα να καπνίσει. Ο ίδιος ο φρουρός τού άναψε τη φωτιά και του επέσεισε την προσοχή στην πίστη που έπρεπε να έχει στην απεριόριστη χάρη του Θεού. Αν εδώ στη Γη όλα είχαν ήδη χαθεί, τίποτα δεν είχε ακόμα χαθεί στον Ουρανό.
Ο κατάδικος Πάταλ παρακάλεσε για μια μερίδα ζαμπόν ακόμη και ένα λίτρο κρασί.
«Θα πάρετε όλα όσα επιθυμείτε» του είπε ο φρουρός, «άνθρωποι του είδους σας θα πρέπει να εξυπηρετούνται».
«Φέρτε μου επίσης δύο λουκάνικα και λίγη κρέμα. Ακόμα, θα ήθελα ένα λίτρο μαύρο κρασί».
«Όλα θα σας τα φέρουμε, πηγαίνω αμέσως να σας εξυπηρετήσω» είπε ευγενικά ο φρουρός. «Γιατί, άλλωστε, να μη σας ευχαριστήσουμε; Η ζωή είναι τόσο μικρή και ο άνθρωπος θα πρέπει να απολαμβάνει όλα όσα μπορεί και προλαβαίνει». 
Όταν έφερε τα πράγματα που του είχαν ζητηθεί, ο φρουρός συνέχισε να φιλοσοφεί μαζί με τον Πάταλ, ο οποίος του ανακοίνωσε ότι ήταν πλέον απολύτως ικανοποιημένος.
«Ω, Θε μου» φώναξε ο Πάταλ, όταν τα είχε πια όλα καταβροχθίσει, «έχω ακόμα τρομερή όρεξη για ένα συκωτάκι από το Ντέμπρετσεν, λαδερές σαρδέλες, τυρί γκοργκοντζόλα και άλλα καλούδια».

«Θα έχετε ό,τι επιθυμείτε» αποκρίθηκε ο φρουρός «και, μα την ψυχή μου, είμαι πολύ χαρούμενος που όλα σας αρέσουν τόσο πολύ. Ελπίζω, βέβαια, μέχρι αύριο το πρωί να μην κάνετε καμιά ανοησία και μου κρεμαστείτε μόνος σας. Βλέπω, όμως, ότι είστε τίμιος άνθρωπος. Άλλωστε, τι θα κερδίζατε με κάτι τέτοιο, κύριε Πάταλ, τι νόημα θα είχε αν αυτό δεν πραγματοποιηθεί φυσιολογικά, από μόνο του και μέσω της επίσημης οδού; Σαν τίμιος άνθρωπος, είμαι, μα την ψυχή μου, σίγουρος πως ούτε κατά διάνοια δεν θα κάνατε τέτοιο κακό στον εαυτό σας. Αλήθεια, δεν θα θέλατε ακόμη ένα ποτηράκι μπίρα; Ή μήπως καλύτερα δύο; Η μπύρα σήμερα είναι εξαιρετική. Πίνεται άριστα με το τυρί γκοργκοντζόλα. Θα σας φέρω, λοιπόν, δύο ποτηράκια, αγαπητέ φίλε, για να πιείτε κρασί και με τις σαρδέλες και με το συκωτάκι. Αυτά ταιριάζουν μαζί καλύτερα».
Σύντομα, το κελί γέμισε από τη μυρωδιά όλων εκείνων των πραγμάτων και, ανάμεσα σε αυτό το μίγμα, καθόταν ευχαριστημένος ο Πάταλ, τρώγοντας ανυπόμονα το τυρί, τις σαρδέλες, πίνοντας κρασί, μπίρα ή οτιδήποτε έπιανε στα χέρια του.
Είχε βυθιστεί σε μια ευχάριστη σκέψη, πως τάχα βρισκόταν σε μια βεράντα εστιατορίου, μέσα σε ένα δάσος με κλαδιά και φύλλα που λαμπύριζαν στο φως του ήλιου, και περνούσε ελεύθερος μια βραδιά μέσα σε όλη αυτή τη χλιδή. Και στη θέση του χοντρού φρουρού, που στην πραγματικότητα στεκόταν απέναντί του, βρισκόταν στη φαντασία του ο ξενοδόχος, ο οποίος του μιλούσε συνεχώς, εξαναγκάζοντάς τον για ποτό, όπως και ο πρώτος.
«Πείτε μου ανέκδοτα» παρακάλεσε ο Πάταλ τον δεσμοφύλακα και εκείνος με θέρμη του διηγήθηκε κάποια από τα τελευταία ανέκδοτα με περιεχόμενο από το περιβάλλον της Πράγας, όπως είπε ο ίδιος.
Ο Πάταλ εξεδήλωσε την επιθυμία του για μερικά φρούτα, γλυκά ή μαλακά κουλουράκια και ένα φλιτζάνι μαύρο καφέ. Η επιθυμία του εκπληρώθηκε. 
Όταν τελείωσε, ήρθε ο πνευματικός της φυλακής να τον εξομολογήσει. Ήταν ευχάριστος άνθρωπος, καθόλου απόμακρος, φιλικός, όπως άλλωστε όλοι εκείνοι γύρω του που τον φρόντιζαν τόσο πολύ, τον είχαν καταδικάσει σε θάνατο και την επομένη θα τον κρεμούσαν. Είχαν όλοι τους χαρωπά πρόσωπα και κοινωνικά ήταν πολύ ευχάριστοι.
«Ο Θεός να σας ευλογεί, τέκνον μου» είπε ο ιερωμένος, χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο. «Αύριο, νωρίς το πρωί, τα βάσανά σας θα τελειώσουν. Μην απογοητεύεστε. Εξομολογηθείτε και κοιτάξτε τον κόσμο με αισιοδοξία, με πίστη στον Θεό, διότι ο Θεός χαίρεται με τον αμαρτωλό που μετανοεί. Υπήρξαν άνθρωποι που δεν εξομολογήθηκαν, που όλη τη νύχτα βάδιζαν από τη μια πλευρά του κελιού στην άλλη ουρλιάζοντας. Ξέρω ότι δεν είναι ευχάριστο συναίσθημα, ότι μπορεί και να σου στρίψει, αλλά αυτός που εξομολογείται, ακόμη και εδώ στο κελί, αυτή την τελευταία νύχτα, παίρνει τον ύπνο του δικαίου. Και βυθίζεται στη χαρά. Σας διαβεβαιώ, τέκνον μου, και σεις θα αισθανθείτε έτσι αν καθαρίσετε την ψυχή σας από την αμαρτία».
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Πάταλ χλώμιασε. Κάτι του γύρισε το στομάχι, ένιωσε πολύ άσχημα και άρχισε να κάνει εμετό. Το πρόβλημα δεν τελείωσε εκεί όμως, διότι άρχισε αμέσως να έχει τρομερούς στομαχικούς σπασμούς και στο μέτωπό του να τρέχει κρύος ιδρώτας.
Ο πνευματικός της φυλακής τρόμαξε. Νέοι σπασμοί, συνοδευμένοι από ρίγη, έκαναν συνεχώς την εμφάνισή τους. Ο Πάταλ, από τους αβάσταχτους πόνους, τυλίχθηκε σε μια γωνιά σαν κουβάρι.
Γρήγορα ήρθαν οι φρουροί και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο της φυλακής. Οι ιατροδικαστές στριφογύριζαν αμήχανοι τα κεφάλια τους. Μέχρι το βράδυ, είχε κάνει πολύ υψηλό πυρετό με ρίγη και στις δώδεκα τα μεσάνυχτα οι γιατροί ανακοίνωσαν ότι η κατάστασή του ήταν πλέον πολύ κρίσιμη, ενώ ομόφωνα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για δηλητηρίαση.
Τους βαριά αρρώστους που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο δια απαγχονισμού δεν τους κρεμάνε, γι’ αυτό και εκείνη τη νύχτα δεν στήθηκε κρεμάλα.
Αντί γι’ αυτό, έκαναν στον Πάταλ πλύση στομάχου και, μετά την ανάλυση των υπολειμμάτων φαγητού που πήραν από το στομάχι του, εξακριβώθηκε η ύπαρξη πτωματικού δηλητηρίου σε μερικά τμήματα των λουκάνικων, που τώρα πια βρίσκονταν όλα μαζί σε ένα πιάτο, ανάμεσα στα άλλα μη δηλητηριασμένα μέρη που είχαν αντληθεί από το στομάχι του.
Αμέσως διατάχθηκε και έγινε επιθεώρηση στον χασάπη από τον οποίο είχε γίνει η προμήθεια των λουκάνικων και βρέθηκε ότι ο τελευταίος δεν τηρούσε τους υγειονομικούς κανόνες, διότι δεν έβαζε τα λουκάνικα στον πάγο. Το θέμα παραπέμφθηκε στην προϊστάμενη αρμόδια αρχή, η οποία τιμώρησε δεόντως τον χασάπη για το αδίκημα της θέσης προσώπου σε μεγάλο σωματικό κίνδυνο.
Ανάμενα στους γιατρούς οι οποίοι εξέτασαν τον Πάταλ βρέθηκε ένας νέος και καλός γιατρός, ο οποίος, από δικό του ενδιαφέρον, μελέτησε όλο το ιστορικό της ασθένειας του Πάταλ και προσπάθησε με πάθος να τον κρατήσει στη ζωή, αφού η περίπτωση ήταν βαριά.
Ολημερίς και ολονυχτίς περιέθαλπε με ιδιαίτερο ζήλο τον ασθενή, κι έτσι, μετά από δεκατέσσερις ημέρες, ήταν σε θέση να του ανακοινώσει με ένα φιλικό χτυπηματάκι στην πλάτη: «Σωθήκατε!».
Την άλλη μέρα, ο Πάταλ απαγχονίστηκε κανονικά, διότι η σωματική του κατασκευή άντεχε ήδη τη θηλιά.
Ο χασάπης, ο οποίος με τα χαλασμένα λουκάνικα παρέτεινε τη ζωή του Πάταλ για δεκατέσσερις ολόκληρες ημέρες, καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών εβδομάδων σε φυλακή βαρυποινιτών, για το αδίκημα της θέσης προσώπου σε μεγάλο σωματικό κίνδυνο.
Ο γιατρός που έσωσε τη ζωή του Πάταλ έλαβε έπαινο από το δικαστικό σώμα.

Γιάροσλαβ ΧάσεκKarikatury, 213, 5/1/1910 

Μετάφραση από τα τσεχικά: Μάριος Δαρβίρας. Περιλαμβάνεται στη συλλογή δοκιμίων:

Friday, 17 April 2020

Λουίς Σεπούλβεδα (1949-2020)

Αυτοί που μυθιστορηματικά μεγάλωσαν και ανδρώθηκαν, κάπως μυθιστορηματικά πεθαίνουν: όχι όμως σε κάποια απέραντη θάλασσα ή καβάλα σε ένα άλογο, όπως οι γκάουτσο, αλλά σε ένα κρεβάτι νικημένοι από μια ασθένεια που γράφει αντίστοιχα ιστορία, όπως τον κορωνοιό. Ίσως να μην μπορούσε να συμβεί αλλιώς καθώς η μοίρα δεν ήθελε τον Χιλιανό Λουίς Σεπούλβεδα να πέφτει νεκρός από χέρι ή από όπλο 1/6 ανθρώπου αλλά από έναν αόρατο εχθρό με παράξενο όνομα. «Δεν με νίκησε ο Πινοσέτ, θα με νικήσει ο ιός;» έλεγε ο ίδιος με το γνωστό ελεύθερο σθένος που τού έμαθε να μην τα βάζει ποτέ κάτω αλλά αυτή τη φορά γελάστηκε.
Στην Ελλάδα οι αναγνώστες τον αγάπησαν γιατί ήταν ένα μείγμα ιδανικού αφηγητή, αψίκορου Ζορμπά- τον οποίο, εξάλλου λάτρευε- και ελεύθερου στοχαστή, από αυτούς που πρόλαβαν να βιώσουν όλα τα μεγάλα γεγονότα από πρώτο χέρι: στα δεκαέξι του πεπεισμένος ότι μπορεί να γίνει δεύτερος Τσε σκέφτηκε προς στιγμήν να ταχθεί στο πλευρό της Επανάστασης αλλά τελικά μπάρκαρε σε φαλαινοθηρικό νομίζοντας πως ο δικός του Μόμπι Ντικ είναι το εσωτερικό, ιερό τέρας που τον κάνει να μην σταματάει ποτέ. 
Είναι προφανές ότι φανταζόταν τον εαυτό του καπετάνιο σε ένα φανταστικό Πίκουοντ ή σε μια εγγλεζική πειρατική γαλέρα, μια μεσημβρινή εκδοχή του «Ιπτάμενου Ολλανδού» σαν αυτή που ισχυρίζεται να πιλοτάρει ο Γέρο-Εσναόλα στο Patagonia Express (εκδόσεις Opera). Ίσως να θυμόταν τις ιστορίες που του αφηγούταν ο αναρχικός παππούς του ο οποίος λάτρευε ταυτόχρονα τον Στίβενσον και τον Ιούλιο Βερν, τον Σαλιγκάρι και την ωραία μουσική.
Ο παππούς, τού έμαθε επίσης να αγαπάει τους ανθρώπους και να μπορεί να έχει υπομονή αρκεί αυτό που προσδοκά να αξίζει πραγματικά τον κόπο: «Δυο άκρες έχει κάθε δρόμος και στην καθεμία έχουν κάποιον να με περιμένει» είναι το γνωμικό που αναφέρεται κατά κόρον στο αυτοβιογραφικό, όπως τα περισσότερα βιβλία του Λουίς Σεπούλβεδα, Patagonia Express -εκεί όπου πρωταγωνιστούν οι αναμνήσεις από τη φυλακή αλλά και την απέραντη έκταση της Παταγονίας, μια διαρκής αντίστιξη που έκρυβε συγκινήσεις απόλυτες και πάντα σε υπερθετικό βαθμό. Στην Ελλάδα οι αναγνώστες τον αγάπησαν γιατί ήταν ένα μείγμα ιδανικού αφηγητή, αψίκορου Ζορμπά- τον οποίο, εξάλλου λάτρευε- και ελεύθερου στοχαστή, από αυτούς που πρόλαβαν να βιώσουν όλα τα μεγάλα γεγονότα από πρώτο χέρι.

Wednesday, 18 March 2020

Μια επίκαιρη συνέντευξη


Στις 14 Μαρτίου 1879, γεννήθηκε ο Άλμπερτ Αϊνστάιν (1879 – 1955), κορυφαίος φυσικός και θεμελιωτής της θεωρίας της σχετικότητας. Στην παρακάτω διεύθυνση παραθέτουμε το το γνωστό του άρθρο με τίτλο «Why sosialism?» («Γιατί σοσιαλισμός;»), το οποίο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο πρώτο τεύχος του αμερικανικού περιοδικού Monthly Revue, το έτος 1949, για να πάρουμε μια αίσθηση του άλλου Αϊνστάιν, του πολιτικού αυτή τη φορά, που μεθοδικά και επιμελώς μας κρύβουν. Ωστόσο, η ίδια η συνέντευξη , είναι αποκαλυπτική ως προς τους λόγους αυτής της απόκρυψης. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα ανακαλύψει εδώ όχι μόνο την πολυεδρική (αναγεννησιακή) προσωπικότητα του μεγάλου επιστήμονα αλλά έναν Αϊνστάιν τρομερά επίκαιρο και μαχόμενο στοχαστή των μεγάλων προβλημάτων της ανθρωπότητας, ο οποίος θέτει «τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων». Αναμένουμε και από άλλους σημαντικούς ανθρώπους και επιστήμονες της σύγχρονης εποχής ανάλογη εμβρίθεια.

Saturday, 14 March 2020

Περί του φόβου


Έμεινα αποσβολωμένος, οι τρίχες της κεφαλής μου ορθώθηκαν
Και η φωνή μου κόλλησε στο λάρυγγα [1]

Δεν είμαι καλός «φυσιοσκόπος» (όπως λένε) και αγνοώ τελείως με ποια ελατήρια ο φόβος ενεργεί μέσα μας˙ όμως, σε κάθε περίπτωση, είναι περίεργο πάθος˙ και οι γιατροί λένε πως δεν υπάρχει κανένα άλλο που να αποσπά περισσότερο την κρίση μας από την θέση που της πρέπει. Στ’ αλήθεια, είδα πολλούς ανθρώπους να χάνουν τα λογικά τους από φόβο˙ και στους πιο ψύχραιμους είναι βέβαιο ότι, ενόσω ο παροξυσμός που διαρκεί, γεννάει τρομερή παραζάλη. Αφήνω στην άκρη τους κοινούς ανθρώπους, στους οποίους ο φόβος εμφανίζει ποτέ τους προπαππούδες να βγαίνουν από τον τάφο, τυλιγμένοι στο σάβανό τους, πότε λυκανθρώπους, ξωτικά και νεραϊδικά. Όμως, ακόμα και μεταξύ των στρατιωτών, όπου λιγότερο θα έπρεπε να εύρισκε θέση, πόσες φορές δεν μετέτρεψε ένα κοπάδι πρόβατα σε ίλη θωρακοφόρων, καλάμια και μπαστούνια σε πολεμιστές και λογχοφόρους, τους φίλους μας εχθρούς και τον λευκό Σταυρό σε κόκκινο;[2]
Όταν ο κύριος ντε Μπουρμπόν κατέλαβε τη Ρώμη,[3] ένας σημαιοφόρος που ήταν σκοπιά στο φρούριο Σαν Πιέτρο κυριεύτηκε από τέτοια τρομάρα στο πρώτο σήμα συναγερμού, ώστε από την τρύπα ενός γκρεμισμένου μέρους του τείχους πετάχτηκε, με τη σημαία στο χέρι, έξω από την πόλη, ολόισια κατά πάνω στους εχθρούς, πιστεύοντας πως είχε τραβήξει προς το κέντρο της πολιτείας. Και με μεγάλο κόπο, την τελευταία στιγμή, βλέποντας το στρατό του Κυρίου ντε Μπουρμπόν να παρατάσσεται για  να τον αντιμετωπίσει, επειδή νόμιζαν ότι επρόκειτο για έξοδο που επιχειρούσαν οι κάτοικοι της πόλης, ήρθε στα συγκαλά του και κάνοντας στροφή, επέστρεψε από την ίδια τρύπα από την οποία είχε βγει και προχωρήσει πάνω από τριακόσια βήματα πέρα, μέσα στα χωράφια.Τα πράγματα δεν διόλου τέτοια ευτυχή κατάληξη για τον σημαιοφόρο του σωματάρχη Ζουΐγ, όταν χάσαμε το Σαιν-Πωλ  από τον Κόμη ντε Μπυρ και τον Κύριο ντυ Ρε, επειδή, χάνοντας σε τόσο μεγάλο βαθμό τα συλλοϊκά του από την τρομάρα, πετάχτηκε με τη σημαία του από μια πολεμίστρα, έξω από την πόλη, οπότε πετσοκόπηκε από τους πολιορκητές. Και σε αυτή την ίδια πολιορκία,  αξιομνημόνευτος υπήρξε ο φόβος που έσφιξε, κυρίεψε και πάγωσε την καρδιά ενός ευπατρίδη, ώστε έπεσε  ξερός κατάχαμα στον προμαχώνα, χωρίς να έχει καμία πληγή.
 Παρόμοιος φόβος συνέχει καμιά φορά ολάκερο πλήθος. Σε μιαν από τις μάχες του Γερμανικού κατά των Τευτόνων, δύο μεγάλοι στρατοί πήραν από τρομάρα ˙ ο ένας τρεπόταν σε φυγή εκεί όπου ο άλλος έφευγε.
Πότε ο φόβος μας δίνει φτερά στα πόδια, όπως στα δύο πρώτα παραδείγματα, πότε μας καρφώνει τις πατούσες  και μας πεδικλώνει, όπως διαβάζουμε για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, ο οποίος σε μία μάχη που έχασε κατά των Αγαρηνών, βρέθηκε σε τέτοια ταραχή και τέτοια παράλυση, ώστε δεν μπορούσε να πάρει απόφαση να φύγει:  τόσο ο φόβος φοβάται ακόμα και τη βοήθεια, [4] ώσπου ο Μανουήλ, ένας από τους κύριους διοικητές των στρατευμάτων του, τον τραβολόγησε  και τον ταρακούνησε, σαν να για να ξυπνήσει από ύπνο βαθύ και του είπε: «αν δεν με ακολουθήσετε, θα σας σκοτώσω, γιατί καλύτερα να χάσετε τη ζωή σας, παρά, πέφτοντας αιχμάλωτος, να καταντήσετε να χάσετε την αυτοκρατορία».
 Τότε ο φόβος εμφανίζει τη μέγιστη ισχύ του, όταν, ενώ μας κρατάει υποχείριους, μας  ξαναδίνει την τόλμη που αφαίρεσε από το χρέος μας και την τιμή μας. Στην πρώτη κατά παράταξη μάχη που οι Ρωμαίοι έχασαν εναντίον του Αννίβα υπό τον ύπατο Σεμπρόνιο, ένα σώμα με πάνω από δέκα χιλιάδες οπλίτες, κυριευμένο από τρομάρα, μη βλέποντας πως αλλιώς να ξεθυμάνει την ανανδρία του, ρίχτηκε καταμεσής τον κύριο όγκο των εχθρών, τον οποίο διέσπασε μετά από θαυμαστή προσπάθεια, σκοτώνοντας πολλούς Καρχηδόνιους, εξαγοράζοντας μία επονείδιστη φυγή με το ίδιο τίμημα που θα πλήρωνε για μία ένδοξη νίκη.
Αυτό που φοβάμαι περισσότερο είναι ο φόβος.
Επιπλέον, ο φόβος ξεπερνάει σε ένταση κάθε άλλη ταραχή.
Ποια οργή μπορεί να είναι εντονότερη και δικαιότερη από την οργή των φίλων του Πομπήιου που βρισκόταν στο πλοίο του, θεατές εκκίνησης τρομερή σφαγής; [5] Ωστόσο ο φόβος των αιγυπτιακών ιστίων που άρχιζαν να τους πλησιάζουν, την κατέπνιξε, έτσι ώστε οι σχολιαστές σημειώνουν πως δεν έπραξαν άλλο από το να βιάσουν τους ναύτες να κάνουν γρήγορα και να ξεφύγουν κωπηλατώντας, ώσπου, φτάνοντας στην Τύρο, απελευθερωμένοι από το φόβο, αφέθηκαν να στρέψουν τη σκέψη τους στην απώλεια που είχαν υποστεί και να ξεσπάσουν σε θρήνους και κοπετού που αυτό το άλλο ισχυρότερο πάθος είχε αναστείλει.

Τότε ο φόβος ξεριζώνει κάθε σωφροσύνη από το νου μου. [6]

Αυτούς που της άρπαξαν για τα καλά σε κάποια μάχη, γεμάτους πληγές ακόμα και αιμόφυρτους, τους ξαναφέρνουν κιόλας την επόμενη μέρα στην επίθεση. Όμως αυτούς που τους μπήκε στο κεφάλι ο φόβος του εχθρού, δεν θα τους καταφέρνατε ούτε να τον κοιτάξουν κατά πρόσωπο. Όσοι βρίσκονται και τον πιεστικό φόβο ότι θα χάσουν το βιός τους, ότι θα εξοριστούν, ότι θα υποταχθούν, ζουν σε διαρκή αγωνία, χάνοντας την όρεξη για πιοτό φαΐ, και ανάπαυση,  εκεί που όπου οι φτωχοί, οι οστρακισμένοι, οι δουλοπάροικοι, ζουν συχνά τόσο χαρούμενα όσο και οι άνθρωποι. Και τόσοι που επειδή δεν άντεχαν τους νυγμούς του φόβου,  κρεμάστηκαν, πνίγηκαν και έπεσαν στον γκρεμό, μας δίδαξαν καλά πως ο φόβος είναι ολόκληρος και αβάσταχτος από το θάνατο.
Οι Έλληνες αναγνωρίζουν ένα άλλο είδος που προέρχεται, λένε, όχι από την πλάνη του λογικού, ούτε από την από άλλη εμφανή αιτία, αλλά από ουράνια παρακίνηση. Λαούς ολάκερους βλέπει κανείς συχνά να καταλαμβάνονται από αυτό το φόβο, καθώς και στρατούς ολάκερους. Τέτοιος ήταν ο φόβος που έφερε στην Καρχηδόνα απίστευτη συμφορά. Δεν ακούγονταν παρά κραυγές και φωνές τρομαγμένες. Έβλεπε κανείς τους κατοίκους να βγαίνουν από τα σπίτια τους, σαν να είχε σημάνει συναγερμός, να ρίχνονται ο ένας πάνω στον άλλον, να τραυματίζονται και να αλληλοσκοτώνονται μεταξύ τους, λες και ήταν εχθροί που είχαν έρθει να καταλάβουν την πόλη τους. Όλα ήταν αταραξία αταξία και ταραχή, ώσπου με δεήσεις και θυσίες κατασίγασαν την οργή των θεών. Αυτό ονομάζεται Πάνειον, δήγμα. [7]


[1]Βιργίλιος, Αινειάδα ΙΙ, στ.774.
[2] Υποθέτουμε πως ο λευκός σταυρός διέκρινε τα γαλλικά λάβαρα, ενώ ο κόκκινος τις δυνάμεις της Αγγλίας παλαιότερα ή των Ισπανών του Κάρολου Κουΐντου πιο πρόσφατα.
[3] Η είσοδος των Γάλλων στη Ρώμη, πάντα στη διάρκεια των Ιταλικών Πολέμων, είχε λάβει χώρα το 1527.
[4] Κουΐντος-Κούρσιος, Ιστορία ΙΙΙ,xi..
[5] O Πομπήιος (106-48 π.Χ.) δολοφονήθηκε από έναν στρατιώτη όταν, νικημένος από τον Καίσαρα στα Φάρσαλα, αναζητούσε καταφύγιο στην Αίγυπτο.
[6] Στίχος του Έννιου, τον οποίο αναφέρει ο Κικέρων στις Τουσουλανικές διατριβές IV, vii.
[7] Έκφραση που γεννήθηκε από το φόβο που κατέλαβε του Γαλάτες, όταν δέχθηκαν επίθεση των Ελλήνων κοντά στο μαντείο των Δελφών και θεωρήθηκε πως ήταν τιμωρία του Πάνα.

ΜΟΝΤΕΝ ΜΙΣΕΛ. ΝΤΕ, ΔΟΚΙΜΙΑ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ), μετάφραση.: ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ Δ. ΦΙΛΙΠΠΟΣ, εστία, Αθήνα 2003, σελ.119-121


Φόβος και Ελπίδα



ΜΟΝΤΕΝ ΜΙΣΕΛ. ΝΤΕ, ΔΟΚΙΜΙΑ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ), μετάφραση.: ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ Δ. ΦΙΛΙΠΠΟΣ, εστία, Αθήνα 2003, σελ.119-121.