Η επιστήμη αυτοκτονεί όποτε υιοθετεί ένα δόγμα.

Thomas Huxley, 1825-1895, Βρετανός βιολόγος.

Το ανθρώπινο πόδι… ένα θαύμα της Μηχανικής.

Λεονάρντο Ντα Βίντσι, 1452-1519, Ιταλός σοφός.

Ο σκοπός της τέχνης είναι να δώσει στη ζωή σχήμα.

Γουίλιαμ Σαίξπηρ, 1564-1616, Άγγλος δραματουργός.

Pages

Friday, 14 April 2017

Το αμάρτημα του πάτερ Όντρέϊ, Γιαροσλάβ Χάσεκ

Το αμάρτημα του πάτερ Όντρέϊ, Γιαροσλάβ Χάσεκ

Ο πάτερ Όντρεϊ  βρισκόταν πάνω από 18 χρόνια  στο καθαρτήριο, χωρίς να ξέρει το γιατί. Ο ίδιος δεν έχει ακόμη οριστικά καταδικαστεί, αν και τα τελευταία χρόνια δεν υπήρχε μεγάλη συρροή στο καθαρτήριο. Οι περισσότερες από τις ψυχές έκαναν εδώ  μια σύντομη στάση  ενώ  έφτανε μόνο το τρίξιμο των δοντιών και οδηγούνταν στην κόλαση. Με το χρόνια πήρε το θάρρος και ρώτησε ένας από τους φύλακες αγγέλους: "Γιατί με κρατάτε   εδώ, κύριοι"
Οι άγγελοι σήκωναν τις φτερούγες  και έλεγαν : «η διαδικασία σας δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, αξιότιμε Πατέρα."
Αυτή η απάντηση του προκαλούσε μεγάλη στεναχώρια, τόση στεναχώρια που μόνο στο καθαρτήριο μπορεί οι ψυχές να νιώθουν  , δεδομένου ότι δεν γνώριζε να είχε διαπράξει κάποια  αμαρτία. Ήταν ένας από τους σεβάσμιους ιερείς που περιγράφει ο παράδεισος . Κάτω στη γη,  είχε όλα τα  καλά σημάδια αυτής της περιγραφής: Μακριά λευκά μαλλιά, τρεμάμενη γέρικη φωνή , πρώτης τάξεως ηθική, καθαρή ψυχή. 
Και ακόμα τελεί  υπό κράτηση στο καθαρτήριο. Την  τελευταία περίοδο είχε  συντροφιά ένα  νεωκόρο, ο οποίος πληρούσε όλες  τις προϋποθέσεις  να πάρει άλλα δέκα χιλιάδες χρόνια. Ο καημένος,  σε ένα πανηγύρι στεκόταν στο κάτω μέρος μιας  νεροτσουλήθρας και την κοίταζε για  ένα  τέταρτο της ώρας ,  και  στο δρόμο πίσω για το σπίτι έπαθε εγκεφαλικό.
«Γνήσιες  δαντέλλες  Βρυξελλών, Πατέρα», δήλωσε ο  καημένος νεωκόρος στον πάτερ  Όντρεϊ  , του οποίου η καθαρή ψυχή δεν μπορούσε να καταλάβει τη διαφορά μεταξύ των απλών συνηθισμένων μεσοφοριών   και των δαντελλένιων.
Και οι άγγελοι πετούσαν ήσυχα γύρω του, νιώθοντας λύπη για αυτόν, και του τραγουδούσαν όμορφα τραγούδια με τα λόγια των Αγίων Πατέρων και έλεγαν  : « Παρακαλώ να καταθέσετε προσφυγή, αγιότατε".
Και έτσι κατέθεσε γραπτή προσφυγή:
Αξιότιμη  Δευτέρα Παρουσία!
Η κάτωθι υπογεγραμμένη  ψυχή του πάστορος Οντρέϊ  σας απευθύνει το πιο ταπεινό αίτημα  να απελευθερωθεί από το καθαρτήριο, και στηρίζει το δικαιολογημένο αίτημά της στους ακόλουθους λόγους:
Α.  Ο υπογεγραμμένος δεν αισθάνεται να βαραίνει τη συνείδησή του τίποτα, το  οποίο θα ήταν επιζήμιο. Έζησε όπως είναι γραμμένο στις ιερές γραφές.
Β. Το σώμα του είναι εντελώς  άσπιλο όπως  μπορεί να βεβαιώσει ο  δήμαρχος  Παλούσκα, που βρίσκεται αυτή  τη στιγμή στον λέβητα με αριθμό 253, στο ήπιο τμήμα του καθαρτηρίου με τους ανεμιστήρες.
C. H τιμιότητα και ακεραιότητα του μπορούν να πιστοποιηθούν επίσης από τον χωροφύλακα Γιόζεφ Λόουκουτα,  ο οποίος τώρα ζει στην ευδαιμονία του ουρανού,  στο πέμπτο τουρνικέ.
D. Ο κάτωθι υπογεγραμμένος ανακάλυψε  μια θαυματουργή πηγή και παρείχε νερό δωρεάν σε ορφανοτροφεία και αναμορφωτήρια.
Ε. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο με διάκριση, κάτι που μπορεί να επιβεβαιώσει  και ο διευθυντής  του σχολείου Αλέξιος , ο οποίος έχει αποσπαστεί στην ομάδα  των  αγγέλων του καθαρτηρίου που  φυλάσσουν τα  πρώην γυμνασιόπαιδα.
F. Γνωρίζει άριστα λατινικά, ελληνικά, εβραϊκά και αραμαϊκά.
G. Ποτέ δεν αμφέβαλλε για τίποτα.
Για τους λόγους αυτούς, ζητά όπως αποφυλακιστεί από το καθαρτήριο, και υπόσχεται σε περίπτωση επιεικούς επίλυσης της αίτησής της να προσπαθήσει με όλες της τις δυνάμεις να φανεί αντάξια της εμπιστοσύνης σας.
Η αίτηση όπως του επιστράφηκε. "Λείπουν οι αναφορές στην σχετική νομοθεσία" είπε ο άγγελος που την έφερε πίσω  σ 'αυτόν. Ο άγγελος αυτός στην επίγεια ζωή είχε χρηματίσει  επίσημα στο γραφείο του υπουργικού συμβουλίου.
Τότε  ο πάτερ Όντρέϊ  συμπλήρωσε  στην πίσω σελίδα:
"Η ψυχούλα του πάτερ  Όντρεϊ   παρακαλεί να  απελευθερωθεί από το καθαρτήριο:
Hub litteris  A,  Β, C, D, Ε, F, G. "
Την ημέρα της  επετείου του θανάτου του (φυσικά, ούτε  στην γη οι αιτήσεις δεν διευθετούνται γρηγορότερα) πήρε την απάντηση:
«Η Αγιότητα σας !
Παρακαλείστε να σημειώσετε ότι η σύνοδος της Δευτέρα Παρουσίας δεν προβλέπεται να πραγματοποιηθεί  στο άμεσο μέλλον , ως εκ τούτου, στείλαμε το αίτημά σας στο Άρειο Πάγο του καθαρτηρίου με την υπόδειξη  όπως  στο μέτρο  των δυνατοτήτων , να ληφθεί  υπόψη  ούτως ώστε να μπορέστε να παρουσιαστείτε ενώπιον τακτικού δικαστηρίου  για να εξεταστούν οι αμαρτίες σας.
Για τις προπαρασκευαστική επιτροπή του Δικαστηρίου της Δευτέρας Παρουσίας
Αρχάγγελος Γαβριήλ»
Και τα χρόνια περνούσαν  ήσυχα μέσα στους  αναστεναγμούς  των ψυχών και  τις συγκινητικές  ψαλμωδίες  των αγγέλων, που νανούριζαν  στο καθαρτήριο τα αβάπτιστα παιδάκια.
Τελικά, ο πατέρας Όντρεϊ έλαβε την  κλήτευση, «καλείστε να παρουσιαστείτε ενώπιων του Παναγιότατου  Δικαστηρίου.»
Στο κατώτερη πέργολα του Καθαρτήριου είχαν ήδη λάβει θέση οι δικαστές , ορατοί μόνο στους αγγέλους φρουρούς  που συνόδευαν  τον κατηγορούμενο. Στον αέρα αιωρούταν  το Βιβλίο της Ζωής του πατέρα Όντρεϊ   που το ξεφύλλιζε ένα αόρατο χέρι.
"Πάτερ Όντρεϊ ," λέει μια μυστηριώδη φωνή, "Βλέπεις αυτό είναι  το βιβλίο της ζωής σου! Είναι πεντακάθαρο εκτός από μια μόνο σελίδα.  Απάντησέ τώρα ειλικρινά στο ερώτημα: Έχεις ή δεν έχεις έναν αδελφό στην Αυστραλία;"
«Είχα, αξιότιμο δικαστήριο.»
«θα σου θέσουμε ακόμα ένα  ερώτημα: αλληλογραφούσες με τον αδελφό σου στην Αυστραλία;»
« Ναι, αξιότιμο δικαστήριο , το 1882 στο Σύδνεϋ».  Το βιβλίο έκλεισε και ακούστηκε  μια βαθιά φωνή, προφανώς του  προεδρεύοντα δικαστή: « Μεέτησες  διεξοδικά όλα τα βιβλία του Αγίου Αυγουστίνου, του δασκάλου της Εκκλησίας; "
«Ναι.»
Ακουγόταν τώρα έντονα το  θρόισμα των φτερών. Το δικαστήριο αποσύρθηκε για την ετυμηγορία . Νέο βουητό των φτερών και μια φωνή στεντόρεια ακούγεται να λέει :
«Ο πάστορας  Όντρεϊ  καταδικάζεται ομόφωνα  σε 15.000 χρόνια καταναγκαστικής διαμονής στο καθαρτήριο  στα οποία περιλαμβάνονται και  22 χρόνια της προληπτικής κράτησής του. Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για τις εξής αξιόποινες πράξεις:
Στο βιβλίο του, που γράφτηκε το 415 μ.Χ., De retractatione, vellibrorum recensione από τον Άγιο Αυγουστίνο, δάσκαλο της Εκκλησίας, η  θρησκεία των Αντίποδων αναφέρεται ως επικίνδυνη αίρεση (Βλέπε σελίδα  213). Το γεγονός της πίστης στην ύπαρξη της Αυστραλία  , σημαίνει μια  εγκληματική  βλασφημία που ολοκληρώθηκε και  αποδείχθηκε   από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενο ιερέας Όντρεϊ  έστειλε  ένα γράμμα προς τον αδελφό του στους Αντίποδες της  Αυστραλίας, στο  Σύδνεϋ. Αναγνωρίζονται στον κατηγορούμενο τα ελαφρυντικά του πρότερου έντιμου βίου και της   ειλικρινούς και πλήρους ομολογίας .»
«Μην κλαίτε, πάτερ» προσπάθησαν  να τον παρηγορήσουν οι άγγελοι της φρουράς, «κάτι αρόμοιο θα μπορούσε να σας συμβεί  και ενώπιον κάθε γήινου δικαστηρίου ..

Hřích faráře Ondřeje (Jaroslav Hašek ): Πρώτη δημοσίευση στα τσεχικά  στο Narodni obzor 2. έτος1908,  αρ. 36, 31/10

Επιλογή Κειμένου-Μετάφραση: Μάριος Δαρβίρας





Thursday, 13 April 2017

Ούλοι μαζί και ο έρωτας-Γιάννης Σκαρίμπας

ΟΥΛΟΙ ΜΑΖΙ ΚΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ

Ούλοι μαζί κι ο έρωτας ήσαν πράγματα πολύ αμφίβολα, απίθανα. Παραλίγο να μην ήσαν καθόλου.
Ενώ αυτός ήταν ένας άνθρωπος καλότατος, μιά ψυχή προζύμι. Είναι βέβαιο.
Έβλεπε όνειρα κωμικά και ωραία–ήσυχα σαν στη γυάλα νεράκι, ενώ αυτούνου, πάντα η σκέψη του εγελούσε...
Κουφός –και μουγκός– καθώς ήταν, έβλεπε ούλα τα πράγματα –τους ανθρώπους, τ' αντικείμενα– σαν στο βάθος μιας σκηνής τοποθετημένα, να παίζουν το καθένα το ρόλο του, κάτι ρόλους κωμικούς φασουλήστικους, έτσι να κάνουν το καθένα τις δουλειές του, κάτι δουλειές δίχως νόημα –δίχως φωνή– και χωρίς σκέψη.
Ούλα τα πράγματα (στην ίδια σειρά) δίχως όνομα –οι ανθρώποι, τα ζώα, τα πράγματα– δίχως άλλο γνώρισμα πάρεξ μόνο το σχήμα και (προς απόκου) το βάρος τους, ήσαν τόσο κοινά και γελοία μπροστά του –τόσο κατώτερα– που έφτανε ως και να τα λυπάται στην ψυχή του, ως και να παίζει ακόμα, έφτανε, με την ακυβερνησία τους, με την ευπιστία που είχανε, μ' αυτήν την κυριαρχία που αυτός μπορούσε και εξασκούσε απάνω τους, κάνοντας από μακριά να σταματάνε οι άνθρωποι (ή τα ζώα) χωρίς αυτός διόλου να τ' αγγίξει μπορώντας να τους αλλάξει ακόμα και το δρόμο τους –δεξιά αριστερά όπως ήθελε– να τους κάνει νάρχονται απάνω του.
Τί μαγική δύναμη που στην είχε!  Και τόξερε. Τόξερε ότι της φύσης ήταν αυτός προνομιούχος κ' ευνοούμενος, ο «άνθρωπος-θαύμα !» – κατά που λέμε...
Έκρουε τα χέρια του ή φύσαε με τη μύτη κ' οι άλλοι ταράζονταν, ανησυχούσαν, κοίταζαν ξωπίσω τους, στέκονταν.
Τα μάτια τους, τα χείλη τους κινιώσαν. Χειρονομούσαν μπροστά του, μη μπορώντας να μαντέψουν τη σκέψη του, μη ξέροντας τί έπρεπε να κάμουν, έτσι αμήχανοι, κουτοί, αξιολύπητοι κι αστείοι.
Χα, χα, τί ωραία !...
Τα τραίνα, τα κάρρα τούς τάραζαν, τους έκαναν να σκεπάζουν με τις απαλάμες τους τ' αφτιά τους. Η αστραπή τούς χαντάκωνε –ενώ γι' αυτόν ούλα αυτά– ήσαν όμορφα και διάβαιναν σαν ζουγραφιές λαφριά κι ανάηχα, χωρίς κακία, χωρίς θορύβους, χωρίς βάρος.
Αυτοί, τί διάλο επάθαιναν και λάκαγαν ; Τί κάθε τόσο ανοιγόκλειναν το στόμα;
Τα χέρια τους, τα χέρια αυτά τα πολύτιμα, τα δάχτυλα που με δαύτα αυτός θα μπόραε να παραστήσει ούλα τα πράγματα, το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο, το πιο σκληρό ως το πιο τρυφερότερο, απ' το χνούδι του δαμάσκηνου ως του βάτραχου το μούδιασμα, τα λουλούδια και τη θάλασσα, τ' άστρα και το φεγγάρι, αυτοί –ώ αυτοί– τ' άφιναν να κρέμονται άπραγα σαν ξύλα.
Σαν ξύλα ορέ τα δάχτυλα, ενώ απ' την άλλη μεριά σκοτώνονταν να συνεννοηθούνε μεταξύ τους, να μπουν στην έννοια των πραγμάτων, να μεταδώσουν τις γνώμες τους στους άλλους.
Υπολείπονταν τόσο, που λιγάκι ακόμα και θα τους έπαιρνε αντάμα του το τίποτα. Δεν θάσαν – δε θα ύπαρχαν.
Δούλευαν τα χείλη τους –επί ώρες ολόκληρες– σαν νάταν δυνατό να παραστήσουν μ' αυτά το δαχτυλίδι, το ψάρι, το άρωμα, να δώσουν την ιδέα του σωστού ή του λειψού, του καλού ή του κακού, του πόθου ή του έρωτα, την ίδια την υφή προσώπων, των αντικείμενων, το σχήμα, ή την καρικατούρα του Προέδρου.
Ως φαίνεσται κάποιο ελάττωμα θάχε το κακόμοιρο μυαλό τους και δεν ένιωθαν τ' ήταν μπορούμενο και πρέπο, πώς να βρουν το ντόρο της σωτηρίας τους, πώς να μπουν στο απλούστατο νόημα του βίου.
Μα ήσαν για γέλια.
Έχοντας χωρίς άλλο μεγάλη ατέλεια του νου έκαναν κάτι πράματα κωμικά και ακατανόητα.
Γρατσουνάγαν κάτι κούφια ξύλα με χορδές, ξεμαγουλιάζονταν φυσώντας σε χωνιά με κάτι τρύπες ! Παίζανε τα δάχτυλα, κρούανε τα χέρια. Θεέ μου, κάτι πράματα! Σιγά σιγά τρεμολυγιόντουσαν στις θέσεις τους. Σπασμοί και γκριμάτσες τους παραμόρφωναν τα μούτρα τους !
Τότες –Θεέ μου τί αστένεια– κάποια τρέλλα, σαν μανία τους ασήκωνε. Πιάνονταν ούλοι μαζί χέρι με χέρι και γυρνόφερναν στον τόπο. Ξέφρενοι γίνονταν και μάνιαζαν. Ανοιγόκλειναν –σα να ξεψύχαγαν– τα στόματα και γλάρωναν τα μάτια. Πήδαγαν σαν να πατούσαν ξυπόλυτοι στα κάρβουνα, χτύπαγαν με το χέρι τους τις φτέρνες. Τί λύπη! Τί λύπη!
Μη έχοντας όμως άλλον όμοιον του, είχε κι αυτός έναν φίλο από δαύτους.
Κι αυτόν –όπως όλους τους– τον τρώγανε τ' αφτιά του.
Έσγουβαν στ' αυτί του και κουνούσαν πα σε δαύτο τις χειλάρες τους. Τον έβλεπες τότε να θωρεί ομπρός του, να γελάει. Τί να γίνονταν μέσα του; Κρίμα!
Τέτοιον μουρλόν, σκαρταδιασμένον κι αυτόν, αξιολύπητον, τον έκανε παρέα. Κι ας τ' άρεσε να τον πειράζει. Ποιός; Ένας μουρλός!
Πάντα και την ίδια ιστορία τ' αρχινούσε.
Κούναε τα χείλη του, ίδρωνε να του παραστήσει τις ιδέες. Έπαιρνε το μολύβι και όλο του τάγραφε. Πάνω στο στράτσο τού τα σκέδιαζε, με χαρακιές και παραστάσες... Βλέπεις τα δάχτυλα τάχε για ομορφιά! Και δόστου νάχει:
Έκανε ένα σπιτάκι πρώτα, με μπαλκονάκι και σκαλίτσα. Μιά πορτίτσα πάνω, μιά πορτίτσα κάτω. Έπειτα από δυό παραθυράκια δεξά κι αριστερά στην κάθε μιά. Έκανε ένα δεντράκι, κι απ' όξω έκανε μιά κόρη –τόση δα– τάχα πως στέκει στην πορτίτσα.
Έτσι αυτός το γνώριζε ευτύς. Ήταν το σπίτι τού παπά και η κόρη του –τάχατες– στην πόρτα.
Τότες αυτός καταλάβαινε κ' έφευγε. Γρήγορα γρήγορα πάγαινε. Και καθώς πάγαινε σκεφτόταν.
Σκέφτονταν ούλη μέρα ως που νύχτωνε κι ως που έπεφτε για ύπνο· σκέφτονταν ακόμα.
Με τα μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι, τάβλεπε ούλα ομπρός του, το σπιτάκι, την σκαλίτσα, την κόρη.
Έτσι μικροσκοπικά όπως του τα παράσταινε στο χαρτί με το μολύβι ο φίλος του, έτσι τοσαδούτσικα ούλα, μικρουλάκια, νινίστικα, κουκλίσια.
Τάβλεπε!
Δίχως άλλη αποδείξη της ύπαρξης τους εξόν απ' την ανάμνηση, χωρίς φωνή, μ' ελαττωμένο –στην συνείδησή του– το βάρος των πραγμάτων, ήσαν αυτά ούλα βουβά κι αλαφρά κ' επίπεδα, σαν οι φωτογραφίες και το ψέμα. Σχεδόν σαν ένα τίποτα...
Η σκέψη του φαιδρή –δίχως την αίστηση του κρότου– ανύποπτη, παιγνιδιάρα και απλή, ενεργούσε ελεύτερα μέσα σε κόσμον άφωνο, πολύ ευχάριστον να πούμε.
Και σκέφτονταν.
Νάταν κι αυτός ελαττωματικός –μουρλός– σαν τον άλλον, τον φίλο του, τί καλά που θα 'ρχόντουσαν. Άχ τί καλά.
Να θ' ανέβαινε.
Πατώντας κι αυτός στα νύχια (!) –όπως έκανε κι ο φίλος του– σκαλί το σκαλί θ' ανέβαινε τη σκαλίτσα, σκαλάκι το σκαλάκι θα κατέβαινε και κείνη. Ώ εκείνη!
Κι όταν θα φτάναν ο ένας απέναντι στον άλλον, πρόσωπο με πρόσωπο –ψυχή μου!– έχοντας κι αυτός τα χέρια του χωμένα μες στις τσέπες του, θάνοιγε και θάκλεινε το στόμα του.
Τρεις φορές, χάμ χάμ χάμ ίσον : σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, σ' αγαπώ. Κ' ευτύς άλλες τρεις, χάμ χάμ χάμ. Κι άλλες τρεις κι άλλες τρεις. Όποιος καθήσει με γκαβούς θα γκαβίσει. Μπορεί νάταν μάγια. Όμως αυτός θα μπόραε το «σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, σ' αγαπώ», να της τόδινε, με τη μαεστρία των δακτυλώ του θεία φχιαγμένο... Αχ, τί νάκανε; Να πήγαινε;
Ποιός ξέρει.
Μπορεί, ανοιγοκλείνοντας το στόμα του να πείθονταν αυτή – ώωω ήταν βέβαιο! Έτσι κι ο φίλος του δε θάκανε;
Μηγάρις τα μωρά δεν ξεγελιούνται με κουμπιά και με γυαλάκια; Μηδά με μιά φούσκα αηβασιλιάτικη δεν κάνεις τους πιτσιρίκους να πηδάνε;
Αυτό θάκανε. Κι ας με τα δάχτυλα του αυτός θα μπόραε να της διατυπώσει σαν μπούρμπουλας τους πόθους του να τους της κάμει αραχνοΰφαντους σαν κείνους της Ίσιδας τους πέπλους. Μόνο;
Να της παραστήσει τις γαρδένιες, τους ανέμους και την πάχνη. Τις πεταλούδες που ασηκώθηκαν ούλες μαζί ένα βράδυ απ' τα γεράνια. Την ψιχάλα που λάμπει στον αέρα όταν σκάζει το κύμα. Την χρυσόσκονη που αφήνει η πεταλούδα πα στα τζάμια. Τις τριχούλες που κατσαρώνουν στ' αφάλι του ροϊδιού.
Μα τί, αυτή έτσι, δεν θα πείθονταν. Τόξερε.
Θα τον φασκέλωνε –όπως πάντα– και θα τον έφτυνε κι απέ θάφευγε λιγωμένη στα γελάκια...
Ενώ έτσι, χάμ χάμ χάμ, τί θα μπόραε να κάμει; Ορίστε; Τίποτα.
Ελκυσμένη, μαγεμένη, ανάστατη θαρχόταν καταπάνω του.
Θα της βάφονταν κόκκινα τα μαγουλά της, θα λάμπαν και τα μάτια της σαν άστρα.
Ένα ένα τα σκαλάκια θα κατέβαινε, δυό-δυό θα τ' ανέβαινε και δαύτος.
Κι όταν θα φτάναν –πρόσωπο με πρόσωπο– θ' ανοιγόκλεινε κι αυτή το στόμα της – ποιός ξέρει τί θέλοντας ακριβώς να παραστήσει. Ακριβώς, όπως ίσως, έκανε στον φίλο του. Χάμ χάμ χάμ, τρεις φορές. Κ' ευτύς άλλες τρεις. Κι άλλες τρεις.
Τότε αυτός θα την αγκάλιαζε! Θα την έσφιγγε περίποθα στα μπράτσα του. Θάχωνε το χέρι του στον κόρφο της. Στο σβέρκο θα τη δάγκωνε ! Χα, χα τί ωραία !...

*
*  *

Κ' έτσι έκαμε!
Μα –παράξενο πράμα– αυτή δεν πείστηκε.
Τον φασκέλωσε –όπως έκανε πάντα– και τον έφτυσε κι απέ έφυγε λιγωμένη μες στα γέλια!
Κι αυτός τότε κατάλαβε.
Γρήγορα γρήγορα πάγαινε. Και καθώς πάγαινε σκεφτόταν.
Σκεφτόταν ούλη μέρα ως που νύχτωσε κι ως που έπεσε για ύπνο. Μα πού ύπνος.
Με τα μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι τάβλεπε ούλα ομπρός του, το σπιτάκι, την σκαλίτσα και την κόρη.

Έτσι μικροσκοπικά, ως του τα σκέδιασε, σε κείνο το χαρτάκι, ο χάμ χάμ χάμας. Τοσαδούτσικα, ούλα μικρουλάκια, κουκλίστικα. Κ' επίπεδα, σαν φωτογραφίες και σαν ψέματα. Σκεδόν σαν ένα τίποτα...

ΟΥΛΑΛΟΥΜ


Ηταν σα να σε πρόσμενα κυρά

απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θά ‘ρθει απόψε απ’ τα νερά
κι από τα δάσα.

Θά ‘ρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή και νειό φεγγάρι…

Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ χρυσή κουβέντα: …

Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το «μπά»
που μ’ έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και -τάχας- σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη
… …………………………………………………………………….
Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα να σε βρω στο δρόμο -ωιμένα-
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.
Τόσο πολύ σ’ αγάπησα Κερά, που άκουγα δίπλα τα βήματά μου!
Πάταγα γω -στραβός- μεσ’ τα νερά;
κι εσύ κοντά μου…»



Γιάννης Σκαρίμπας (Αγία Ευθυμία Παρνασσίδος, 28 Σεπτεμβρίου 1893 – Χαλκίδα, 21 Ιανουαρίου 1984)