Ο Φοίβος
Από ΤΟ ΔΕΡΜΑ τού Μαλαπάρτε (μετάφρ. Α.Χρυσοστομίδης, εκδ.
Θεμέλιο ΄90, σελ. 176-184)
Είχα αναγνωρίσει εκείνη τη σιωπή. Το χειμώνα του 1940, για
να δραπετεύσω από τον πόλεμο και τους ανθρώπους, για να γιατρευτώ από εκείνο το
σιχαμερό κακό που ο πόλεμος γεννά στην καρδιά των ανθρώπων, είχα καταφύγει στην
Πίζα, σ΄ένα νεκρό σπίτι, στο βάθος ενός δρόμου από τους πιο όμορφους και πιο
νεκρούς, αυτής της πανέμορφης και νεκρής πολιτείας. Είχα μαζί μου τον Φοίβο, το
σκύλο μου Φοίβο, που είχα μαζέψει μισοπεθαμένο από την πείνα στην ακτή της
Μαρίνα Κόρτα, στη νήσο Λίπαρι, και είχα γιατρέψει, μεγαλώσει, φροντίσει στο
νεκρό μου σπίτι στο Λίπαρι και είχε αποδειχτεί ο μοναδικός μου σύντροφος κατά
τη διάρκεια των έρημων χρόνων της εξορίας σ’ εκείνο το θλιβερό και τόσο αγαπητό
νησί.
Δεν αγάπησα ποτέ μου τόσο πολύ γυναίκα, αδελφό, φίλο, όσο
τον Φοίβο. ‘Ηταν ένας σκύλος σαν κι εμένα. Γι’ αυτόν έγραψα τρυφερές σελίδες
στο Ένας σκύλος σαν κι εμένα. ‘Ηταν ένα ευγενές ον, το πιο ευγενές πλάσμα που
συνάντησα ποτέ στη ζωή μου. ‘Ήταν από εκείνη την οικογένεια των σπάνιων πλέον,
και ευαίσθητων λαγωνικών, που ήρθαν από τις ακτές της Ασίας κατά τη διάρκεια
των πρώτων ιωνικών μεταναστεύσεων, που οι βοσκοί του Λίπαρι ονομάζουν
“τσερνέγκι”. Είναι τα σκυλιά που οι αρχαίοι Έλληνες γλύπτες λάξευαν στα
επιτύμβια ανάγλυφα τους. “Διώχνουν το χάρο”, λένε οι βοσκοί του Λίπαρι.
Είχε το τρίχωμα στο χρώμα του φεγγαριού, ροδαλό και
χρυσωμένο, το χρώμα του φεγγαριού πάνω από τη θάλασσα, το χρώμα του φεγγαριού
πάνω στα σκούρα φύλλα της λεμονιάς και της πορτοκαλιάς, στα λέπια των νεκρών
ψαριών που η θάλασσα, μετά από μια καταιγίδα, ξέφραζε στην ακτή, μπροστά στην
πόρτα του σπιτιού μου. Είχε το χρώμα του φεγγαριού πάνω από την ελληνική
θάλασσα του Μπάρι, του φεγγαριού στο στίχο της Οδύσσειας, του φεγγαριού σ’
εκείνη την άγρια θάλασσα του Λίπαρι που διέσχισε ο Οδυσσέας για να φτάσει στη
μοναχική παραλία του Αιόλου, του βασιλιά των ανέμων. Το χρώμα του νεκρού
φεγγαριού, λίγο πριν την αυγή. Τον φώναζα Κανελούνα.
Δεν απομακρυνόταν σπιθαμή από κοντά μου. Με ακολουθούσε σαν σκυλί. Λέω πως με ακολουθούσε σαν σκυλί. Η παρουσία του, στο φτωχικό μου σπίτι στο Λίπαρι που χτυπιόταν χωρίς αναπαμό από τον άνεμο και τη θάλασσα, ήταν μια εκπληκτική παρουσία. Τη νύχτα, φώτιζε το άδειο μου δωμάτιο με τη φωτεινή ζεστασιά των φεγγαρίσιων ματιών του. Το χρώμα τους ήταν εκείνο το χλωμό γαλάζιο, το χρώμα της θάλασσας όταν βασιλεύει το φεγγάρι. Ένιωθα την παρουσία του όπως την παρουσία μιας σκιάς, της δικής μου σκιάς.
‘Ηταν σαν το αντικαθρέφτισμα του πνεύματός μου. Και μόνο με
την παρουσία του, με βοηθούσε να ξαναβρώ εκείνη την περιφρόνηση των ανθρώπων,
που είναι η πρώτη συνθήκη για την ηρεμία και τη σοφία της ανθρώπινης ζωής.
Ένιωθα πως μου έμοιαζε, πως δεν ήταν τίποτα άλλο, δεν ήταν παρά η εικόνα της συνείδησής
μου, της μυστικής μου ζωής. Το πορτραίτο του εαυτού μου, το πορτραίτο από ό,τι
πιο βαθύ, πιο απόκρυφο, πιο δικό μου υπάρχει στον εαυτό μου: του υποσυνείδητου
και, που λέει ο λόγος, του καθρέφτη μου.
Από αυτόν, πολύ περισσότερο από ό,τι από τους ανθρώπους, την
κουλτούρα τους, τη ματαιοδοξία τους, έμαθα ότι η ηθική είναι αυθαίρετη, ότι
σκοπό έχει μόνο τον εαυτό της, ότι καν δεν έχει το στόχο να σώσει τον κόσμο
(καν να σώσει τον κόσμο!) αλλά μονάχα να δημιουργήσει νέα προσχήματα για την
αδιαφορία της, για το ελεύθερο παιχνίδι της. Η συνάντηση ενός ανθρώπου και ενός
σκυλιού είναι πάντα η συνάντηση δυο ελεύθερων πνευμάτων, δυο μορφών
αξιοπρέπειας, δυο αυθαίρετων ηθικών. Είναι η πιο αυθαίρετη και η πιο ρομαντική
συνάντηση. Από αυτές που ο θάνατος φωτίζει με τη χλωμή λάμψη του, όμοια με το
χρώμα ενός νεκρού φεγγαριού πάνω στη θάλασσα, στον πράσινο ουρανό της αυγής.
Αναγνώριζα πάνω του τις πιο μυστηριώδεις μου κινήσεις, τα
μυστικά μου ένστικτα, τις αμφιβολίες μου, τις τρομάρες μου, τις ελπίδες μου.
Δική μου ήταν η αξιοπρέπειά του μπροστά στους ανθρώπους, δικά μου το κουράγιο
του και η περηφάνειά του μπροστά στη ζωή, δική μου η περιφρόνησή του για τα
εύκολα αισθήματα του ανθρώπου. Αυτός, όμως, ήταν πολύ περισσότερο από μένα
ευαίσθητος στα σκοτεινά προαισθήματα της φύσης, στην αόρατη παρουσία του
θανάτου, που γυρίζει πάντα σιωπηλός καί καχύποπτος γύρω από τους ανθρώπους.
Ένιωθε να έρχονται από μακριά, τη νύχτα, τα θλιβερά φαντάσματα των ονείρων,
όμοια μ’ εκείνα τα νεκρά έντομα που ο άνεμος φέρνει ποιος ξέρει από που.
Και κάποιες νύχτες, κουλουριασμένος στα πόδια μου, στο γυμνό
δωμάτιό μου του Λίπαρι, παρακολουθούσε γύρω μου, με τα μάτια, μια αόρατη σκιά
που πλησίαζε, απομακρυνόταν, έμενε ώρες πολλές να με κατασκοπεύει πίσω από το
τζάμι του παραθυριού. Κάθε τόσο, αν η μυστηριώδης παρουσία με πλησίαζε τόσο
ώστε ν’ ακουμπά σχεδόν το μέτωπό μου, ο Φοίβος γαύγιζε απειλητικός, με τις
τρίχες ορθωμένες στην πλάτη του: κι εγώ άκουγα μια παραπονιάρικη κραυγή να
απομακρύνεται μέσα στη νύχτα, και σιγά σιγά να πεθαίνει.
Ήταν ο πιο αγαπητός από τ’ αδέλφια μου, ο πραγματικός μου
αδελφός, αυτός που δεν προδίδει, που δεν ταπεινώνει. Ο αδελφός που αγαπά, που
βοηθά, που καταλαβαίνει, που συγχωρεί. Μονάχα όποιος έχει υποφέρει πολλά χρόνια
εξορίας σ’ ένα άγριο νησί και γυρίζοντας ανάμεσα στους ανθρώπους βλέπει να τον
αποφεύγουν σαν να΄ναι λεπρός, από όλους εκείνους που μια μέρα, όταν θα πεθάνει
ο τύραννος, θα παριστάνουν τους ήρωες της ελευθερίας, μονάχα αυτός ξέρει τι
μπορεί να είναι ένας σκύλος για ένα ανθρώπινο πλάσμα.
Ο Φοίβος με παρατηρούσε συχνά με μια μορφή θλιμμένης και
ευγενικής επίπληξης στο τρυφερό του βλέμμα. Ένιωθα τότε μια περίεργη ντροπή,
σχεδόν μια ενοχή για τη θλίψη μου, ντρεπόμουνα μπροστά του. Ένιωθα πως, εκείνες
τις στιγμές, ο Φοίβος με περιφρονούσε: με πόνο, με τρυφερότητα: στο βλέμμα του
υπήρχε μια σκιά οίκτου και, ταυτόχρονα, περιφρόνησης. ‘Ηταν όχι μόνο αδελφός
για μένα, αλλά και δικαστής. Ήταν ο φύλακας της αξιοπρέπειάς μου και,
ταυτόχρονα, για να χρησιμοποιήσω και μια αρχαιοελληνική λέξη, το δορυφόρημά
μου.
Ήταν ένα μελαγχολικό σκυλί, με σοβαρά μάτια. Τα βράδια
περνούσαμε ώρες ολόκληρες στο ανεμοδαρμένο κατώφλι του σπιτιού μου, βλέποντας
τη θάλασσα. Ω, η ελληνική θάλασσα της Σικελίας, ω, ο κόκκινος βράχος της
Σκύλλας, εκεί, μπροστά στη Χάρυβδη, και η χιονισμένη κορυφή του Ασπρομόντε, και
η πάλευκη πλάτη της Αίτνας, του Ολύμπου της Σικελίας. Πραγματικά, όπως
τραγουδάει και ο Θεόκριτος, δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο στον κόσμο από το να
θαυμάζεις από κάπου ψηλά τη θάλασσα της Σικελίας. Στα βουνά άναβαν οι φωτιές
των βοσκών, στη θάλασσα οι βάρκες έβγαιναν να συναντήσουν το φεγγάρι και η
παραπονιάρικη κραυγή των κοχυλιών, με τα οποία οι ψαράδες φωνάζουν ο ένας τον
άλλο, χανόταν στην ασημένια φεγγαρίσια αχλύ.
Το φεγγάρι γεννιόταν στο βράχο της Σκύλλας, και το
Στρόμπολι, το ψηλό, απροσπέλαστο ηφαίστειο καταμεσής του πελάγους, έκαιγε σαν
μοναχική πυρά μέσα στο βαθύ τυρκουάζ δάσος της νύχτας. Εμείς κοιτάζαμε τη
θάλασσα, εισπνέοντας την πικρή μυρωδιά του αλατιού, και τη δυνατή, μεθυστική
μυρωδιά των πορτοκαλεώνων, και τη μυρωδιά του κατσικίσιου γάλακτος, τη μυρωδιά
των κλαδιών του κεδρόρακκου στα τζάκια, κι εκείνη τη ζεστή και βαθιά μυρωδιά
γυναίκας που είναι η μυρωδιά της σικελικής νύχτας, όταν τα πρώτα αστέρια
σηκώνονται χλωμά στο βάθος του ορίζοντα.
Ύστερα, μια μέρα, με οδήγησαν με τις χειροπέδες από το
Λίπαρι σε ένα άλλο νησί, και από εκεί, μετά από αρκετούς μήνες, στην Τοσκάνη. Ο
Φοίβος με ακολούθησε από μακριά, κρυμμένος ανάμεσα στα βαρέλια με τις αντσούγες
και τους σωρούς τα παλαμάρια, στη γέφυρα του Σάντα Μαρίνα του μικρού πλοίου που
κάνει κάθε τόσο τη διαδρομή Λίπαρι-Νάπολη, κι ανάμεσα στα καλάθια με ψάρια και
ντομάτες στη μηχανοκίνητη βάρκα που ταξιδεύει μεταξύ Νάπολης, Ίσκια και Πόντζα.
Με το κουράγιο που έχουν πάντα οι δειλοί και που αποτελεί το μοναδικό προνόμιο
που έχουν οι υπηρέτες για να αποκτήσουν κι αυτοί δικαίωμα στην ελευθερία, ο
κόσμος σταματούσε να με κοιτάξει με μάτια γεμάτα περιφρόνηση, βρίζοντάς με μέσα
από τα δόντια τους.
Μονάχα οι χασομέρηδες που βρίσκονταν μονίμως ξαπλωμένοι στα
παγκάκια του λιμανιού της Νάπολης και λιάζονταν, μου χαμογελούσαν κρυφά,
φτύνοντας καταγής ανάμεσα στα παπούτσια των καραμπινιέρων. Κάθε τόσο γύριζα το
κεφάλι μου για να δω αν ο Φοίβος με ακολουθούσε, και τον έβλεπα να περπατά με
την ουρά ανάμεσα στα σκέλια κατά μήκος των τοίχων, στους δρόμους της Νάπολης,
από την Ιμμακολάτα μέχρι το Μόλο Μπεβερέλλο, με μια εξαίσια θλίψη στα φωτεινά
του μάτια.
Στη Νάπολη, ενώ προχωρούσα με τις χειροπέδες ανάμεσα στους
καραμπινιέρους στην οδό Παρτένοπε, δυο κυρίες με πλησίασαν χαμογελώντας: ήταν η
γυναίκα του Μπενεντέττο Κρότσε και η Μίννι Καζέλλα, η γυναίκα του αγαπητού μου
Γκάσπαρε Καζέλλα. Με χαιρέτησαν με τη μητρική ευγένεια των ιταλίδων γυναικών,
μου έβαλαν μερικά λουλούδια ανάμεσα στο χέρι και στις χειροπέδες, και η κυρία
Κρότσε παρακάλεσε τους καραμπινιέρους να με πάνε να πιω κάτι, να τονωθώ. Ήταν
δυο μέρες που δεν έτρωγα. “Τουλάχιστον αφήστε τον να περπατά στη σκιά”, είπε η
κυρία Κρότσε. Ήταν Ιούνιος, και ο ήλιος βάραγε στο κεφάλι σαν σφυρί.
“Ευχαριστώ, δεν έχω ανάγκη από τίποτα”, είπα. “Θα σας παρακαλούσα μονάχα να
δώσετε λίγο νερό στο σκύλο μου”.
Ο Φοίβος είχε σταματήσει μερικά βήματα πιο πέρα και κοίταζε
την κυρία Κρότσε με μια σχεδόν βασανιστική ένταση. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε
το πρόσωπο της ανθρώπινης καλοσύνης, της θηλυκής ευγένειας, του οίκτου. Πριν
πιει, μύρισε ώρα πολλή το νερό. Όταν, λίγους μήνες μετά, με μεταφέρανε στη
Λούκα, έμεινα για πολύ καιρό κλεισμένος στη φυλακή της. Κι όταν βγήκα πάλι
ανάμεσα στους φρουρούς, για να οδηγηθώ στο νέο μου τόπο εξορίας, ο Φοίβος με
περίμενε μπροστά από την πόρτα της φυλακής, αδύνατος και καταταλαιπωρημένος. Τα
μάτια του έλαμπαν, γεμάτα με μια τρομερή γλυκύτητα.
Η εξορία μου διήρκεσε ακόμα δυο χρόνια, και για δυο χρόνια
ζήσαμε σ’ ένα σπιτάκι στο βάθος ενός δάσους, όπου σ’ ένα δωμάτιο κατοικούσαμε ο
Φοίβος κι εγώ, και στο άλλο οι φρουροί μου καραμπινιέροι. Κι όταν επιτέλους
απόκτησα πάλι την ελευθερία μου, αυτό που εκείνα τα χρόνια σήμαινε ελευθερία,
για μένα ήταν σαν να βγήκα από ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα για να μπω σε ένα
στενό δωμάτιο χωρίς τοίχους. Πήγαμε να μείνουμε στο σπίτι μου στη Ρώμη: ο
Φοίβος ήταν θλιμμένος, λες και το θέαμα της ελευθερίας μου τον ταπείνωνε. Ήξερε
πως η ελευθερία δεν είναι κάτι το ανθρώπινο, πως οι άνθρωποι δεν μπορούν, και
ίσως δεν ξέρουν, να είναι ελεύθεροι, πως η ελευθερία, στην Ιταλία, στην Ευρώπη,
βρωμάει όσο και η σκλαβιά.
Όσο καιρό μείναμε στην Πίζα, μέναμε σχεδόν όλη τη μέρα
κλεισμένοι στο σπίτι, και μονάχα προς το μεσημέρι βγαίναμε για μια βόλτα στο
ποτάμι, εκείνο το ωραίο ποτάμι της Πίζας, τον Άρνο, με τ’ ασημένια χρώματα, με
τις κρύες και φωτεινές του όχθες: ύστερα πηγαίναμε στην Πλατεία των Θαυμάτων,
όπου υψώνεται ο κεκλιμένος πύργος που έκανε την Πίζα διάσημη σ΄όλο τον κόσμο.
Ανεβαίναμε στον πύργο, κι από εκεί πάνω ατενίζαμε την πεδιάδα μέχρι το Λιβόρνο,
μέχρι τη Μάσσα, και τους πευκώνες, τη θάλασσα παρακάτω, το λαμπερό βλέφαρο της
θάλασσας, και τις Απουανές Άλπεις, άσπρες από το χιόνι και τα μάρμαρα. Αυτή
ήταν η χώρα μου, αυτή ήταν χώρα μου της Τοσκάνας, αυτά ήταν τα δάση μου κι αυτή
ήταν η θάλασσά μου, αυτά ήταν τα βουνά μου, αυτά τα χώματά μου, αυτά τα ποτάμια
μου.
Προς το βραδάκι πηγαίναμε να καθήσουμε στο ανάχωμα του Άρνου
(εκείνο το στενό πέτρινο ανάχωμα, πάνω στο οποίο ο λόρδος Βύρων, τις μέρες της
εξορίας του στην Πίζα, κάλπαζε καθημερινά πάνω στο πανέμορφο άτι του, μέσα στις
τρομαγμένες κραυγές των φιλήσυχων κατοίκων), και κοιτάζαμε το ποτάμι να κυλά
παρασέρνοντα στο φωτεινό του ρεύμα φύλλα καμένα από το χειμώνα και ασημένια
σύννεφα του πανάρχαιου ουρανού της Πίζας.
Ο Φοίβος περνούσε ατέλειωτες ώρες κουλουριασμένος στα πόδια
μου, και κάθε τόσο σηκωνόταν, πλησίαζε την πόρτα και γύριζε να με κοιτάξει. Εγώ
πήγαινα να του ανοίξω: κι ο Φοίβος έβγαινε, γύριζε μετά από μια ώρα, μετά από
δυο ώρες, λαχανιασμένος, το τρίχωμά του λείο από τον άνεμο, τα μάτια λαμπικαρισμένα
από τον κρύο ήλιο του χειμώνα. Τη νύχτα, ανασήκωνε το κεφάλι του για ν’ ακούσει
τη φωνή του ποταμού, τη φωνή της βροχής πάνω στο ποτάμι. Κι εγώ, κάθε φορά που
ξυπνούσα, ένιωθα πάνω μου το θερμό κι ελαφρύ του βλέμμα, εκείνη τη ζωντανή και
τρυφερή παρουσία του μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, κι εκείνη τη θλίψη του, εκείνη
τη γεμάτη ερημιά προαίσθηση που είχε, του θανάτου.
Μια μέρα βγήκε και δεν ξαναγύρισε. Τον περίμενα μέχρι το
βράδυ, κι όταν νύχτωσε για τα καλά, αμολήθηκα στους δρόμους φωνάζοντας το όνομά
του. Γύρισα στο σπίτι αργά, ρίχτηκα στο κρεβάτι μου, με το πρόσωπο στραμμένο
στη μισάνοιχτη πόρτα. Κάθε τόσο άνοιγα το παράθυρο και φώναζα, ώρα πολλή, το
όνομά του. Σαν χάραξε έτρεξα και πάλι στους έρημους δρόμους, ανάμεσα στις
βουβές προσόψεις των σπιτιών που, κάτω από το χλωμό ουρανό, έμοιαζαν φτιαγμένες
από βρώμικο χαρτί.
Ο Μπρόκι μου
Ο δικός μου Φοίβος έφερε το όνομα Μπρόκι και είμασταν, για περισσότερο από έντεκα χρόνια, σχεδόν αχώριστοι. Άλλαζα δουλειές, άλλαζα παραστάσεις, άλλαζα εικόνες, άλλαζα βιβλία που διάβαζα, άλλαζα σκέψεις, άλλαζα σχέσεις με ανθρώπους και πράγματα, αλλά ο Μπρόκι ήταν πάντα στο σπίτι, στη δουλειά, στο παιγνίδι, στις φοβερές μας βόλτες. Ήταν πάντα εκεί, περίμενε ένα καλό φαγητό, λίγο φρέσκο και δροσερό νεράκι, μια γλυκιά αγκαλιά, μία βολτίτσα, ήταν πάντα εκεί και με περίμενε, πότε άγρυπνος φρουρός (δεν αγαπούσε καθόλου τις γάτες και τα ποντίκια όταν παραβίαζαν το χώρο του, βρισκόταν πάντοτε σε ετοιμότητα για θανάσιμο καυγά μαζί τους και εγώ πάντοτε σε ετοιμότητα για να αποτρέπω τα χειρότερα, επίσης αντιπαθούσε και τις κουκουβάγιες), πότε βυθισμένος στην αγκαλιά του Μορφέα, απολαμβάνοντας περιπέτειες γεμάτες δράση. Ποτέ δεν πείραξε άλλο σκύλο ή άνθρωπο, ήταν απίστευτα φιλικός, και όταν χρειαζόταν, αδιάφορος. Ο Μπρόκι δεν ήταν ιδιοκτησία μου, δεν ήταν το κατοικίδιό μου, ήταν αδερφός μου, (άλλωστε το όνομά του είχε τη ρίζα στη λέξη Brother- αδέρφι, και αποτελεί παραλλαγή της), πότε μικρότερος που τον μάθαινα πράγματα και τον προφύλασσα από τις κακοτοπιές ενός κόσμου που δεν εμπιστεύεται και δεν αγαπά πλάσματα σαν και του λόγου του, και πότε μεγαλύτερος, που όχι μόνο τρελαινόμουν να κάνω παρέα μαζί του, αλλά και με μυούσε όλα αυτά τα χρόνια σε μια σχέση, που ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να έχω πριν από αυτόν. Ο Μπρόκι ήταν φίλος μου, έγινε φίλος μου, όχι με την έννοια κάποιας συνάφειας ή οικειότητας που γίνονται πιο στενές εξαιτίας κάποιας βολικής περίστασης, αλλά μέσω ενός ιδιαίτερου δεσμού, στον οποίο, δύο εντελώς διαφορετικές ψυχές σμίγουν και συγχέονται με ένα ταίριασμα παράξενα ολοκληρωτικό όπου "η ραφή που τις ένωσε χάνεται και δεν ξαναβρίσκεται". Δεν κρύβω ότι υπήρχε ένα στοιχείο στο οποίο θα ήθελα να του έμοιαζα και πάντοτε θαύμαζα πάνω του : η απλότητα του. Ο Μπρόκι μου ήταν πανέμορφα απλός, ενίοτε πολύ οργισμένος, αλλά πάντοτε ορεξάτος και χαρούμενος. Ήταν πάντοτε η φωνή της εμπειρίας μια ζωής από την οποία έχει αποκλειστεί παντελώς η φανφάρα, και αυτό ήταν ανεκτίμητο για μένα.
Έφυγε από κοντά μου μια πολύ πολύ θερμή μέρα του περασμένου Ιούνη. Διακριτικά, χωρίς παράπονο, παλεύοντας μέχρι το τέλος. Το τελευταίο πράγμα που είπα στον Μπρόκι πριν φύγει, ήταν να πάρει ένα πολύ μεγάλο υπνάκο, να ξεκουραστεί λίγο, και μετά να ξεκινήσει καινούργιες φιλίες εκεί που πάει, να βρει τη Τζένη, τη Ρόξι, τον Σάρικ, την Μίνα, τον Φοίβο και όλη την παλιοπαρέα, να το ρίξουν στα τρεχαλητά, τα παιγνίδια και τα χάδια, και στον ελεύθερο χρόνο να ετοιμάζει χώρο για όλη την αγέλη, που θα πάει κάποια στιγμή κοντά του για το ατέλειωτο καλοκαίρι της Λεύκας. Τώρα ο ακριβός μου φίλος αναπαύεται σε μια γωνιά του κήπου που έζησε ανέμελα και χαρούμενα, κατά τη φορά της ανάμνησης. Ελπίζω πως για την ώρα δεν αισθάνεται φοβερή μοναξιά.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον μοναδικό μου Μπρόκι! Τον αγαπούσα γιατί ήταν εκείνος! Για μένα θα είναι πάντοτε κάτι πολύ δυνατό, πολύ παραπάνω από ανάμνηση!
Μ.Δ
Μπρόκι, 2008-2020 |