(30 Ιανουαρίου 1963 – 19 Ιουλίου 2020)
Με αφορμή τον αναπάντεχο φευγιό του αγαπημένου μας φίλου που πέρασε κάποια χρόνια της ζωής του στην Αμαλιάδα και όσοι τον γνώρισαν ξέρουν πως άφησε πίσω ιδιαίτερα ίχνη και αναμνήσεις, νιώθουμε την ανάγκη να δημοσιεύσουμε μια συνέντευξή του, όπως επίσης ελάχιστες κουβέντες ανθρώπων που τον αγαπούσαν...
Αντίο Θόδωρε...ο ποιητής πέθανε αλλά εμείς δεν μοιρολογούμε, επειδή μας έμαθε «να διαβάζουμε σαν ποίηση πράγματα που πριν δεν διαβάζονταν έτσι».
Παντού υπάρχουν χρώματα – αρώματα, ήχοι – στίχοι. Υπάρχουν παντού τοίχοι και τείχη, δεν υπάρχει όμως τύχη. Ολόγυρα καιροφυλακτούν μπάτσοι, μα όπως είπαν οι Μπρετόν-Σουπώ, εμάς «ο έρωτας μάς κάνει αόρατους». Ο έρωτας… Ο έρωτας σε όλες τις εκφάνσεις και εκφράσεις του: έρωτας για την ποίηση, έρωτας για τη μουσική, έρωτας για το κρασί, έρωτας για τη γυναίκα, έρωτας για τον άνδρα, έρωτας για τη ζωή. Παντού υπάρχει και φωλιάζει ο έρωτας. Κάποιοι ονειροπόλοι, προερχόμενοι απ’ το χτες, που δεν γνωρίζουν χρονικά δεσμά, (δεν γνωρίζουν γενικά από δεσμά), συνεχίζουν να ερωτεύονται. Δημιουργοί νέων κόσμων εντός του κόσμου, διαγράφουν τη δική τους τροχιά γύρω από τον ήλιο ενός ατέρμονου καλοκαιριού, που πολλές φορές, αυτοί οι ίδιοι είναι που αναρωτιούνται αν ποτέ θα τελειώσει. Ένας τέτοιος ονειροπόλος και ο Θεόδωρος Μπασιάκος. Ονειρεύεται και ζει, μεθάει, μα πάνω απ’ όλα, ερωτεύεται. Έρχεται απ’ το χτες, δεν ζει στο χτες. Γνωστός στα στέκια των ποιητών και ‘κείνων που αμφισβητούν την εικονική ειρήνη που σαν τα ηρεμιστικά χάπια κρατάει σε καταστολή τα ένστικτά μας. Ορθώνει το ανάστημά του δίχως να μεγαλοπιάνεται και να γίνεται σκλάβος ενός από τα μεγαλύτερα ελαττώματα που διέπουν τους κύκλους των ποιητών, το ελάττωμα της ματαιοδοξίας. (Δεν έχω κανέναν σκοπό να κάνω κάποια προσέγγιση θρησκευτικού περιεχομένου, έτσι, ονομάζω απλά ως ελάττωμα τη ματαιοδοξία κι όχι ως αμαρτία που δεν με απασχολεί ούτως ή άλλως ως έκφραση). Κυρίες και κύριοι, ο Γκανγκαν: