Η επιστήμη αυτοκτονεί όποτε υιοθετεί ένα δόγμα.

Thomas Huxley, 1825-1895, Βρετανός βιολόγος.

Το ανθρώπινο πόδι… ένα θαύμα της Μηχανικής.

Λεονάρντο Ντα Βίντσι, 1452-1519, Ιταλός σοφός.

Ο σκοπός της τέχνης είναι να δώσει στη ζωή σχήμα.

Γουίλιαμ Σαίξπηρ, 1564-1616, Άγγλος δραματουργός.

Pages

Tuesday, 3 July 2018

Με αφορμή τη γέννηση του Franz Kafka (3 Ιουλίου 1883)




"Γυρεύω πάντα να μεταδόσω το αμετάδοτο, να εξηγήσω το ανεξήγητο. Αυτή η επιδίωξη ανοίγει ένα δρόμο που βγάζει από το ανθρώπινο. Όλη η λογοτεχνία είναι μια έφοδος ενάντια στα όρια".


Μαγεμένος αλλά και ταυτόχρονα παθιασμένος από την Πράγα, αναζητώντας μια Γη της Επαγγελίας και εξόριστος στο Βερολίνο, δειλός αρραβωνιαστικός και αμετανόητος γόης, ολοκληρωμένος αθλητής, υποχόνδριος και χορτοφάγος, άθρησκος εβραίος, σοσιαλιστής και παθιασμένος με την κουλτούρα Γίντις (Yidish), πιστός σε στέρεες φιλίες και μοναχικός, ερωτευμένος με τη ζωή και στοιχειωμένος από τον θάνατο ο Φρανς Κάφκα (1883-1924) αποτέλεσε ένα μυστήριο για τον εαυτό του και τους άλλους.

O Φρανς Κάφκα (Franz Kafka, 3 Ιουλίου 1883 – 3 Ιουνίου 1924), ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες του 20ού αιώνα. Γερμανόφωνος και εβραϊκής καταγωγής, έζησε στη σημερινή Τσεχία και έγραψε όλα τα βιβλία του στη γερμανική γλώσσα. Τα χρόνια που ακολούθησαν το θάνατό του, εδραιώθηκε η θέση του στην παγκόσμια λογοτεχνία, χαρακτηρίστηκε ως ο σπουδαιότερος μοντερνιστής γερμανόφωνος πεζογράφος και το έργο του έχει αναλυθεί εκτενώς. Ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα του περιλαμβάνονται η νουβέλα Η Μεταμόρφωση (1915) και τα μυθιστορήματα Η Δίκη (1925), Ο Πύργος (1926) και Αμερική (1927).


Ο Κάφκα γεννήθηκε το 1883 στην Πράγα, που τότε αποτελούσε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και πρωτεύουσα της Βοημίας. Οι πρόγονοί του, υπήρξαν Εβραίοι της υπαίθρου (Dorfjuden), από την αγροτική ενδοχώρα της Βοημίας. Ο παππούς του, Γιάκομπ Κάφκα (1814-1889), ήταν κρεοπώλης και ο πατέρας του, Χέρμαν Κάφκα (1852-1931), τέταρτο παιδί του Γιάκομπ, εξελίχθηκε σε έναν αυτοδημιούργητο, εύπορο έμπορο υφασμάτων. Το οικογενειακό όνομα Κάφκα θα πρέπει να επιλέχθηκε από τους μακρινούς προγόνους τους, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν αναγκάστηκαν από τη νομοθεσία να εγκαταλείψουν τα εβραϊκά πατρώνυμά τους. Στα τσέχικα, το όνομα Κάφκα (kavka) σημαίνει την κάργια, που αποτέλεσε και το έμβλημα που χρησιμοποιούσε ο Χέρμαν Κάφκα στις επαγγελματικές του επιστολές. Ο ίδιος ο Φραντς Κάφκα, συνέταξε σε ηλικία τριάντα έξι ετών, μία επιστολή προς τον πατέρα του, όπου τον περιγράφει ως «ένα πραγματικό Κάφκα σε δυναμικότητα, υγεία, όρεξη, ένταση της φωνής, ομιλητικότητα, αυτοϊκανοποίηση, υπεροχή έναντι του κόσμου, επιμονή, ευστροφία, ανθρωπογνωσία, σε μια κάποια συγκεκριμένη γενναιοδωρία, με όλα επίσης φυσικά τα συνοδευτικά τούτων των προτερημάτων σφάλματα και αδυναμίες». Στην ίδια επιστολή, αναφέρεται επίσης στην αδιαφορία του πατέρα του και την ευθύνη του για την διαμόρφωση του χαρακτήρα.



Η μητέρα του, Γιούλιε Λαίβυ (Julie Löwy), προερχόταν από αστική οικογένεια, η οποία σύμφωνα με τον στενό φίλο και πρώτο βιογράφο του Κάφκα, Μαξ Μπροντ, χαρακτηριζόταν από «ονειροπόλα διάθεση και ροπή στην εκκεντρικότητα», στοιχεία που έρχονταν σε αντίθεση με την τραχύτητα και την αυστηρότητα του πατέρα του. Είχε επίσης τρεις αδελφές, Γκαμπριέλε, Βαλερί και Όττλα, οι οποίες δολοφονήθηκαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, καθώς και δύο νεότερους αδελφούς, Γκέοργκ και Χάινριχ, οι οποίοι όμως πέθαναν σε ηλικία δεκαπέντε και έξι μηνών αντίστοιχα. Οι σχέσεις του Κάφκα με το οικογενειακό του περιβάλλον δεν υπήρξαν απόλυτα αρμονικές, εν μέρει λόγω και της ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας του ίδιου: «Εγώ δεν μπορώ να ζω με ανθρώπους. Μισώ απεριόριστα όλους τους συγγενείς μου, όχι επειδή είναι συγγενείς μου, [..] αλλά απλώς επειδή είναι οι άνθρωποι που ζουν πλάι μου»

Μητρική γλώσσα του Κάφκα ήταν τα Γερμανικά, επίσημη γλώσσα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, τα οποία μιλούσαν και οι δύο γονείς του. Διέθετε παράλληλα ευχέρεια και στην τσεχική γλώσσα, αλλά προτιμούσε να γράφει στα Γερμανικά λόγω του ενδιαφέροντος που έδειχνε στη γερμανική κουλτούρα. Από το 1889 έως το 1893, φοίτησε στο γερμανικό δημοτικό σχολείο αρρένων (Deutsche Knabenschule), όπου υπήρξε επιμελής και υποδειγματικός μαθητής. Αργότερα, συνέχισε τις γυμνασιακές του σπουδές, στο Γερμανικό Γυμνάσιο (Altstädter Deutsches Gymnasium), το οποίο είχε παράδοση στην εκπαίδευση μελλοντικών κρατικών λειτουργών ή δικηγόρων και όπου ο Κάφκα διακρίθηκε και πάλι για την επιμέλειά του, πραγματοποιώντας παράλληλα λιγοστές φιλίες, όπως με τον φιλόσοφο Ούγκο Μπέργκμαν και τον ιστορικό της τέχνης Όσκαρ Πόλλακ. Τα προσωπικά ενδιαφέροντά του, ήταν κυρίως λογοτεχνικά, ενώ αντιμετώπιζε σημαντικές δυσκολίες στα μαθηματικά. Μετά το τρίτο έτος του γυμνασίου, το πρόγραμμα σπουδών του, ήταν αφιερωμένο στα αρχαία ελληνικά και στα λατινικά, αλλά παράλληλα, ήρθε σε επαφή και με το έργο Γερμανών κλασικών της λογοτεχνίας, όπως του Γκαίτε. 

Το Νοέμβριο του 1901, ξεκίνησε τις σπουδές του στο γερμανικό Πανεπιστήμιο του Καρόλου της Πράγας, ένα από τα αρχαιότερα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Αρχικά παρακολούθησε τις διαλέξεις στο Ινστιτούτο Χημείας, μαζί με τον Ούγκο Μπέργκμαν, ωστόσο μέσα σε διάστημα δύο εβδομάδων, συνειδητοποίησε πως δεν είχε τις ικανότητες για να ακολουθήσει τον κλάδο της χημείας και μετεγγράφηκε στη Νομική. Παράλληλα, παρακολουθούσε τις παραδόσεις γερμανικής λογοτεχνίας ενώ προσχώρησε και στην Αίθουσα Αναγνώσεων και Ομιλιών Γερμανών Φοιτητών (Lese und Redehalle der Deutschen Studenten), μία λέσχη φοιτητών που διοργάνωνε λογοτεχνικές εκδηλώσεις, αναγνώσεις και άλλες δραστηριότητες. Στο τέλος του πρώτου έτους σπουδών του, γνώρισε τον Μαξ Μπροντ, φοιτητή στο πανεπιστήμιο, ο οποίος έμελλε να γίνει ένας από τους στενότερους φίλους του Κάφκα μέχρι το τέλος της ζωής του. Την ίδια περίπου περίοδο, άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, εγκαταλείποντας την Πράγα, σκέψη που ωστόσο δεν υλοποίησε. Στο χρονικό διάστημα 1902-1904, τοποθετείται και το πρώτο πεζογράφημα του Κάφκα, το οποίο έχει διασωθεί, η Περιγραφή ενός Αγώνα. Τον Ιούλιο του 1904 διέμεινε στο σανατόριο που διηύθυνε ο Δρ. Σβάινμπουργκ, στην πόλη Τσουκμάντελ (Zuckmantel). Η υγεία του Κάφκα υπήρξε από τα παιδικά του χρόνια εύθραυστη και σε ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής του πραγματοποιούσε κατά διαστήματα θεραπείες σε σανατόρια. 

Αμέσως μετά την επιστροφή του στην Πράγα, διαγωνίστηκε σε τρεις τελικές προφορικές εξετάσεις, στη Νομική, με αντικείμενα το αυστριακό αστικό και ποινικό δίκαιο, το συνταγματικό, το ρωμαϊκό, το γερμανικό, το κανονικό καθώς και το διεθνές Δίκαιο. Κατάφερε να επιτύχει στις εξετάσεις, με την επίδοσή του να κρίνεται επαρκής από τους τρεις εκ των πέντε εξεταστών του, γεγονός που του επέτρεψε να αναγορευτεί διδάκτωρ της Νομικής. Τον Αύγουστο του 1906, επισκέφτηκε για δεύτερη φορά το σανατόριο και στη συνέχεια εργάστηκε ως ασκούμενος δικηγόρος στην Πράγα, για ένα χρόνο.






Την 1η Οκτωβρίου του 1907, ο Κάφκα ξεκίνησε να εργάζεται στην ιταλική ασφαλιστική εταιρεία Assicurazioni Generali. Η αλληλογραφία του, την επoχή εκείνη, μαρτυρά πως δεν ήταν ικανοποιημένος από το εργασιακό του περιβάλλον, καθώς το ωράριό του – από τις 8 π.μ έως τις 6 μ.μ – έκανε δύσκολη την αφοσίωσή του στο συγγραφικό έργο, περιορίζοντας παράλληλα την προσωπική του ζωή. Σύντομα ξεκίνησε προσπάθειες εύρεσης άλλης εργασίας και στις 15 Ιουλίου του 1908 εγκατέλειψε την εταιρεία, ενώ δύο εβδομάδες αργότερα προσελήφθη στην ημικρατική ασφαλιστική Arbeiter Unfall Versicherungs Anstalt (Ασφαλιστική Εταιρεία Εργατικών Ατυχημάτων), όπου θα παρέμενε μέχρι το 1922. Η εργασία του αφορούσε την πρόληψη βιομηχανικών ατυχημάτων και μεταξύ άλλων συνέτασσε έγγραφα σχετικά με την πολιτική της εταιρείας ή τη δημόσια εκπροσώπησή της, επιθεωρούσε εργοστάσια και αντιπροσώπευε την εταιρεία σε δικαστήρια. Αν και ο ίδιος ο Κάφκα ισχυριζόταν συχνά πως δεν ήταν καλός στη δουλειά του, οι αρκετές προαγωγές του αποδεικνύουν πως υπήρξε μάλλον ευσυνείδητος και εργατικός υπάλληλος στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του. Οι λιγότερες ώρες εργασίας – από τις 8 π.μ έως τις 2 μ.μ – του επέτρεπαν να ασχολείται περισσότερο με το λογοτεχνικό του έργο, ενώ στα τέλη του 1909 άρχισε να διατηρεί και προσωπικό ημερολόγιο, όπου κατέγραφε αποσπάσματα έργων του, αφορισμούς, σκέψεις του ή γεγονότα της ζωής του. 



Το 1911, ο γαμπρός του, Καρλ Χέρμαν, σύζυγος της αδελφής του Έλλι, πρότεινε στον Κάφκα να γίνει συνέταιρός του, στη λειτουργία ενός εργοστασίου αμιάντου, γνωστό με την επωνυμία Prager Asbestwerke Hermann & Co.. Ο Κάφκα έδειξε αρχικά θετική στάση, έχοντας πιθανόν την επιθυμία να αποδείξει στον πατέρα του πως θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις ενός τόσο σημαντικού εγχειρήματος και αφιερώνοντας πολύτιμο χρόνο σε αυτό, παράλληλα με την εργασία του στην ασφαλιστική εταιρεία. Την περίοδο αυτή, σημαντική αναψυχή στη ζωή του υπήρξε η ενασχόλησή του με το θέατρο. Η παρακολούθηση παραστάσεων ενός θιάσου από το Λέμπεργκ της Γαλικίας στα Γίντις (Jargontheater) στάθηκε η αφορμή για την ευαισθητοποίηση του Κάφκα γύρω από την εβραϊκή του καταγωγή και τον ιουδαϊσμό. 



Στις 14 Αυγούστου του 1912, καλεσμένος στο σπίτι του Μαξ Μπροντ, ο Κάφκα γνώρισε τη Φελίτσε Μπάουερ (Felice Bauer), η οποία εκείνη την εποχή εργαζόταν ως ιδιωτική υπάλληλος στο Βερολίνο. Σύμφωνα με τον Μπροντ, η Μπάουερ αποτελούσε μία ιδανική μορφή [Idealgestalt] για εκείνον, γεγονός που αναδεικνύεται και μέσα από την ογκώδη αλληλογραφία του μαζί της. Μετά από επτά μήνες επικοινωνίας μέσω επιστολών, ο Κάφκα συνάντησε για δεύτερη φορά την Μπάουερ στο Βερολίνο, ενώ στις 16 Ιουνίου του 1913, μέ ένα μακροσκελές γράμμα, της έκανε πρόταση γάμου, αν και η μέχρι τότε αλληλογραφία τους φανερώνει την μεγάλη διστακτικότητά του για ένα μελλοντικό γάμο. Ο Κάφκα ανακοίνωσε τον ανεπίσημο αρραβώνα του με τη Φελίτσε στη μητέρα του, στις 3 Ιουλίου, την ημέρα των τριακοστών γενεθλίων του. Το επόμενο διάστημα, η σχέση τους χαρακτηρίστηκε από διακυμάνσεις και αμοιβαία δυσπιστία απέναντι στο ενδεχόμενο του γάμου τους. Στις αρχές του 1914, η δυσπιστία αυτή υπήρξε εντονότερη από την πλευρά της Μπάουερ. Τελικά, τον Απρίλιο του 1914 έγινε η επίσημη αναγγελία των αρραβώνων τους, που ορίστηκαν για την 1η Ιουνίου, στο Βερολίνο.
Νωρίτερα, ο Κάφκα είχε αρχίσει να αλληλογραφεί με τη φίλη της Φελίτσε, Γκρέτε Μπλοκ, στην οποία εκμυστηρευόταν αρκετές από τις σκέψεις του γύρω από τη σχέση του με τη Φελίτσε και τον επικείμενο γάμο. Η αλληλογραφία αυτή, αποτέλεσε λίγο αργότερα την αιτία μίας σύγκρουσής του με τη Φελίτσε και της προσωρινής διάλυσης του αρραβώνα τους. Η περίοδος που ακολούθησε, υπήρξε αρκετά παραγωγική για τον Κάφκα. Το καλοκαίρι του 1914, σημείωσε σημαντική πρόοδο στη συγγραφή της Δίκης ενώ μέσα στους επόμενους μήνες ολοκλήρωσε και τα διηγήματα Σωφρονιστική Αποικία (In der Strafkolonie) και Προ του Νόμου (Vor dem Gesetz). Εκτιμάται πως οι τελευταίοι πέντε μήνες του έτους υπήρξαν η δεύτερη σημαντικότερη συγγραφική του περίοδος. Ο επόμενος χρόνος και οι αρχές του 1916, συνοδεύτηκαν από αρκετά προβλήματα στην υγεία του, με ισχυρούς πονοκεφάλους και αϋπνίες, που τον οδήγησαν και στην αίτηση παρατεταμένης άδειας από την ασφαλιστική εταιρεία για λόγους υγείας. Ειδικός νευρολόγος που επισκέφτηκε, έκανε διάγνωση για καρδιακή νεύρωση και του πρότεινε να ακολουθήσει ηλεκτροθεραπεία. Ο ίδιος ο Κάφκα μάλλον αγνόησε την ιατρική γνωμάτευση, έχοντας μία γενική αποστροφή στη συμβατική ιατρική και προτίμηση σε ολιστικές θεραπείες. 

Περίπου από τις αρχές του 1916, η σχέση του με τη Φελίτσε Μπάουερ είχε αρχίσει να αναθερμαίνεται, ενώ το χειμώνα ξεκίνησε να επεξεργάζεται μία σειρά από σημειωματάρια, τα οποία σήμερα είναι γνωστά ως Τα μπλε τετράδια. Μέρος των έργων που ολοκλήρωσε δημοσιεύτηκαν από τον Κουρτ Βολφ, ο οποίος εγκωμίασε το καινούριο λογοτεχνικό του έργο, στο σύνολό του. Τον Ιούλιο του 1917 επισημοποιήθηκε για δεύτερη φορά ο αρραβώνας του με τη Φελίτσε, ωστόσο τη νύχτα της 9ης Αυγούστου, ο Κάφκα παρουσίασε νέες επιπλοκές στην υγεία του, που οδήγησαν τελικά στην οριστική διάλυση της σχέσης τους. Τόσο ο γιατρός Δρ. Μύλστάιν, όσο και ο καθηγητής του Λαρυγγολογικού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου της Πράγας, Φρίντελ Πικ, διέγνωσαν κατάρρουν στις κορυφές των πνευμόνων του και συνέστησαν την παραμονή του στην εξοχή. Ο ίδιος ο Κάφκα ήταν – ορθώς – πεπεισμένος πως έπασχε από φυματίωση. Η απογοήτευση του Κάφκα για την κατάσταση της υγείας του – έκδηλη ήδη από τα νεανικά του χρόνια – αποτυπώνεται στα ημερολόγια του και την αλληλογραφία του με τη Φελίτσε. Έκανε προσπάθειες να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα αλλά η ασφαλιστική εταιρεία δεν το δέχτηκε. 

Την 1η Ιανουαρίου του 1920, ο Κάφκα προήχθη σε γραμματέα της ασφαλιστικής εταιρείας (επισήμως Anstaltsekretär), ωστόσο η κακή πορεία της υγείας του, τον οδήγησε στην απόφαση να πάρει μία αναρρωτική άδεια στα τέλη του επόμενου μήνα. Η άδειά του διήρκεσε περίπου δύο μήνες, διάστημα κατά το οποίο επισκέφτηκε το Μεράνο της Ιταλίας, όπου γνώρισε την Μίλενα Γέσενκα. Η αλληλογραφία του μαζί της, προσφέρεται για συγκρίσεις με εκείνη που είχε αναπτύξει με τη Φελίτσε, αν και είναι σημαντικά συντομότερη. Το γεγονός πως η Μίλενα ήταν παντρεμένη και δίσταζε να εγκαταλείψει το σύζυγό της για ένα νέο γάμο με τον Κάφκα, συντέλεσαν στη διάλυση της σχέσης τους, η οποία συντηρούνταν κυρίως μέ την αλληλογραφία.

Το Δεκέμβριο του 1920, εξασφάλισε εκ νέου τρίμηνη άδεια για λόγους υγείας, την οποία αξιοποίησε επισκεπτόμενος ένα σανατόριο στη Σλοβακία. Εκεί γνωρίστηκε και με τον Γκούσταβ Γιάνους, γιο ενός συναδέλφου του στην ασφαλιστική εταιρεία, ο οποίος είχε ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία και κατέγραψε τις συζητήσεις του με τον Κάφκα, εκδίδοντας πολύ αργότερα ένα βιβλίο με αυτές τις σημειώσεις. Κατόπιν παροτρύνσεων των γιατρών του, ο Κάφκα ζήτησε παράταση της άδειάς του, την οποία και εξασφάλισε παραμένοντας στο σανατόριο, συνολικά για οκτώ μήνες. Επέστρεψε στην Πράγα στα τέλη Αυγούστου του 1921, φιλοδοξώντας να συνεχίσει το συγγραφικό του έργο, το οποίο είχε εγκαταλείψει το προηγούμενο διάστημα. Τον Οκτώβριο, εγκρίθηκε μία νέα άδεια, τρίμηνης διάρκειας, ενώ την ίδια περίοδο είναι πιθανό πως ολοκλήρωσε το διήγημα Πρώτος πόνος, που θα δημοσιευόταν στην τελευταία του συλλογή Ένας καλλιτέχνης της Πείνας (Ein Hungerkünstler). Μέρος της άδειάς του, το πέρασε στο Σπίντελμύλε, στις αρχές του 1922, διάστημα στο οποίο τοποθετείται χρονικά και η έναρξη της συγγραφής του τελευταίου μυθιστορήματός του Ο Πύργος, έργο που τελικά εγκατέλειψε στα τέλη Αυγούστου του ίδιου έτους. 

Ο Κάφκα παρέτεινε εκ νέου την άδεια του, ωστόσο εξαιτίας της σταθερά κακής κατάστασης της υγείας του, αποφάσισε να υποβάλει τελικά αίτηση συνταξιοδότησης και να εγκατασταθεί στο σπίτι της αδελφής του Όττλα, στο χωριό Πλανά, 11 χιλιόμετρα νότια της Πράγας. Εκεί, έγραψε τους επόμενους τέσσερις μήνες, τα τελευταία κεφάλαια του ανολοκλήρωτου Πύργου. Στο μεγαλύτερο διάστημα του χειμώνα του 1922 και μέχρι την Άνοιξη του επόμενου έτους, ήταν άρρωστος και κλινήρης, χωρίς να είναι σε θέση να γράψει. Το καλοκαίρι του 1923, επισκέφτηκε το παραθαλάσσιο θέρετρο της Βαλτικής, Μύριτς (Mϋritz), όπου γνώρισε την Ντόρα Ντιάμαντ, σύντροφό του μέχρι το τέλος της ζωής του. Από το φθινόπωρο του 1923, έζησαν μαζί στο Βερολίνο, και τότε ολοκλήρωσε το διήγημα Το Κτίσμα. 

Η επιδείνωση της υγείας του, κατά την Άνοιξη του 1924, καθώς και οικονομικές δυσχέρειες, κατέστησαν αναγκαία την επιστροφή του στην Πράγα. Κατά τη διάρκεια του Πάσχα, ολοκλήρωσε το διήγημα Ζοζεφίνα η τραγουδίστρια ή Ο λαός των ποντικιών, που δημοσιεύτηκε στην Prager Presse, και εξασφάλισε έτσι ένα χρηματικό ποσό για την νοσηλεία του σε σανατόριο. Στις 10 Απριλίου, μεταφέρθηκε στην Πανεπιστημιακή Κλινική της Βιέννης και μία εβδομάδα αργότερα, σε σανατόριο του Κήρλινγκ (πόλη κοντά στη Βιέννη), όπου πέθανε στις 3 Ιουνίου. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Πράγα, όπου ενταφιάστηκε στις 11 Ιουνίου, στο Νέο Εβραϊκό Νεκροταφείο, με παρουσία περίπου εκατό ατόμων. 

Πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Κάφκα παρέστη σε αρκετές συνεδριάσεις του Κλουμπ Μλαντύτς, μιας τσεχικής αναρχικής, αντιμιλιταριστικής και αντι-κληρικής οργάνωσης. Ο Χούγκο Μπέργκμαν, ο οποίος πήγε στα ίδια δημοτικά και τα γυμνάσια με τον Κάφκα, αποβλήθηκε με τον Κάφκα κατά το τελευταίο ακαδημαϊκό έτος (1900-1901), διότι «ο Σοσιαλισμός [του Κάφκα] και ο Σιωνισμός μου ήταν πάρα πολύ έντονοι». «Ο Φραντς έγινε σοσιαλιστής, εγώ έγινα σιωνιστής το 1898. Η σύνθεση σιωνισμού και σοσιαλισμού δεν υπήρχε ακόμη». Ο Μπέργκαμ ισχυρίζεται ότι ο Κάφκα φορούσε ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο σχολείο για να δείξει την υποστήριξή του στο σοσιαλισμό. Σε μια καταχώριση ημερολογίου, ο Κάφκα ανέφερε τον επιδραστικό αναρχικό φιλόσοφο πρίγκιπα Πιοτρ Κροπότκιν: «μην ξεχνάτε τον Κροπότκιν!»

Ο παραμορφωτικός καθρέφτης μέσα από τον οποίο ο Κάφκα έβλεπε τον εαυτό του και το σύμπαν θα παραμείνει για πολλά χρόνια αόρατος στους πιο πολλούς. Απέραντες οι ερμηνείες και τα είδωλα, ελάχιστα ωστόσο τα βέβαια συμπεράσματα για τον συγγραφέα που πάντα ήξερε να κρύβεται και να ξεφεύγει. Για τους περισσότερους παραμένει μια σκιά κρυμμένη πίσω από το ρόπτρο, για τους πραγματικούς αναγνώστες όμως είναι ο τολμηρός συγγραφέας που σήκωσε το λογοτεχνικό του τσεκούρι για να συντρίψει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας. Είναι ο δηκτικός σατιρολόγος που αγάπησε ο Κούντερα και ο ευαίσθητος προφήτης που επικαλέστηκε ο Στάινερ για να περιγράψει τις μεγάλες «πηγές διανοητικής και αισθητικής ενέργειας», της εντοπισμένης στην καρδιά της Κεντρικής Ευρώπης. Μονίμως ανέστιος και ανίκανος να χωρέσει την ανεξάντλητη και οργιώδη φαντασία του στις πνευματικές μόδες της εποχής, ο Κάφκα έμεινε από νωρίς μακριά από την παρέα του περίφημου café «Continental» στην Πράγα, παρασυρμένος από πιο συμβολικά και παράφορα μονοπάτια: η εικονοπλαστική του δύναμη τον έκανε, για παράδειγμα, ό όχι μόνο να ανυψώσει τα ζώα σε σχέση με τους ανθρώπους για να απαντήσει στον ηθικό τους ξεπεσμό αλλά και να περιγράψει τις δικές του ψυχικές αντοχές μέσα από αντίστοιχες ζωικές αντιδράσεις – άλλοτε ως ένας επιβλητικός μαύρος πάνθηρας (Καλλιτέχνης της πείνας) και άλλοτε ως απεχθές ζωύφιο (Μεταμόρφωση). Προσφεύγοντας στο ζωικό βασίλειο πολύ πριν τον Τζορτζ Όργουελ ή τους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας, μας πρόσφερε μια σειρά από ονειρικά, δυστοπικά αφηγήματα, ακολουθώντας κατά γράμμα όσα ο Νίτσε υπαγόρευε στην ψυχή του: κατάφερε έτσι να συσχετίσει την κατάπτωση στις κοινωνικές σχέσεις με τη σήψη του δυτικού πολιτισμού. Αυτό είναι παραπάνω από εμφανές στη Σωφρονιστική Αποικία, όπου οι ανθρωπιστικές θεωρίες γρήγορα εξαντλούνται στον άδικο τρόπο απόδοσης και εκτέλεσης των ποινών. (Φραντς Κάφκα, Έρευνες ενός σκύλου, Μτφρ.: Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, Εκδόσεις Πατάκη, Σελ.: 304). Το σύστημα που «σύμφωνα με τις βαθύτερες αντιλήψεις σας το θεωρείτε ανθρώπινο, και μάλιστα ανταποκρινόμενο απόλυτα στην ανθρώπινη κατάσταση» υπάρχει, όπως και το περίφημο μηχάνημα που πρωταγωνιστεί στο διήγημα, αποκλειστικά για να τιμωρεί. Στην ιστορία αυτή ο απείθαρχος στρατιώτης που καταδικάζεται σε θάνατο βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα τεράστιο μηχάνημα για το οποίο υπεύθυνος είναι ένας αξιωματικός, έχοντας ως παρατηρητή σε όσα συμβαίνουν έναν ταξιδιώτη. Παρά τη διαφαινόμενη έκφραση δυσαρέσκειας του τελευταίου απέναντι στην άδικη ποινή και στα βασανιστήρια του άμοιρου στρατιώτη, τελικά προτιμά να παραμείνει ουδέτερος και να αναζητήσει καταφύγιο στη φυγή. Όλες αυτές οι παράμετροι των διαφορετικών αντιδράσεων και της ανάδειξης ενός υποτιθέμενου ανθρωπισμού που είτε υπάρχει για να εξοντώνει είτε παραμένει στα χαρτιά εξετάζονται αναλυτικά στα κατατοπιστικότατα κείμενα που συνοδεύουν τη φροντισμένη έκδοση Στη σωφρονιστική αποικία από την Κίχλη, σε μετάφραση Βασίλη Τσαλή και επιμέλεια επιμέτρου Γιώτας Κριτσέλη. Σύμφωνα με το επίμετρο που γράφει ο Ζimmermann εν προκειμένω: «Τίθεται σε δοκιμασία ο ανθρωπισμός του Ευρωπαίου ως συμβατική συμπεριφορά, η οποία λειτουργεί μεν ανάμεσα σε καλλιεργημένους ανθρώπους γύρω από ένα τραπέζι τσαγιού, όμως έξω από αυτούς τους πολιτισμένους κύκλους ακυρώνεται. Στη σωφρονιστική αποικία προσκρούει πάνω στα όρια του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος στα όρια αυτά μάλλον παρά στον πυρήνα του αποδεικνύεται εξαιρετικά εύθραυστος». Χαραγμένη επομένως με ακίδες πάνω στο σώμα του κατάδικου της Σωφρονιστικής Αποικίας, η άδικη ετυμηγορία ενός αδυσώπητου συστήματος φέρνει εύλογα στον νου τα ανεξίτηλα σημάδια που χαράζονται πάνω στο κοινωνικό σώμα της Ευρώπης του τότε αλλά και του σήμερα. Αδιανόητα μοντέρνος και αέναα επίκαιρος, ο Κάφκα κληροδότησε στους σημερινούς αναγνώστες τη χαμηλή του φωνή που σύντομα μετατράπηκε σε κραυγή απελπισίας για τον αδύναμο και τον καταφρονεμένο. Ίσως γι' αυτό να φάνηκε ότι δεν συμπορεύεται πάντα και απόλυτα με τους συγκαιρινούς του. Λαμβάνοντας για πάντα τον ρόλο του άγρυπνου παρατηρητή, δεν αφέθηκε ούτε στιγμή να «τον παρασύρουν τα άλογα εκεί κάτω, με τις άμαξές τους και τον θόρυβό τους» που θα τον οδηγούσαν «επιτέλους προς την ανθρώπινη συνύπαρξη», όπως γράφει με ειρωνική πικρία στο άκρως αυτοαναφορικό και πανέμορφο διήγημά του . Το παράθυρο στο σοκάκι που περιλαμβάνεται στη συλλογή με τον τίτλο Έρευνες ενός σκύλου και άλλα διηγήματα (από τις εκδόσεις Πατάκη). Εκτός από την εξαιρετικά ακριβή απόδοση, η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη έχει φροντίσει να συμπληρώσει την έκδοση με ένα κατατοπιστικότατο επίμετρο και έναν πρόλογο, όπου μας πληροφορεί ότι η μετάφρασή της βασίστηκε –επιτέλους!– στην πλήρη και μη λογοκριμένη από τον Μαξ Μπροντ έκδοση της Φρανκφούρτης. Εξού και η προφανέστατη ειρωνική διάθεση που διαφαίνεται σε φράσεις που εσκεμμένα παρέλειπε ο Μπροντ και διέπει τα περισσότερα από τα διηγήματα της συλλογής. Αυτή μάλλον έχει να κάνει με τη μετατροπή των ζώων σε υπόγειους κριτές των ανθρώπινων πράξεων, είτε πρόκειται για τη στρεβλή άποψη που έχουν για την τέχνη είτε για την παράλογη και εντελώς ανελεύθερη αντίληψή τους περί κοινωνικών σχέσεων. Τα ζώα υποκαθιστούν τους ανθρώπους, αποδίδοντας γλαφυρά το πλήρες μέγεθος της αποξένωσης του ανθρώπινου είδους από τη φύση του. Όπως ομολογεί ο πίθηκος στη σχετική του Αναφορά προς μια Ακαδημία: «Οι άνθρωποι εκείνοι δεν είχαν πάνω τους τίποτα που να με θέλγει ιδιαίτερα. Αν ήμουν οπαδός της προαναφερθείσας ελευθερίας, θα είχα προτιμήσει σίγουρα τη μεγάλη θάλασσα από τη διέξοδο που αντίκριζα στο θολό βλέμμα αυτών των ανθρώπων». Για παράδειγμα, οι εναέριοι σκύλοι από το διήγημα Έρευνες ενός σκύλου έχουν πολλές αναλογίες, αλλά και πάλι δεν μπορούν να φτάσουν, όσον αφορά τον παραλογισμό, τους «ανώτερους» ανθρώπους του πνεύματος, οι οποίοι: «Ασταμάτητα διηγούνται είτε τους φιλοσοφικούς στοχασμούς στους οποίους μπορούν να επιδίδονται διαρκώς, καθώς έχουν αποφύγει κάθε σωματική κόπωση, είτε τις παρατηρήσεις που κάνουν από την υπερυψωμένη τους θέση. Και παρά το γεγονός ότι, όπως είναι άλλωστε αναμενόμενο, δεν διακρίνονται ιδιαίτερα για την οξυδέρκειά τους και η φιλοσοφία τους είναι τόσο άχρηστη όσο και οι παρατηρήσεις τους και η επιστήμη δεν μπορεί να αξιοποιήσει τίποτε από αυτά, και ούτως ή άλλως δεν βασίζεται σε τόσο πενιχρές συνδρομές, παρ' όλα αυτά, αν ρωτήσει κανείς ποιο το όφελος των εναέριων σκύλων, θα πάρει επανειλημμένα την απάντηση ότι συνεισφέρουν πολλά στην επιστήμη». (Φραντς Κάφκα, Στη σωφρονιστική αποικία, Μτφρ.: Βασίλης Τσαλής, Εκδόσεις Κίχλη, Σελ.: 192). Ως γνωστόν, ο Κάφκα είδε με καχυποψία τα επιστημονικά επιτεύγματα της εποχής του, γνωρίζοντας, όπως ο αγαπημένος του μέντορας Καρλ Κράους, πως η επιστήμη και η τεχνολογία «φτιάχνουν πορτοφόλια από ανθρώπινο δέρμα». Ίσως νωρίτερα από κάθε λογοτέχνη, και επηρεασμένος σε μεγάλο βαθμό από τον Ντοστογιέφσκι, εντόπισε και κατέγραψε την παθογένεια που προκαλεί στον εσωτερικό κόσμο η φαινομενική πρόοδος. Σάμπως να έβλεπε το αυγό του φιδιού που είχε αρχίσει να επωάζεται από τότε, μετατρέποντας τον εαυτό του σε έναν παράδοξο προφήτη στο λυκόφως του δυτικού πολιτισμού. Γιατί μπορεί η αυτοσυνείδηση του σοφού να συνοδευόταν από γενναίες δόσεις ανασφάλειας και φόβου, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι ο ίδιος δεν τολμούσε να σηκώσει ψηλά, σαν παντιέρα, την πένα του, έχοντας ενδυθεί ψυχικά με μια απαράμιλλη συναίσθηση ευθύνης. Όπως γράφει στη μικρή και υπέροχη Νύχτα του: «Κι εσύ ξαγρυπνάς, είσαι ένας από τους φύλακες, βρίσκεις τον διπλανό σου κουνώντας ένα αναμμένο ξύλο από τον σωρό τα προσανάμματα κοντά σου. Γιατί ξαγρυπνάς; Ένας πρέπει να παραφυλά, έτσι λένε. Ένας πρέπει να είναι εκεί». Κι αυτός ήταν σίγουρα εκεί, περισσότερο από όλους. 

Ένα κλουβί βγήκε να ψάξει ένα πουλί…

Δεν είμαι τίποτε άλλο παρά λογοτεχνία…












Συγγραφικό έργο: Η πρώτη χρονολογία είναι του έτους συγγραφής των έργων, η δεύτερη του έτους έκδοσης.

1902: Der Unredliche in seinem Herzen, διήγημα (1958)
1904 – 1912: Betrachtung, συλλογή διηγημάτων (1912)
1904: Beschreibung eines Kampfes (Περιγραφή ενός αγώνα) (1909), διήγημα που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Hyperion” το ίδιο έτος
μτφ. Μαρία Μέντζου (εκδ. “Νεφέλη”, 1990)
1907: Hochzeitsvorbereitungen auf dem Lande, διήγημα (1958)
1909: Die Aeroplane in Brescia, από τις πρώτες περιγραφές αεροπλάνων, πρωτοδημοσιεύτηκε το ίδιο έτος στο περιοδικό “Bohemia”
1912: Amerika oder Der Verschollene (Αμερική ή Ο αγνοούμενος) (1927)
μτφ. Τέα Ανεμογιάννη (“Νέα Εστία” 1963 Β’ και εκδ. “Θεμέλιο”, 1987)
μτφ. Νίκος Ματσούκας (εκδ.”Γράμματα”, 1983)
μτφ. Βασίλης Τομανάς (εκδ. “Νησίδες”, 2016)
Ο νεαρός ήρωας του μυθιστορήματος στέλνεται στην Αμερική από τους γονείς του για να διακοπεί η ερωτική του σχέση με την υπηρέτρια του σπιτιού. Ο Καρλ Ρόσμαν, στη «χώρα των ευκαιριών», θα προσπαθήσει να δημιουργήσει τη ζωή του. Το πρώτο και το πιο αισιόδοξο βιβλίο του, ημιτελές πάντως.
1912: Die Verwandlung (Η Μεταμόρφωση) (1915)
μτφ. Βασίλης Τομανάς (εκδ. “Πασχάλη”, 1986)
μτφ. Χρυσάνθη Μιχαλοπούλου (εκδ. “Οξύ”, 2010)
Ο Γκρέγκορ Σάμσα, περιοδεύων πωλητής υφασμάτων, ανακαλύπτει έντρομος ένα πρωινό ότι είχε μεταμορφωθεί σε ένα γιγαντιαίο αποκρουστικό έντομο. Ένα σωρό προβλήματα ανακύπτουν από την καινούρια εμφάνισή του που τον οδηγούν σιγά – σιγά στην απάθεια και στην εκμηδένιση. [15]
1912: Das Urteil (Η κρίση), νουβέλα (1913)
μτφ. Κώστας Κουτσουρέλης, με τον τίτλο «Η ετυμηγορία» (εκδ. “Μελάνι”, 2014)
1913: Der Heizer (Ο θερμαστής), διήγημα που αποτελεί και το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος «Αμερική», (1927)
1914: Der Prozeß (Η Δίκη) (1925)
μτφ. Αλέξανδρος Κοτζιάς (εκδ. “Γαλαξίας”, 1961)
μτφ. Νίκος Βαμβαλής (εκδ. “Μπουκουμάνης”, 1971)
μτφ. Βασίλης Τομανάς (εκδ. “Νησίδες”, 2017)
Το μυθιστόρημα – από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας – παρακολουθεί την πορεία της ζωής του Γιόζεφ Κ. από το πρωινό που συλλαμβάνεται από δυο άντρες χωρίς λόγο και αιτία, μέχρι τη μέρα της εκτέλεσής του από άλλους δυο άγνωστους άντρες.
1914: In der Strafkolonie (Στη σωφρονιστική αποικία), νουβέλα (1919)
μτφ. Βασίλης Τσαλής (εκδ. “Κίχλη”, 2017)
1915: Blumfeld, ein älterer Junggeselle (Ο Μπλουμφελντ, ένας μεσήλικας εργένης) 1958, διήγημα
μτφ. Αλεξάνδρα Ρασιδάκη. Το διήγημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Διηγήματα και μικρά πεζά» (εκδ. “Ροές”, 2007)
1916 – 1917: Der Gruftwächter, θεατρικό έργο (1958)
1916: Auf der Galerie (Στο υπερώο) (1919), διήγημα
μτφ. Δημήτρης Δήμου (εκδ. “Νεφέλη”, 1987) [16]
1917: Der Schlag ans Hoftor (Το χτύπημα στην πύλη της έπαυλης) 1931, διήγημα
μτφ. Κυριάκος Χαλκόπουλος. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Ο νηστευτής και άλλα διηγήματα» (εκδ. “Αρχέτυπο”, 2017)
1917: Das Schweigen der Sirenen (Η σιωπή των σειρήνων) (1931), διήγημα
μτφ. Γιώργος Κώνστας (εκδ. “Ζαχαρόπουλος Σ.Ι.”, 1989)
1917-1918: Die Zürauer Aphorismen (Αφορισμοί) (1931), συλλογή μικρών κειμένων με σκέψεις του συγγραφέα
μτφ. Σπύρος Δοντάς (εκδ. “Στιγμή”, 2012)
1917: Die Brücke (Η γέφυρα), διήγημα (1931) (μτφ. Ιωάννης Κωνσταντάκης (εκδ. “Υψιλον”, 1992)
1917: Beim Bau der Chinesischen Mauer (Το Σινικό τείχος) (1931), διήγημα
μτφ. Μαρία Νεοφωτίστου (“Νέα Εστία”, 1975 Β’)
μτφ. Γιώργος Βάμβαλης (εκδ. “Επίκουρος”, 1981)
1917: Ein Landarzt (Ένας αγροτικός γιατρός), διήγημα που έδωσε και τον τίτλο στην ομώνυμη συλλογή (1919)
μτφ. Αλεξάνδρα Ρασιδάκη. Το διήγημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Έρευνες ενός σκύλου και άλλα διηγήματα» (εκδ. “Πατάκης”, 2016)
1917: Der Jäger Gracchus (Ο κυνηγός Γράκχος), διήγημα
μτφ. Σ.Ε.Χατζηδάκη (“Νέα Εστία”, 1975 Β’)
1920: Die Abweisung (Η απόρριψη) (1970), διήγημα
μτφ. Γιώργος Βάμβαλης (εκδ. “Επίκουρος”, 1971)
1922: Forschungen eines Hundes (Έρευνες ενός σκύλου), διήγημα (1931)
μτφ. Αλεξάνδρα Ρασιδάκη (εκδ. “Πατάκης”, 2016)
1922: Ein Hungerkünstler (Ένας πεινασμένος καλλιτέχνης), συλλογή διηγημάτων (1924)
μτφ. Κώστας Προκοπίου. Το διήγημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Ο καλλιτέχνης της πείνας και άλλα διηγήματα» (εκδ. “Γράμματα”, χ.χ.)
1922: Das Schloß (Ο πύργος), μυθιστόρημα (1926)
μτφ. Αλέξανδρος Κοτζιάς (εκδ. “Γαλαξίας”, 1964)
μτφ. Αγγελική Δέσπου (εκδ. “De Agostini”, 2000)
μτφ. Δημήτρης Δήμου (εκδ. “Ροές”, 2002)
μτφ. Βασίλης Τομανάς (εκδ. “Νησίδες”, 2016)
Η ζωή σε μια κοινωνία που βασιλεύει η γραφειοκρατία. Η ιστορία της άφιξης του Κ. στο χωριό που βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία του Πύργου, θεωρείται το αριστούργημα του Κάφκα. Η απομόνωση του Κ. και η αμηχανία του, η έντονη επιθυμία του να έχει την αποδοχή απατηλών και ανώνυμων δυνάμεων, συνοψίζουν την άποψη του Κάφκα για την αποξένωση και το άγχος που κυριαρχούν στον εικοστό αιώνα.
1923: Josefine, die Sängerin, oder Das Volk der Mäuse (Ζοζεφίνα, η τραγουδίστρια, ή Ο λαός των ποντικιών) 1924, διήγημα
μτφ. Δημήτρης Κωστελένος. Το διήγημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Η σωφρονιστική αποικία και άλλα διηγήματα» (εκδ. “Ελεύθερος Τύπος”, 1995)
1924: Eine kleine Frau (Μια κοντούλα γυναίκα) 1924, διήγημα
μτφ. Δημήτρης Κωστελένος. Το διήγημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Η σωφρονιστική αποικία και άλλα διηγήματα» (εκδ. “Ελεύθερος Τύπος”, 1995)
1924: Der Bau (Το κτίσμα), διήγημα
μτφ. Αλεξάνδρα Ρασιδάκη (εκδ. “Άγρα, Εργαστήριο Σχεδίων και Εικόνων σε Κρίση”, 2001)
ημερολόγια, επιστολές και άλλα έργα
1912-1917: Briefe an Felice (Γράμματα στη Φελίτσε) (1967), 717 επιστολές
μτφ. Στέλλα Κουνδουράκη (εκδ. “Γαβριηλίδης”, 2007)
1909 – 1924: Briefe an Ottla und die Familie (Γράμματα στην Ότλα και στην οικογένεια) (1974)
μτφ. Τέα Ανεμογιάννη (εκδ. “Κέδρος”, 1988)
1919: Brief an den Vater (Γράμμα στον Πατέρα) (1966)
μτφ. Αλέξανδρος Κυπριώτης- πρώτη ελληνική μετάφραση από το πρωτότυπο χειρόγραφο-(εκδ. “Ίνδικτος”, 2003)
1920 – 1923: Briefe an Milena (Γράμματα στη Μίλενα), (1952)
μτφ. Τέα Ανεμογιάννη (εκδ. “Κέδρος”, 1987)
1910 – 1923: Tagebücher 1910–1923 (Ημερολόγια 1910–1923) (1948)
Die acht Oktavhefte (Τα οκτώ μπλε τετράδια). Περιλαμβάνει αφορισμούς του Κάφκα καθώς και σκέψεις, σημειώσεις, ημερολογιακές καταχωρήσεις και συλλογισμούς, πρώτη έκδοση 1948
μτφ. Ερατώ Τριανταφυλλίδη, εκδ. “Αρχέτυπο”, 2013)
Parabeln und Paradoxe (Παραβολές και παράδοξα), συλλογή μικρών αφηγημάτων, μύθων και παραβολών, από τα έργα του, τα ημερολόγιά του και τις επιστολές του, που πρωτοεκδόθηκε το 1961
μτφ. Άλκηστις Κελεσίδη (εκδ. “Αρχέτυπο”, 2016)
Franz Kafka: The Office Writings, οι αναφορές και οι μελέτες που έγραψε ο Κάφκα στην εργασία του
Η πληγή και η λέξη, ποιήματα
ανθολόγηση, μετάφραση και επιμέλεια Νίκος Βουτυρόπουλος (εκδ. “Σαιξπηρικόν”, 2012)

πηγή: wikipedia, περιοδικό Ζενίθ, ιστότοπος lifo.gr (Τίνα Μανδηλαρά) 

Ο τάφος του Κάφκα στο Εβραϊκό νεκροταφείο της Πράγας