Ντάντη Σιδέρη-Σπεκ, Γράφοντας ποίηση μετά το Άουσβιτς
Με αφορμή την παγκόσμια μέρα ποίησης
Το τερατώδες στίγμα που ακούει στο όνομα Άουσβιτς, παραμένει κάτι το ασύλληπτο και κάτι που αποτελεί τέτοια τομή, ώστε να είναι σχεδόν αυτονόητο, να χρονολογούμε την ιστορία της ανθρωπότητας με γεγονότα που συνέβησαν προ και μετά το Άουσβιτς.
Γκύντερ Γκρας (1)
Το 1949 διατυπώνει ο φιλόσοφος Τέοντορ Αντόρνο, όταν επέστρεψε από τον εκπατρισμό του στο Παρίσι, την εξής πρόταση, που προκαλεί σάλο στους διανοούμενους της Γερμανίας. «Μετά το Άουσβιτς, είναι βαρβαρότητα να γράφει κανείς ποίηση». Πολλοί ποιητές ερμήνευσαν αυτή την πρόταση ως απαγόρευση της έκφρασης και αρκετοί ήταν πρόθυμοι να την ακολουθήσουν. Αυτό που έκφραζε η ρήση του Αντόρνο, ήταν βαθύς σκεπτικισμός – τι πρέπει ή τι μπορεί να σημαίνει η ποίηση μετά το Ολοκαύτωμα; Αυτή η απαγόρευση του Αντόρνο, να μην αναφέρονται τα απερίγραπτα μαρτύρια των Εβραίων από τους Ναζί ούτε σε ποιήματα, δημιουργεί ένα ταμπού ακριβώς εκεί που είναι αναγκαία όχι η σιωπή αλλά η έκφραση της ανείπωτης φρίκης. Ανάμεσα στις φοβερές απώλειες δεν χάθηκε κυρίως η γλώσσα. Όμως έπρεπε να περάσει μέσα από την αφωνία, να διαπεράσει τα «συμβάντα» για να βγει στην επιφάνεια εμπλουτισμένη απ’ αυτά, όπως αναφέρει ο Παούλ Τσέλαν στον λόγο του «Μεσημβρινός».
Η γλώσσα επέζησε του Άουσβιτς σε μερικά από τα πιο δυνατά κείμενα της ποίησης όπως η Φούγκα του θανάτου, κράτησε τη φωνή της, φωνή συχνά πνιγμένη στην αφωνία, προπαντός ως γλώσσα των θυμάτων. Οι επιζώντες δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να στερηθούν την έκφραση του πόνου και του πένθους γιατί πού αλλού θα έβρισκαν έναν τάφο οι νεκροί αν όχι στην ποίηση;
Έχει ενδιαφέρον να σταθούμε στους επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος Γερμανοεβραίους ποιητές. Στη Γερμανία, τη βυθισμένη στα συντρίμμια της ήττας της, στη Γερμανία που «δεν γνώριζε τίποτε» για τα τραγικά συμβάντα στον εβραϊκό πληθυσμό της, υπήρξαν δυστυχώς λίγοι, νέοι ποιητές, όπως ο Πέτερ Ρύμκοπφ, ο διανοητής και ποιητής Χ. Μ. Εντσενσμπέργκερ ή η στενή φίλη του Πάουλ Τσέλαν, Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, που είχαν συνειδητοποιήσει ότι ανήκαν στη μεριά των δολοφόνων και ότι η εντολή του Τέοντορ Αντόρνο θα μπορούσε να αντικρουστεί μόνο γράφοντας.
Στη δεκαετία του ’50, στη για δεύτερη φορά ηττημένη Γερμανία, η πλειονότητα του πληθυσμού, σχεδόν κάνει μια απώθηση των φοβερών καταστροφών που προκάλεσε το ναζιστικό καθεστώς. Όλοι ξαφνικά δεν ήξεραν τι συνέβαινε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης πλάι στη γειτονιά τους. Πολλοί μάλιστα Ναζί βρέθηκαν αργότερα σε πόστα της συντηρητικής κυβέρνησης του Κόνραντ Αντενάουερ.
Η Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν εξέφρασε την αντίθεσή της προς τον καθηγητή της, υποστηρικτή του ναζιστικού καθεστώτος, φιλόσοφο Μάρτιν Χάιντεγκερ. Το ποίημά της «Νωρίς το μεσημέρι» στέκει ισάξια πλάι στη «Φούγκα του θανάτου» του Πάουλ Τσέλαν όσον αφορά τη δύναμη έκφρασης των συμβάντων. Στις στροφές που ακολουθούν εκφράζει την αποσιώπηση των γεγονότων, την εγκαθίδρυση πολλών Ναζί στην κυβέρνηση μετά τον πόλεμο, στο σκοτάδι που έπεσε στη Γερμανία, όπου «το ανείπωτο βαδίζει, σιγανά ειπωμένο, πάνω από τη χώρα».
«Επτά χρόνια αργότερα / σου ‘ ρχεται πάλι στο νου, / στο πηγάδι μπρος στην Πύλη / μην κοιτάς μέσα βαθιά / τα μάτια θα γουρλώσεις απ’ την φρίκη!
«Επτά χρόνια αργότερα / σ* ένα σπίτι των νεκρών, /αδειάζουν οι δήμιοι του χτες / το χρυσό ποτήρι. / Τα μάτια σου καλά σφάλισέ τα».
Και το ποίημα τελειώνει: Εκεί που η γη της Γερμανίας τον ουρανό μαυρίζει, / λέξεις ζητά το σύννεφο και με σιωπή γεμίζει τον κρατήρα, / προτού τις ακούσει μες στις σταγόνες της βροχής το καλοκαίρι. /
Το ανείπωτο βαδίζει σιγανά ειπωμένο πάνω από τη χώρα: είναι πια μεσημέρι». (2)
Στην ποίηση της Μπάχμαν αγνοείται παντελώς η επεξεργασία της μνήμης του Ναζισμού κατά τη δεκαετία του ’50. Αντίθετα, εξαίρεται η «μυθολογική εκτός χρόνου αίσθηση του κόσμου» κι έτσι η ποίησή της απολιτικοποιείται. Και όμως τα ποιήματά της βρίθουν από εικόνες θανάτου της εποχής του πολέμου: «η θεότητά μας / η Ιστορία / έναν τάφο παράγγειλε για μας / απ’ όπου καμιά Ανάσταση δεν θα ‘ρθει» και αλλού: «η αγάπη έχει ένα θρίαμβο και ο θάνατος έχει ένα / ο χρόνος και ο χρόνος μετά / εμείς δεν έχουμε κανένα».
Οι δύο μεγάλοι Γερμανόφωνοι ποιητές Πάουλ Τσέλαν και Ίγνγκεμποργκ Μπάχμαν, οι οποίοι θεωρούνται μαζί με τους Μπρεχτ και Ρίλκε οι μεγαλύτεροι ποιητές της Γερμανίας του 20ού αιώνα, εξέφρασαν και με θεωρητικά κείμενα τον προβληματισμό τους για την ποιητική γλώσσα -η μεν Μπάχμαν στο Εισηγήσεις της Φρανκφούρτης ο δε Τσέλαν στον λόγο του Μεσημβρινός (3) που εκφώνησε το 1959 κατά την απονομή του λογοτεχνικού βραβείου Γκέοργκ Μπύχνερ- ανέτρεψαν πειστικά τη ρήση του Αντόρνο. Ο Τσέλαν με τη Φούγκα του θανάτου, η Μπάχμαν με το ποίημα Νωρίς το μεσημέρι αποσπάσματα. Ο Τσέλαν και η Μπάχμαν είχαν μία μοναδική διακειμενική σχέση που εστιάζει στη γλώσσα. Η Μπάχμαν γράφει για τα ποιήματα του Τσέλαν: «οι μεταφορές εξαφανίστηκαν, οι λέξεις απέβαλαν κασέ λυρικό περίβλημα».
Οι εμπειρίες του πολέμου λοιπόν απαιτούν μιαν άλλη γλώσσα. Αυτό το εκφράζει Θαυμάσια και ο Λιθουανός Εβραίος ποιητής Αβραάμ Σουτσκέβερ: «Να περπατάς πάνω σε λέξεις όπως σε ναρκοπέδιο: ένα άστοχο βήμα, μία λανθασμένη κίνηση, κι όλες οι λέξεις, που μια ζωή στις φλέβες σου σαν πέρλες τις περνούσες, δα γίνουνε με σένανε μαζί συντρίμμια».
Η ρήση του Βιττγκενστάιν ότι «χωρίς μια νέα γλώσσα δεν μπορεί να υπάρξει μια νέα πραγματικότητα» δικαιώνει τη διακαή αναζήτηση της νέας γλώσσας, το ερώτημα της δυνατότητας επιβίωσης του ποιητή, την ευθύνη του να μεταφέρει την πραγματικότητα στον ποιητικό λόγο.
Η τομή που επέφερε το Άουσβιτς στον πολιτισμό εκφράζεται στην αναζήτηση της νέας γλώσσας, που απασχολεί αυτούς τους ποιητές.
Το 1966 αναιρώντας τη ρήση του ο Αντόρνο γράφει: «ο πόνος έχει το ίδιο δικαίωμα να εκφραστεί, όπως αυτός που υποφέρει να κραυγάσει, γι’ αυτό είναι λάθος, ότι δεν πρέπει να γράφεται ποίηση μετά το Άουσβιτς».
Μια πλειάδα Εβραίων ποιητών της Γερμανίας και της Ανατολικής Ευρώπης, όπως ο Π. Τσέλαν, η Ρ. Αουσλέντερ, η Ν. Σακς, η Χ. Ντομίν, αναφέρω μόνον αυτούς που στη συνέχεια παραθέτουμε δειγματολογικά ποιήματα τους στη στήλη του περιοδικού «Ένεκεν» «Η τέχνη του λόγου», αντιμετωπίζουν μετά τον πόλεμο για καιρό τη γλώσσα των δημίων με αφωνία ή φυγή σε μιαν άλλη γλώσσα. Ο Τσέλαν γράφει στα γαλλικά, η Αουσλέντερ στα αγγλικά. Η βιωμένη αφωνία ως συνέπεια της εμπειρίας του θανάτου πρέπει να εκφραστεί στα ποιήματα. Στη βροχή από στάχτη / τα ίχνη από το όνομά σου / ήταν / μια τέλεια λέξη / η φωτιά / την κατάπιε.
Μόνον στην απόπειρα να εκφράσει τον θάνατο μέσω της γλώσσας βλέπει η Ρ. Αουσλέντερ τη δυνατότητα να τον κατανοήσει. Αυτή η αντιπαράθεση γίνεται με τη γλώσσα, ως το πιο ουσιώδες μέρος της ποιητικής ταυτότητας.
«Η γλώσσα ορίζει την πρόσβαση στην πραγματικότητα και μπορεί έτσι να προτείνει νέες πραγματικότητες» διατυπώνει ο Τσέλαν στον λόγο του Μεσημβρινός και έτσι «αναπτύσσεται η δημιουργική της δύναμη να κάνει έναν πιο πλήρη και ουσιαστικό κόσμο».
«Ό,τι μας συνέβη ήταν τόσο αδιανόητο, τόσο εφιαλτικό, ώστε στο σοκ που βιώσαμε κατακερματίστηκε η ποιητική έκφραση, η φόρμα» γράφει η Αουσλέντερ. «Η ομοιοκαταληξία, οι λυρικές λέξεις, οι λέξεις “άνθη” μαράθηκαν. Τα επίθετα, το μέτρο, αμφισβητήθηκαν. Το παλιό λεξιλόγιο έπρεπε να αλλαχτεί. Τα άστρα δεν μπόρεσα να τα απομακρύνω από την μεταπολεμική μου ποίηση —έλαμπαν τώρα σε άλλους συνδυασμούς».
Η Αουσλέντερ υλοποιεί την αλλαγή στη μορφή καταργώντας την ομοιοκαταληξία και το μέτρο αλλά δεν επιχειρεί μία διάλυση του νοήματος όπως ο Τσέλαν. Αντίθετα, προσπαθεί να ανοικοδομήσει το νόημα: «συμφιλιωμένη η γκέτο καρδιά μου / θέλει να μεταμορφωθεί / σε μια πιο φωτεινή δύναμη». Και η Νέλλη Σακς, η Γερμανοεβραία νομπελίστα δεν έχει στα ποιήματά της ούτε μία λέξη μίσους.
Η εμπειρία του θανάτου και της απώλειας της ποιητικής έκφρασης, φαίνεται ότι απαιτεί τη γέννηση της νέας λέξης. Η Αουσλέντερ γράφει τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής της κλινήρης στο γηροκομείο Ν. Σακς στην Κολωνία τα πιο δυνατά της ποιήματα που αναφέρονται στη λέξη: «Ζητώ / βρίσκω / τη λέξη που αναπνέει» που τη βοηθάει να εκφράσει τα νοήματα με μεγάλη ακρίβεια: «μιλώ για το κίτρινο άστρο / που πάνω του πεθαίναμε κάθε στιγμή /την εποχή της αγχόνης / δεν μιλώ για ρόδα» ή αλλού: «όταν ξυπνήσεις, καίγεται η πόλη / οι νεκροί είναι άγρυπνοι / και σε περιμένουν».
Το ίδιο εκφράζει και ο Λιθουανός ποιητής Α. Σούτογκεβερ τελειώνοντας το ποίημα Πράσινο ενυδρείο: «με το δωδέκατο χτύπημα θρύψαλα το ενυδρείο/πού είναι τα χείλη/που είναι η φωνή/και οι νεκροί/ οι νεκροί πέθαναν;»
Ο Τσέλαν αναφέρεται στα θύματα που «σκάβουν τάφους στους αιθέρες» expressis verbis, μόνο στο ποίημα του Φούγκα του θανάτου πράγμα που του καταλογίζει η Αουσλέντερ στο ποίημά της Πάουλ Τσέλαν: «σε ερμητική σιωπή / θαμμένη / η αιμορροούσα του λέξη». Η ποιήτρια δεν δέχεται τη σιωπή του ποιητή. Οι τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος πρέπει συνέχεια να ανακαλούνται στη μνήμη για να αποφευχθεί η ενοχή της λήθης. «Μην ξεχνάς να θυμάσαι» γράφει.
Το σύνδρομο της ενοχής των Εβραίων που επέζησαν, οι νεκροί, τα θύματα, είναι παρόντες στη ζωή τους, το ό,τι οι ίδιοι ζουν το βιώνουν ως ενοχή. Στην ποίησή τους, στη γλώσσα και μάλιστα στη γλώσσα των δημίων γίνεται, πραγματοποιείται ένας αγώνας για την αποφυγή της λήθης και ίσως αδέξια ειπωμένο κυρίως από τις ποιήτριες Ν. Σακς και Ρ. Αουσλέντερ κάποια συμφιλίωση. Αυτό το συνεχώς βιωμένο τραύμα ενοχής οδήγησε τον Π. Τσέλαν το 1970 στα παγωμένα νερά του Ση-κουάνα. Ήταν μόλις πενήντα χρόνων.
Ο συγγραφέας Peter Weiss περιγράφει αυτό το σύνδρομο ως εξής: «Πολλά χρόνια υπέφερα από φοβερές τύψεις, έπρεπε κι εγώ να ακολουθήσω το δρόμο που μου ήταν προορισμένος, ήμουν απέναντι στα εκατομμύρια θύματα, προδότης».
Ενδεικτικοί οι στίχοι της Ρ. Αουσλέντερ:
«νεκροί φίλοι / σε κατηγορούν/ εσύ επέζησες / τους θρηνείς / και κατόπιν γελάς / με άλλους φίλους / τα άνθη σου επάνω στους τάφους τους / δε συμφιλιώνουν / πενθείς το θάνατό τους / και γράφεις ποιήματα για τη ζωή».
Σημειώσεις:
1. Gunter Grass, Γράφοντας μετά το Άουσβιτς, μτφρ. Νίκη Eideneier, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2005.
2. Ingebor Bachamann, Να λέω λόγια σκοτεινά, μτφρ. Ντάντπ Σιδέρπ-Σπεκ, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2007.
3. Paul Celan, Μεσημβρινός, μτφρ. Γιώργος Σαγκριώτης, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2006.
*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ένεκεν», τεύχος 21, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2011, σελ. 117-121.