Ημέρες Μνήμης των εγκλημάτων του ναζισμού και των συνεργών τους οι μέρες του Γενάρη. Παρακάτω οι αναμνήσεις του Ελληνοεβραίου Μοσέ Αελιών από το Άουσβιτς. Επίσης δύο εικόνες με τα γεγονότα, και δύο φωτογραφίες, μία του Πολωνού καλλιτέχνη Mieczylaw Koscielniak που έχει τον τίτλο "Φιλία" και μιά για την απελευθέρωση του Άουσβιτς
Στις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης ιστορίας μας γύρισε ο Ελληνοεβραίος επιζών από τα ναζιστικά στρατόπεδα Μοσέ Αελιών. Στη θηριωδία μιας βιομηχανίας, όπου η πρώτη ύλη ήταν ο ίδιος ο άνθρωπος. Σε γεγονότα που ο νους δεν μπορεί να συλλάβει. Μουδιάζεις από την αλήθεια, συγκλονίζεσαι. «Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία. Κοπέλες του Άουσβιτς, του Νταχάου κοπέλες, μην είδατε την αγάπη μου;», ζωντάνεψαν οι στίχοι του Ιάκωβου Καμπανέλλη καθώς ο αφηγητής μας, μας γύριζε στο παρελθόν, στη στιγμή που ρωτούσε τον παλιό του συμμαθητή, ο οποίος βρέθηκε στο Μπίρκεναου: «Είδες τη μάνα μου; Είδες την αδελφή μου;».
Την επιστροφή του από την κόλαση περιέγραψε ο κ. Αελιών στην εκδήλωση «Η ελπίδα δεν πεθαίνει ούτε στο Άουσβιτς», που διοργάνωσαν το Πανεπιστήμιο Κύπρου σε συνεργασία με την Πρεσβεία του Ισραήλ για τη Διεθνή Ημέρα Μνήμης των Θυμάτων του Ολοκαυτώματος. Ο νεαρός τότε Μοσέ ξεγέλασε τον θάνατο και σήμερα γίνεται αιτία να μην ξεχάσουμε τούτη την πλευρά του ανθρώπου, τούτο το κτήνος που ζει ακόμη ανάμεσά μας.
Εκείνο το μακρύ ταξίδι προς τον θάνατο, ξεκινά για τον Μοσέ Αελιών και για την οικογένειά του από τη Θεσσαλονίκη, όπου και διέμεναν. Τον Ιούλιο του 1942, ζητείται από τους Εβραίους να συγκεντρωθούν στην πλατεία Ελευθερίας με πρόφαση να τους αναθέσουν καταναγκαστικά έργα. Έξι μήνες μετά, στην έναρξη του 1943, έφτασε στην πόλη μια ναζιστική επιτροπή. «Η επιτροπή αυτή είχε έρθει με σκοπό να εξοντώσει περίπου 56.000 Εβραίους από περιοχές της Βόρειας Ελλάδος. Σύντομα άρχισαν τα διατάγματα. Στην αρχή μας ανακοίνωσαν πως είμαστε υποχρεωμένοι να φοράμε το κίτρινο αστέρι. Έπειτα πως έπρεπε να σημαδέψουμε τα καταστήματα και τα σπίτια μας. Στη συνέχεια διέταξαν οι Εβραίοι μαθητές να πάψουν να πηγαίνουν σχολείο - τότε ήμουν στην έκτη Γυμνασίου και σταμάτησα να πηγαίνω. Μετά και από αυτό μας ενημέρωσαν πως δεν μπορούμε να κατοικούμε σε κάθε περιοχή της πόλης, αλλά σε κάποιες συγκεκριμένες. Όσοι δεν ζούσαν ήδη εκεί, ήταν αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους για να μετακομίσουν στο γκέτο – εμείς που ζούσαμε στο κέντρο της πόλης, δεν χρειάστηκε να αλλάξουμε σπίτι», περιέγραψε.
Μετά από όλα αυτά, τους παρουσίασαν πως ο κάθε Εβραίος πρόκειται να μεταφερθεί στην Πολωνία. «Μας φάνηκε πολύ κακό, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε», πρόσθεσε. Εκείνες τις μέρες ξεκίνησαν να αγοράζουν ρουχισμό για το κρύο του βορρά. Για το ταξίδι επιτρεπόταν να πάρουν λιγοστά πράγματα και φαγητό. Οι άνθρωποι που βρίσκονταν στα γκέτο κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό ξεκίνησαν να αναχωρούν. Το ημερολόγιο έδειχνε 15 Μαρτίου του 1943. «Καθώς οι Γερμανοί ήταν έξυπνοι, δύο- τρεις μέρες μετά από την αναχώρηση, άρχισαν να διαδίδουν πως έλαβαν γράμματα Εβραίων, οι οποίοι έγραφαν πως η ζωή ήταν ωραία και πως ζούσαν καλά. Εμείς δεν γνωρίζαμε αν αυτά ήταν αλήθεια, αλλά το πιστεύαμε».
Στριμωγμένοι σε ένα βαγόνι
Στις 5 Απρίλιου, δυσανασχετώντας η οικογένεια εγκαταστάθηκε σε ένα νέο σπίτι και την επόμενη μεταφέρθηκαν όλοι στον σταθμό: «Πιστεύαμε ότι κάμποσες μέρες θα ήταν δύσκολες και μετά θα φτάναμε στην Πολωνία και όλα θα γίνονταν καλύτερα. Το πιστεύαμε» συνέχισε να διηγείται. Όταν ξημέρωσε η 7η Απριλίου, ήρθε η σειρά τους να επιβιβαστούν. «Το βαγόνι ήταν ένας μακρόστενος θάλαμος με ένα μικρό παραθυράκι στη μια του πλευρά και ένα δεύτερο στην άλλη. Είχαν βάλει ένα κομμένο στη μέση βαρέλι, αυτό ήταν το αποχωρητήριο. Μέσα μπήκαμε 80 άτομα. Γέροι, νέοι, ασθενείς. Το τρένο ξεκίνησε. Δεν μπορούσες να κουνηθείς. Κάποιοι φώναζαν. Ήταν δύσκολο, αλλά ξέραμε ότι θα περάσει». Την έκτη μέρα τούς ενημέρωσαν πως τη νύχτα θα έχουν φτάσει στον προορισμό τους.
«Νομίζαμε ότι θα φτάσουμε στην Κρακοβία. Όταν φτάσαμε στον σταθμό και άνοιξαν οι πόρτες, είδαμε έναν μεγάλο χώρο. Για πρώτη φορά είδα τους ανθρώπους που φορούσαν τη στολή με τις ρίγες. Αναρωτιόμασταν αν φτάσαμε σε φυλακή. Ρωτούσαμε, όμως εκείνοι δεν απαντούσαν. Τα πράγματά μας έμειναν στο βαγόνι. Αφού κατεβήκαμε όλοι, μας διέταξαν να χωριστούμε σε τέσσερις ομάδες».
Όπως εξήγησε ο κ. Αελιών, τους ζήτησαν να μοιραστούν σε μια ομάδα γέρων και αγοριών, σε μια δεύτερη ανδρών οι οποίοι μπορούσαν να δουλέψουν, σε μια τρίτη γερόντων και γυναικών με παιδιά, και μια τέταρτη γυναικών χωρίς παιδιά οι οποίες μπορούσαν να δουλέψουν. «Εγώ ήμουν πλέον 18 ετών. Οι γυναίκες της οικογένειάς μου έμειναν μαζί. Τις έστειλαν στον θάνατο, αλλά τότε δεν το ξέραμε. Λίγο μετά ήμουν μπροστά σε μια πύλη: Η εργασία ελευθερώνει…».
Η ζωή πίσω από τις πύλες της κόλασης του Άουσβιτς
Πεζοί πέρασαν τις πύλες του Άουσβιτς και οδηγήθηκαν σε ένα κτήριο. Εκ των υστέρων γνωρίζουμε πως ήταν συνολικά 500 άνθρωποι. Σχηματίστηκε μια σειρά και ανά 15 με 20 άτομα έμπαιναν στον χώρο. «Στον πρώτο θάλαμο αφήναμε όσα ρούχα και κοσμήματα φορούσαμε. Σε έναν δεύτερο μας κούρευαν τα μαλλιά. Ακολουθούσε το μπάνιο και μετά η απολύμανση. Στο τέλος, μας έδωσαν τη ριγέ ενδυμασία και τον μπερέ. Αφού τελείωσε η διαδικασία κοιταχτήκαμε. Μέσα σε μισή ώρα ήμασταν άλλοι άνθρωποι. Φυλακισμένοι», περιέγραψε. Χρειάστηκε να τρέξουν μέχρι τους κοιτώνες. «Από τα κρεβάτια ακούγονταν ψίθυροι. Που είμαστε; Τι γίνεται; Καμιά απάντηση. Ήταν 13 Απριλίου όταν φτάσαμε. Παντού χιόνι. Την επόμενη μέρα απέκτησα τον αριθμό 114.923».
Την πρώτη Μαΐου του 1943, έστειλαν αρκετούς σε διαφορετικά στρατόπεδα «συγκέντρωσης ή εξόντωσης», όπως τα χαρακτήρισε. Εκείνος παρέμεινε στο Άουσβιτς, όπου τον έβαλαν σε μια ομάδα εργατών. Ο επικεφαλής τους, επιθεωρούσε την ταχύτητα με την οποία δούλευαν. «Οι δουλειές αυτές ήταν δύσκολες για εμένα, διότι μέχρι τότε το μόνο που κρατούσα στα χέρια μου ήταν το στυλό. Με έδερναν».
Ο Μοσέ Αελιών, κατά την παραμονή του στο στρατόπεδο παρουσίασε πύον στο κεφάλι. Χρειάστηκε να οδηγηθεί στο νοσοκομείο. Η περιγραφή του μας έκοψε την ανάσα: «Μου φόρεσαν φούστα, με μετέφεραν στο κρεβάτι και με έδεσαν. Σύντομα ξεκίνησε η εγχείρηση. Αρχικά μου έκοψαν το κρέας. Έπειτα με σμίλη και σφυρί άρχισαν να σπάνε το κρανίο μου. Κραύγαζα! Με έδεναν πιο σφιχτά». Τον άφησαν χωρίς νερό και φαγητό. Όταν συνήλθε μετά από μέρες, τον πλησίασε κάποιος ασθενής. Επικοινωνούσαν με χειρονομίες, μέχρι που ο άγνωστος του ζήτησε να του διδάξει τη νέα ελληνική. Μετά το πρώτο τους μάθημα, του έδωσε μέρος από ένα κομμάτι ψωμί. Τα μαθήματα συνεχίστηκαν για ενάμισι χρόνο. Με τον καιρό έμαθε πως ο άνδρας ήταν Πολωνός πολιτικός, χριστιανός στο θρήσκευμα.
Όπως μας περιέγραψε, δεν ήταν η τελευταία φορά που μπήκε σε νοσοκομείο. Ενώ πολύ περισσότερες ήταν και οι φορές που του άλλαξαν ομάδα εργασίας. Ωστόσο, μια νέα εμπειρία μελλόταν για τον νεαρό Μοσέ. Στις 21 Ιανουαρίου τους ζήτησαν να βγουν από το Άουσβιτς περπατώντας. Δεξιά τους και αριστερά τους περιφρουρούσαν στρατιώτες των Ες Ες. Περπάτησαν για ώρες. Όποιος έπεφτε ή έμενε πίσω τον εκτελούσαν. «Αυτές λέγονταν πορείες θανάτου. Η θερμοκρασία εκείνο το βράδυ ήταν -25 βαθμοί Κελσίου». Δεν άντεχε άλλο. Παράτολμα αποφάσισε να φύγει με ένα φορτηγό, δίχως να ξέρει αν αυτό θα τους οδηγούσε στο θάνατο. Τελικά βρέθηκε σε κάποιο σταθμό τρένου. 3.000 άνθρωποι ανέβηκαν δίχως τροφή και νερό σε ανοιχτά βαγόνια. Κάποιοι έτρωγαν χιόνι.
Το στρατόπεδο που τους υποδέχθηκε ήταν το Μαουτχάουζεν. Εκεί απέκτησε τον νέο του αριθμό, έγινε ο 116.505. Άλλαξε ξανά στρατόπεδο. Οι συνθήκες γίνονταν ολοένα και χειρότερες. Κατέληξε, παρά το κρύο, να κοιμάται σε σκηνές. Έγινε και εκείνος ένας ακόμη μουζελμάνος, «Έτσι έλεγαν τους κοκαλιάρηδες. Εγώ βέβαια είχα φουσκώσει. Τρώγαμε κάρβουνα. Ήταν γλυκά, αλλά σου δημιουργούσαν δυσκοιλιότητα».. Πηγή Ο Φιλελεύθερος
0 comments:
Post a Comment