Μαρξισμός, Φασισμός και Ολοκαύτωμα: Συνέντευξη του Έντσο Τραβέρσο με τον Γιώργο Σουβλή

Το πρωτότυπο κείμενο της αγγλικής συνέντευξης περιλαμβάνεται στον υπό έκδοση τόμο George Souvlis (ed.), Voices on the Left: Challenging the Capitalist Hegemony, εκδόσεις RedMarks, Απρίλιος 2019.
Η πρώτη σας έρευνα με τίτλο The Jewish Question, History of a Marxist Debate (νέα αγγλική έκδοση Leyden: Brill, 2018· πρωτότυπη γαλλική έκδοση: 1990) εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο οι μαρξιστές προσέγγισαν το εβραϊκό ζήτημα, όπως αναφέρει κι ο τίτλος, κατά το διάστημα 1843-1943. Ποια είναι τα όρια των μαρξιστών αυτής της περιόδου; Σχετίζονται τα όρια αυτά με την αδυναμία τους να κατανοήσουν με ικανοποιητικό τρόπο τα θρησκευτικά φαινόμενα στην ιστορία, και με τη δυσκολία τους να θεωρητικοποιήσουν το έθνος, λόγω της ντετερμινιστικής τους επιστημολογίας; Θα μπορούσατε να παρουσιάσετε σχηματικά τις βασικές γραμμές ενός αναλυτικού μαρξιστικού θεωρητικού πλαισίου που να μπορεί να εξηγεί τον ρόλο του έθνους στην δημιουργία ενός κοινωνικού σχηματισμού;

Πρώτα απ’ όλα, το βιβλίο αυτό συνιστά την ιστορία μιας διανοητικής συζήτησης που διήρκεσε παραπάνω από έναν αιώνα: η επιστημολογική της προκείμενη είναι η εμπειρία της συμβιωτικής συνύπαρξης μεταξύ μαρξισμού και Εβραίων και, ως εκ τούτου, αυτή η συζήτηση αφορά δύο ηπείρους στενά συναρθρωμένες. Από τη μία, οι Εβραίοι χάραξαν το διανοητικό προφίλ του μαρξισμού, και, από την άλλη, ο μαρξισμός εξελίχθηκε σε θεμελιώδες γνώρισμα της σύγχρονης εβραϊκής κουλτούρας. Ήταν αποτέλεσμα της διαδικασίας χειραφέτησης και εκκοσμίκευσης στην Ευρώπη καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Δεδομένου ότι ο αστικός κοσμοπολιτισμός κατέστρεφε τα εθνικά σύνορα και δημιουργούσε μία ενοποιημένη -σήμερα θα λέγαμε «παγκόσμια»- κοινωνία, ο μαρξιστικός διεθνισμός πάντοτε προσέγγιζε το «εθνικό ζήτημα» -και το «εβραϊκό ζήτημα»- ως μεταβατικό βήμα στην ιστορική εξέλιξη. Αυτό προσέφερε μια ικανοποιητική λύση στο δίλημμα των Εβραίων της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίοι είχαν αποκηρύξει την ιουδαϊκή θρησκεία, αλλά παρέμεναν στιγματισμένοι από τον αντισημιτισμό. O οικουμενικός χαρακτήρας του μαρξισμού τους επέτρεψε να αγωνιστούν ενάντια τόσο στην αστική κοινωνία όσο και τις θρησκευτικές προκαταλήψεις. Οι εβραϊκές τους ρίζες αποτέλεσαν ένα ισχυρό αντίδοτο κατά του εθνικισμού. Αλλά η μαρξιστική προσέγγιση στο εβραϊκό ζήτημα δεν ήταν μονολιθική· περιλάμβανε μια ποικιλία ρευμάτων, από τον ριζοσπαστικό διεθνισμό (Ρόζα Λούξεμπουργκ) ως την «πολιτιστική αυτονομία» (Βλάντιμιρ Μέντεμ) κι από τον μαρξιστικό σιωνισμό (Μπερ Μπορόκοφ) ως τον εβραϊκό μεσσιανισμό (Βάλτερ Μπένγιαμιν). Mε άλλα λόγια, ο μαρξισμός επέτρεψε στους Εβραίους να σκεφτούν έναν κόσμο χωρίς εθνικούς διαχωρισμούς, και, ταυτόχρονα, να σκεφτούν για τη δική τους «εθνική» χειραφέτηση. Η διαδικασία αυτή παρουσιάζει αναλογίες με την πρόσληψη του μαρξισμού στον αποικιακό κόσμο, όπου ο μαρξισμός έγινε σημαία τόσο της διεθνούς όσο και της εθνικής απελευθέρωσης.
Στην επόμενη μελέτη σας, με τίτλο The Jews and Germany: From the Judeo-German Symbiosis to the Memory of Auschwitz (Λίνκολν: Nebraska University Press, 1994· πρωτότυπη γαλλική έκδοση: 1992), υποστηρίζετε ότι η συνύπαρξη Γερμανών και Εβραίων ήταν απλώς ένα πολιτιστικά περιορισμένο φαινόμενο που δεν έλαβε ποτέ χώρα, επειδή οι Γερμανοί δεν σκόπευαν ποτέ να προχωρήσουν σε μια τέτοια σύνθεση. Θα μπορούσατε να μας εξηγήσετε τους λόγους για τους οποίους συνέβη αυτό, καθώς και να παρουσιάσετε το ευρύτερο ιστορικό του πλαίσιο; Επίσης, στο δεύτερο μέρος της έρευνάς σας υποστηρίζετε ότι οι Γερμανοί δεν έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν το ναζιστικό τους παρελθόν. Εικοσιτρία χρόνια μετά τη δημοσίευση της έρευνάς σας, πιστεύετε ότι η κατάσταση έχει αλλάξει προς το καλύτερο; Μπορείτε να εντοπίσετε οποιεσδήποτε σημαντικές μετατοπίσεις στον τρόπο που αντιμετωπίζει η εθνική μνήμη το ζήτημα σήμερα;

Ταυτόχρονα, η επανένωση αποτέλεσε τεράστια ανατροπή που μας επέτρεψε να προσεγγίσουμε το γερμανικό παρελθόν από μια ιστορική προοπτική και να διασαφηνίσουμε τα βασικά του χαρακτηριστικά. Η λεγόμενη «γερμανο-εβραϊκή συμβίωση» ήταν στην πραγματικότητα ένας εβραϊκός μονόλογος. Η αντίφαση αυτή αποτέλεσε μια από τις προϋποθέσεις της εξαιρετικής πνευματικής δημιουργικότητας που χαρακτήριζε τους Εβραίους της κεντρικής Ευρώπης, οι οποίοι πάντα σκέφτονταν και έγραφαν ως ξένοι. Ήταν οι πιο εξέχοντες εκπρόσωποι της κουλτούρας των εθνών, η οποία δεν τους αναγνώρισε ποτέ ως νόμιμα μέλη, αλλά τους αντιμετώπισε ως ξένο και επικίνδυνο σώμα. Η «γερμανο-εβραϊκή συμβίωση» αποτελεί αναδρομική κατασκευή: αφορά τη «σφαίρα της μνήμης» της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, έναν ανεξάντλητο θρήνο, το αποτέλεσμα του πένθους για ένα κατεστραμμένο γερμανο-εβραϊκό παρελθόν. H λατρεία, κυριολεκτικά, αυτού του εξαφανισμένου παρελθόντος –τα γερμανικά πολιτιστικά αρχεία που πληρώνουν αστρονομικά ποσά, προκειμένου να αποκτήσουν τα χειρόγραφα του Κάφκα ή άλλων Εβραίων συγγραφέων– συνιστά την έκφραση αυτού του πένθους, καθώς και μια συμβολική αποζημίωση.
H μελέτη σας με τίτλο L’ Histoire déchirée, essai sur Auschwitz et les intellectuels (Παρίσι: Editions du Cerf, 1997), εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους πολλοί Εβραίοι διανοούμενοι που επιβίωσαν από το Ολοκαύτωμα ερμήνευσαν την εμπειρία του Άουσβιτς κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Ποιοι ήταν οι κύριοι περιορισμοί τους και οι θέσεις τους όσον αφορά την κατανόηση του φαινομένου αυτού μόλις μια δεκαετία μετά την εμφάνισή του; Eάν υπήρξε, ποια ήταν η συμβολή τους στη διαμόρφωση της εθνικής μνήμης για το Ολοκαύτωμα στη Γερμανία;

Η επόμενη μεγάλη έρευνα που δημοσιεύσατε είχε τίτλο Le Totalitarisme: Le XXe siècle en débat (Παρίσι: Seuil, 2001) και αποτελεί μια διανοητική ιστορία της συζήτησης περί ολοκληρωτισμού. Θα μπορούσατε να μας μιλήσετε για τις καταβολές αυτής της διαμάχης και για τις κομβικές μετατοπίσεις που έχετε εντοπίσει με το πέρασμα του χρόνου αναφορικά με την έννοια του ολοκληρωτισμού; Θα μπορούσαμε να εξισώσουμε την Σοβιετική Ένωση με τον ναζισμό τόσο με αναλυτικούς όσο και με πολιτικούς όρους; Έχει κάποια αναλυτική αξία η έννοια ή αποτελεί απλώς ιδεολογική κατασκευή με στόχο να απονομιμοποιήσει οποιαδήποτε μη-φιλελεύθερη εναλλακτική;

Το βιβλίο μου ανέλαβε μία διττή πρόκληση. Από τη μια, προσπάθησε να απομυστικοποιήσει μια ισχυρή μιντιακή εκστρατεία, καταδεικνύοντας την απολογητική της πρόθεση: η κριτική του ολοκληρωτισμού αποτέλεσε εργαλείο νομιμοποίησης του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος που είχε εγκαθιδρυθεί μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Από την άλλη, επιχείρησε να αποκαλύψει την πολυπλοκότητα μιας φιλοσοφικής και θεωρητικής συζήτησης η οποία δεν μπορούσε να αναχθεί στους ιδεολογικούς στόχους του φιλελευθερισμού (η οποία έχει επιδείξει ανοσία τόσο απέναντι στον φασισμό όσο και απέναντι στον κομμουνισμό). Ο εικοστός αιώνας βίωσε με τον φασισμό και τον σταλινισμό νέες μορφές απόλυτης εξουσίας, όπου και οι δύο σχετίζονται με την εσωτερική λογική του δυτικού πολιτισμού. Η Χάνα Άρεντ ερμήνευσε τον ολοκληρωτισμό ως μια μοναδική μορφή συμβιωτικής σχέσης μεταξύ ιδεολογίας και τρόμου, που στόχευε στην καταστροφή της πολιτικής καθεατής, δηλαδή στην καταστροφή κάθε μορφής διάδρασης ανάμεσα σε διαφορετικά υποκείμενα εντός της δημόσιας σφαίρας. Υπάρχει επίσης μια μαρξιστική κριτική του ολοκληρωτισμού -σκεφτείτε τον Τρότσκι, τον Μαρκούζε, τον Kαστοριάδη- που συνιστά ριζοσπιαστική κριτική της ολοκληρωτικής κυριαρχίας: o oλοκληρωτισμός ως καθολική πραγμοποίηση κι ο μετασχηματισμός της εργαλειακής ορθολογικότητας σε κοινωνικό και πολιτικό ανορθολογισμό. Φυσικά, αυτή η κριτική του ολοκληρωτισμού δεν έχει καμία σχέση με την υπεράσπιση του κλασικού φιλελευθερισμού και την εξίσωση στην οποία προβαίνει, όπου κομμουνισμός=φασισμός=ολοκληρωτισμός.
Ένα από τα συμπεράσματα μου είναι ότι, παρά την συνάφειά του στο πλαίσιο της πολιτικής θεωρίας, οπού μπορεί να εκπληρώσει έναν κριτικό σκοπό, ο όρος είναι σχεδόν άχρηστος όσον αφορά την ερμηνεία του φασισμού και του κομμουνισμού. Μπορούμε να ανιχνεύσουμε κάποιες επιφανειακές αναλογίες μεταξύ τους, αλλά παραμένουν δύο διαμετρικά αντιθετικά πολιτικά φαινόμενα, τόσο όσον αφορά τις καταβολές τους, όσο και ως προς το κοινωνικό και ιδεολογικό τους περιεχόμενο. Ακόμη και η βία που παρήγαγαν ήταν πολύ διαφορετική, ενώ η έννοια του ολοκληρωτισμού κυρίως κρύβει τις διαφορές τους.
Στη μελέτη σας με τίτλο Οι ρίζες της Ναζιστικής Βίας: Μία Ευρωπαϊκή Γενεαλογία (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2013), επιχειρηματολογείτε ότι η μοναδικότητα του ναζισμού έγκειται στο τρομακτικό κράμα πολλών μορφών βίας, εμφανώς δυτικού χαρακτήρα. Ποιες ήταν αυτές οι μορφές;

Υπό το φως αυτού που αποκαλείτε The End of Jewish Modernity (Λονδίνο: Pluto Press, 2016), τι έχει συμβεί στην άλλη μεριά του διάσημου δίπολου, την Ελλάδα; Από τον 18ο αιώνα, σημαντικοί διανοούμενοι, από τους Γερμανούς ρομαντικούς έως και τους αποδομιστές, έχουν πραγματευτεί τη νεωτερικότητα με όρους τύπου: εβραϊσμός εναντίον ελληνισμού, Ιερουσαλήμ εναντίον Αθήνας, το μεσσιανικό εναντίον του μυθικού, ο Αβραάμ εναντίον του Αγαμέμνονα κ.ο.κ. Εάν η εβραϊκή νεωτερικότητα, όπως υποστηρίζετε, έχει παρέλθει, τι έχει συμβεί με το ελληνικό της ταίρι τις τελευταίες δεκαετίες;

Κατά την γνώμη μου, το τέλος της εβραϊκής νεωτερικότητας σημαίνει ότι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τη σταδιακή εξασθένηση του αντισημιτισμού στις δυτικές κοινωνίες και τη γέννηση του Ισραήλ, οι Εβραίοι έχουν εξαντλήσει τον ιστορικό τους ρόλο ως κριτική συνείδηση της δυτικής κουλτούρας, ως ανατρεπτικό υποκείμενο το οποίο «αποδόμησε» και έθεσε υπό αμφισβήτηση τη δυτική κουλτούρα από τα μέσα, δρώντας ως ένα από τα συστατικά και ταυτόχρονα διασπαστικά της χαρακτηριστικά. Αυτή η μετάβαση ενσαρκώνεται συμβολικά από δύο διαμετρικά αντιθετικές φιγούρες που κυριαρχούν στον εβραϊκό κόσμο κατά το πρώτο και το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα: τoν Λέοντα Τρότσκι, τον περιφερόμενο Εβραίο της παγκόσμιας επανάστασης, και τον Χένρι Κίσινγκερ, τον σχεδιαστή στρατηγικής του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Προφανώς, αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι Εβραίοι έχουν γίνει συντηρητικοί ή αντιδραστικοί: ευτυχώς, η εβραϊκή παράδοση της κριτικής σκέψης είναι ακόμα ζωντανή και παράγει καρποφόρα αποτελέσματα. Ωστόσο, οι συνθήκες για την έκρηξη της διανοητικής δημιουργικότητας που έλαβαν χώρα στη στροφή του 20ού αιώνα δεν υπάρχουν πλέον.
Στη μελέτη σας με τίτλο Δια Πυρός και Σιδήρου: Περί του Ευρωπαϊκού Εμφυλίου Πολέμου 1914-1945 (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2013) ασκείτε κριτική στη δυτική ιστοριογραφία μέσω αναλυτικών εργαλείων που αντλούνται από τον δυτικό ιστορικό κανόνα. Ποια είναι η γνώμη σας γι’ αυτό το παράδοξο, καθώς και για το ευρύτερο ζήτημα της χρήσης καθολικών κατηγοριών στην κριτική του φιλελευθερισμού; Είναι επαρκείς; Μπορούμε να ανανεώσουμε το αναλυτικό μας ρεπερτόριο χρησιμοποιώντας μη δυτικές έννοιες, κι αν ναι πώς;

Θα πρέπει η αριστερά να θρηνεί τις ήττες της; Θα πρέπει επίσης -συμπληρωματικά σε αυτή την διαδικασία- να κινητοποιεί πηγές και μνήμες για τις παρελθοντικές νίκες της, όπως για τον αντιφασιστικό αγώνα -τόσο σε πολιτικό όσο και σε διανοητικό επίπεδο- όπως έκαναν, για παράδειγμα, οι Βρετανοί μαρξιστές ιστορικοί για τη συγγραφή των σημαντικότερων έργων τους (Ε.Π. Τόμσον και Έρικ Χομπσμπάουμ);

Η αριστερή μελαγχολία δεν συνεπάγεται νοσταλγική παραίτηση, παθητικότητα ή ανικανότητα. Κατά τη γνώμη μου, ανήκει σε μια «συναισθηματική δομή» της αριστεράς – δανείζομαι αυτή την έννοια από τον Ρέιμοντ Ουίλιαμς (Raymond Williams)- που πάντοτε στοίχειωνε την ιστορία της, από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά. Το να αλλάξει κανείς τον κόσμο δεν απαιτεί μόνο στρατηγικά σχέδια, πολύτιμες διαγνώσεις του συσχετισμού δύναμης, αποτελεσματικά αιτήματα και ισχυρές οργανώσεις. Χρειάζεται επίσης μία διαδικασία ανθρώπινης χειραφέτησης, η οποία να κινητοποιεί δυνατά συναισθήματα, προσδοκίες και ελπίδες. Η μελαγχολία είναι ένα από αυτά τα συναισθήματα. Μετά από κάθε ιστορική ήττα, φορτίζει με αναμνήσεις τη διαδικασία πένθους και την οικοδόμηση μιας νέας προοπτικής. Με άλλα λόγια, η αριστερή μελαγχολία μπορεί να αποτελέσει σύνδεσμο μεταξύ του παρελθόντος και του μέλλοντος. Δεν είμαι βέβαιος ότι η οπτική μου για την αριστερή μελαγχολία είναι συναφής με την ευαισθησία του Χομπσμπάουμ, η οποία είναι γεμάτη παραίτηση, όπως εκφράζεται στην αυτοβιογραφία του με τίτλο Συναρπαστικά χρόνια. Όσο για τον Ε.Π. Τόμσον, θα μιλούσα περισσότερο για ρομαντικό παρά για μελαγχολικό μαρξισμό (σκεφτείτε τη βιογραφία του για τον Ουίλιαμ Μόρις). Στο βιβλίο μου, τα πιο σχετικά παραδείγματα μελαγχολικής ριζοσπαστικής σκέψης είναι ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ.
Ας προχωρήσουμε όμως στον σύγχρονο φιλελευθερισμό. Στις μέρες μας, η ανάδυση ξενοφοβικών ακροδεξιών κινημάτων αποτελεί κοινό πολιτικό παρανομαστή σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Ταυτόχρονα, ο Ταρίκ Αλί και άλλοι έχουν επισημάνει την ανάδυση ενός «ακραίου κέντρου», καθώς η κεντροαριστερά και τα φιλελεύθερα κόμματα ενστερνίζονται ολοένα περισσότερο ακροδεξιές πολιτικές. Νομιμοποιούμαστε ακόμα να μιλάμε για «πολιτικό φιλελευθερισμό» ή χρειαζόμαστε νέες αναλυτικές κατηγορίες για να συλλάβουμε αυτούς τους μετασχηματισμούς;
H ευρωπαϊκή τραγωδία έγκειται στο γεγονός ότι η άνοδος αυτών των αντιδραστικών και εθνικιστικών «ευρωφοβικών»κινημάτων αποτελεί προϊόν των πολιτικών που εφάρμοσε επί είκοσι χρόνια η ίδια η Κομισιόν. Η ΕΕ έχει καταστεί όργανο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού που επιβάλλει τους κανόνες της -εννοώ μία νομική δομή καταναγκαστικού χαρακτήρα, η οποία αποτελείται από νόμους που κάποιες φορές ενσωματώνονται στα Συντάγματα- σε όλες τις κυβερνήσεις της. Μετά από δύο προέδρους της Κομισιόν όπως ο Μπαρόζο (ο οποίος σήμερα είναι σύμβουλος της Goldman Sachs) και ο Γιούνκερ (o πρώην ηγέτης ενός φορολογικού παραδείσου όπως είναι το Λουξεμβούργο)· μετά την ελληνική κρίση του 2015 και μετά από δέκα χρόνια πολιτικών λιτότητας σε ολόκληρη την ήπειρο, η ανάδειξη δεξιών λαϊκιστών ηγετών όπως ο Ματέο Σαλβίνι και ο Βίκτορ Ορμπάν δεν προκαλεί έκπληξη. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να αγωνιστούμε αποτελεσματικά κατά του μεταφασισμού ενώ υπερασπιζόμαστε την ΕΕ· μόνο αλλάζοντας την ΕΕ μπορούμε να νικήσουμε τον εθνικισμό και τον δεξιό λαϊκισμό.
Θα μπορούσατε να μας πείτε με ποιους τρόπους πιστεύετε ότι μπορούμε να καταπιαστούμε με το Ολοκαύτωμα και τον αντισημιτισμό με παραγωγικό και στρατηγικό τρόπο, δεδομένου ότι μονοπωλείται από το κράτος του Ισραήλ και την ευρωπαϊκή κεντροδεξιά;
Πιστεύω ότι η ισλαμοφοβία έχει αντικαταστήσει τον αντισημιτισμό στην πολιτική κουλτούρα και την ιδεολογία του μεταφασισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχει εξαφανιστεί ο αντισημιτισμός -σκεφτείτε το πρόσφατο αιματοκύλισμα στο Πίτσμπεργκ ή τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Γαλλία πριν από μερικά χρόνια- ούτε σημαίνει ότι το σύγχρονο κύμα ισλαμοφοβίας προετοιμάζει νέες γενοκτονίες. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνει τον εαυτό της και το Ισλάμ τον 21ο αιώνα σίγουρα δεν μπορεί να συγκριθεί με μια μικρή μειοψηφία όπως αυτή των Εβραίων στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Ωστόσο, η μεταφασιστική προπαγάνδα έχει καταστήσει τους Μουσουλμάνους αποδιοπομπαίους τράγους των δυτικών φαντασιώσεων, φόβων και ψυχώσεων. Στοιχειώνουν τις τρέχουσες ξενοφοβικές παρορμήσεις, ενώ ο αντισημιτισμός βρίσκεται σε ύφεση στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες. Επιπλέον, οι περισσότεροι από τους εθνικιστές ηγέτες διατηρούν καλές σχέσεις με τον Νετανιάχου και με την τωρινή ισραηλινή κυβέρνηση. Κάποια μεταξύ των περισσότερο αντισημιτικών ρευμάτων της δυτικής συντηρητικής κουλτούρας -όπως οι χριστιανοί φονταμενταλιστές- έχουν μετατραπεί στους πιο ενθουσιώδεις υποστηρικτές του Ισραήλ.
Μία χρήσιμη και αποτελεσματική πολιτική μνήμης οφείλει να εγγράφει την κληρονομιά του Ολοκαυτώματος εντός αυτού του νέου πλαισίου: αντί να νομιμοποιεί τις ισραηλινές αποικιοκρατικές και κατοχικές πολιτικές, θα έπρεπε η κληρονομιά αυτή να χρησιμοποιείται ως μοχλός εναντίον των σύγχρονων μορφών ξενοφοβίας, ρατσισμού και διακρίσεων.
Μετάφραση από τα αγγλικά: Ισμήνη ΜαθιουδάκηΕπιμέλεια κειμένου: Δήμητρα Αλιφιεράκη & Στέλιος Χρονόπουλος
0 comments:
Post a Comment